Μια φορά και έναν καιρό
«Τους κερατάδες», είπε, «βαράνε στον γάμο του Καραγκιόζη…». Η μαμά, που ανασηκώθηκε στον σομιέ, προσπάθησε να τον αποτρέψει λέγοντάς του «να κάτσει στ’ αυγά του» μην του ρίξουν κατά λάθος στον «σταυρό» και συμπλήρωσε πως «είναι καιρός να του δίνουμε σιγά σιγά. Τελευταίοι μείναμε…».
Η παράγκα ήταν στον Λαιμό της Βουλιαγμένης, πάνω στον αμμόλοφο, μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος από πεύκα, που τα κορμιά τους άλλα γέρνανε προς τη γη κι άλλα απλώνανε τα κλαδιά τους λες και χορεύανε χορούς παράξενους που σκηνοθέτησαν οι χειμωνιάτικοι άνεμοι. Τριγύρω σκίνα και λίγα κυπαρίσσια, απ’ αυτά που τα λένε θηλυκά, που κάνουνε καρπό κάτι παράξενα λαμπάκια ολόιδια με μπάλα ποδοσφαίρου. Με τον Σεπτέμβρη να ‘χει μπει για τα καλά, πλάκωσαν σαν κάθε χρόνο τέτοια εποχή οι κυνηγοί, αρχινώντας τα «μπαμ και μπουμ» μέσα στη νύχτα, φτάνοντας ως τα ερημωμένα λόγω φθινοπώρου καλύβια. Λίγες μέρες πρωτύτερα, έριξε ένα ξεγυρισμένο πρωτοβρόχι με κεραυνούς και μπουμπουνητά, που έκανε τους λιγοστούς παραθεριστές που παρέμεναν να τα μαζεύουν. Ήτανε πανέμορφα καθώς έπεφτε βίαια η βροχή, ξεπλένοντας τα πεύκα από τη σκόνη, κάνοντας πιο ζωηρό το χρώμα τους, με τα σκίνα να σκορπούν μια έντονη ευωδιά. Καθόταν ολόκληρη η οικογένεια στη σκεπαστή βεραντούλα και απολάμβανε το θέαμα της ξαφνικής καταιγίδας με τ’ αστροπελέκια και την αγριεμένη θάλασσα που έστελνε τ’ αφρισμένα κύματά της να σκεπάζουν ολόκληρη την αμμουδιά, εκεί όπου λίγες μέρες πριν έτρεχαν ξεφωνίζοντας να πλατσουρίσουν οι κολυμβηταί. Αλλά άρχισε να στάζει το ταβάνι της παράγκας και η μαμά με το σφουγγαρόπανο προσπαθούσε να μαζέψει τα νερά μουρμουρίζοντας… Βράχηκε και η κρεμασμένη στο πεύκο κούνια και τα σχοινιά της έστριψαν από την υγρασία και έγιναν σαν «τρία καρό». Μόνον οι κότες κάθονταν με κατεβασμένα τα φτερά, μουσκίδι καταμεσής στην αυλή, κι έτρωγαν την μπόρα. Το απροσδόκητο αυτό φθινοπωρινό μπουρίνι λες κι έδωσε το σύνθημα της άτακτης φυγής. Συμπράγκαλα μαζεύτηκαν στο άψε σβήσε, αποσκευές φορτώθηκαν σε κάθε λογής μεταφορικά. Νέκρωσε η περιοχή.
Έπαψε να έρχεται, σαν άλλοτε, κάθε μέρα και το παιδί του φούρναρη που έφερνε τα καρβέλια και τις κουλούρες στο μικρό το μαγαζάκι, αραίωσε και ο μανάβης με τον γάιδαρο και τα δυο κοφίνια ζαρζαβατικά, σταμάτησε να ‘ρχεται και ο Έβγας παγωτά με το ποδήλατο, αφού πελατεία έπαψε να υπάρχει. Μόνον που φέτος «δεν έκανε καρδιά» στον πατέρα να εγκαταλείψουν τη θερινή διαμονή τους νωρίς νωρίς σαν τις άλλες τις χρονιές, λες και κάποιο κακό προαίσθημα πως δεν θα βρεθούν ποτέ ξανά εδώ τον κράταγε καρφωμένο στ’ αγαπημένα του λημέρια, έστω κι αν απόμειναν μόνοι. Και ήταν θλιβερή η ατμόσφαιρα της ερημικής λουτρόπολης. Οι βαρκάρηδες που το καλοκαίρι εκτελούσαν συγκοινωνία για όσους βαριόντουσαν να ‘ρθουνε ποδαράτοι από το «τέρμα» της Βουλιαγμένης, είχαν τραβήξει τις βάρκες τους και τις «απόθεσαν» τουμπαρισμένες στη στεριά, πλάι στο μικρό λιμανάκι. Παραπέρα, αμπαρωμένο το παραθαλάσσιο λαϊκό ταβερνάκι «Η Ακτή», που είχε μεγάλες «πιένες» με τα τραπέζια τα κολλητά στο κύμα.
Έψηνε χταπόδι στα κάρβουνα και κούρδιζε το γραμμόφωνο με το χωνί να μερακλώσουνε τα ζευγαράκια, πριν ανηφορίσουνε στο Μικρό Καβούρι και χαθούνε μες στα πεύκα. Τώρα πού να βρεθούνε εκδρομείς; Πού να βρεθούνε ζευγαράκια σ’ αυτό το ψυχρό, μουντό τοπίο; Χώρια το νοτισμένο χώμα. Μέχρι και δυο τρεις σκύλοι που τριγύρναγαν ανάμεσα στα τραπέζια καρτερώντας να τους φιλέψουν μεζέ, μετανάστευσαν αναζητώντας να εξασφαλίσουν το βιος τους σε κατοικημένα μέρη.
Η επιμονή του πατέρα να μην εννοεί να επιστρέψουν σπίτι τους να ανασυγκροτηθούνε από το θερινό ρεμπελιό, ανησύχησε τον παππού μήπως κρυώσει κι αρρωστήσει το παιδί που το είδε το καλοκαίρι και τρόμαξε. Πώς έγινε έτσι; Μαύρο, κατάμαυρο και γυμνό με το μαγιουδάκι του μονάχα, να τριγυρνά ξυπόλυτο, να πατήσει κανένα αγκάθι, ίσως και αχινό, να τρέχουνε και να μη φτάνουνε. Το είδε να σκαρφαλώνει στα δένδρα σαν χιμπατζής, να κυνηγάει τζιτζίκια και να πιάνει χρυσόμυγες που τις έδενε με κλωστή από το ποδάρι και τις τάιζε ζάχαρη. Κι ύστερα το είδε να τσαλαβουτά και να μαζεύει πεταμένα όστρακα, ψόφιους αστερίες και ό,τι ξέβραζε η θάλασσα. Έφριξε ο παππούς βλέποντας τον εγγονό του να ζει και να φέρεται σαν χαμίνι… Το βιβλίο που του χάρισε για να περνά ευχάριστα τις ώρες του στην εξοχή με πνευματικές ασκήσεις και διδάγματα προς μίμηση ούτε που το άνοιξε να το ξεφυλλίσει, σαν να μην ενδιαφερόταν να καλλιεργήσει το ήθος και το πνεύμα του. Και οι γονείς του ωραία ανατροφή τού δίνουν.
Ξεμονάχιασε τον γαμπρό του και του συνέστησε πως πρέπει να συμμαζέψει τον μικρό που ρέπει σε ζωή αλήτικη. Αλλά ο ερίφης ο πατέρας του αντί να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν τις συμβουλές, αποκρίθηκε θρασύτατα: «Ο γιος μου δεν θα γίνει κύριος Βύρων…». Ο κ. Βύρων ήταν μικρανεψιός της γιαγιάς, μιλούσε με λεπτή τραγουδιστή φωνή και ήταν χορευτής στο χορόδραμα.
Όπως και να το κάνεις, το φετινό καλοκαίρι είχε φύγει ανεπιστρεπτί. Μπορεί το μεσημέρι ο ήλιος να εξακολουθούσε να καίει, αν δεν ήσουν στη σκιά, αλλά το βράδυ δεν μπορούσες να κάτσεις στο ύπαιθρο. Μέχρι και στου Ολυμπίτη που πήγαιναν για φαγητό, έπιαναν απάγκιο ν’ αποφύγουνε τ’ αγιάζι. Οι λιγοστοί θαμώνες ήσαν μόνιμοι κάτοικοι και είχαν το εστιατόριο σαν διασκέδαση μην τους φάει η μοναξιά… Άναβε λιγότερες λάμπες «Λουξ» για οικονομία και πριν από το τέλος του μηνός θα έκλεινε, όπως ο άλλος, ο Τόγκας, που ήδη είχε κλείσει. Ελάχιστοι ηρωικοί κολυμβηταί ρίχνανε μια δυο βουτιές, αλλά μάλλον φιγουρατζήδες ήσανε. Αλλά ούτε ο μικρός πολυπήγαινε πια στην ακρογιαλιά. Σκαρφάλωνε συνέχεια στα πεύκα, γεμίζοντας τα πόδια του γρατζουνιές. Ούτε μπάμπουρες υπήρχαν, κι αν έβρισκε κανένα τζιτζίκι ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατο. Μονάχα πλάκωναν κάτι απαίσια φτερωτά μερμήγκια που χωνόντουσαν όπου έβρισκαν ή πετάριζαν στη μούρη σου. Η ζωή τους είχε αλλάξει και κάθε μέρα άλλαζε στο χειρότερο. Πάει πια ο ύπνος στη βεράντα, να απλώνεις την αρίδα και να μετράς τ’ αστέρια που λάμπανε πάνω από την κεφάλα σου. Πάνε κάτι απόμακροι και απροσδιόριστοι ήχοι που ακούγονταν απ’ το δάσος κι ήταν ίσως οι νεράιδες που βγήκανε σεργιάνι. Πάει και η φεγγαράδα που έπαιζε με τα πεύκα κρυφτό. Τώρα ο ύπνος έγινε βαρύς με τα σφαλιχτά παράθυρα που δεν αφήνουν να περάσει ούτε φως πυγολαμπίδας.
Η φθινοπωρινή δροσιά έφερνε ανατριχίλα και έστρωσαν το «χράμι» να τυλίγονται τα χαράματα, τότε που το κρύο περονιάζει. Το χράμι ήταν μια λεπτή από τον χρόνο γκρίζα κουβέρτα που τα ξεθωριασμένα γράμματά της έγραφαν «Ελληνικός Στρατός», και είχε πολεμήσει με τον πατέρα στο Αφιόν Καραχισάρ και στην Πάνορμο, μα τώρα σαν παλαιός πολεμιστής προσφέρει ειρηνικές υπηρεσίες.
Ένα μπουλούκι κυνηγών που ήρθαν αποσπερίς να στήσουν καρτέρι στα «περάσματα» ήταν σαν να είπαν στον πατέρα: «Άε φώναξε το φορτηγό… Κι αποχαιρέτα την τη Βουλιαγμένη σου που χάνεις». Τη Βουλιαγμένη σου που χάνεις και δεν θα βρεις ποτέ ξανά…