ΑΙΣΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ…

«Έχω την αίσθηση»… Είναι η ίδια φράση που ακούω κάθε βράδυ στις ειδήσεις, αρχίζοντας την απάντησή τους πολιτικοί και σχολιαστές, για θέματα της ζοφερής μας πραγματικότητας, μέχρι που αν κάποιο βράδυ δεν την ακούσω 5 με 6 φορές, έχω προβλήματα στέρησης και αναρωτιέμαι «πώς τη βγάζουμε απόψε τη νύχτα χωρίς αίσθηση;». Ενώ ούτε μια φορά δεν άκουσα από κανένα να αρχίζει την απάντησή του με τη φράση «Έχω την αναισθησία να πω τη μαύρη αλήθεια». Τόσο ακριβές λοιπόν και τόσο δυσκολοπρόφερτες είναι και οι δύο; Και η «αναισθησία» και η «αλήθεια» και μάλιστα η «μαύρη»;
Καταλαβαίνετε λοιπόν, σ’ αυτό το μικρό αλλά λαλίστατο μεσοδιάστημα μέχρι την ώρα της -κάλπης και ευτυχώς δηλαδή που δεν είναι και μεγαλύτερο- πόση «αίσθηση» θα καταναλωθεί και πόση πολύτιμη «αναισθησία της αλήθειας» θα μας λείψει. Διότι αυτό είναι το ζητούμενο και από τις δύο παρατάξεις που προεξοφλούν τη νίκη με μια αμφίβολη αυτοδυναμία και που εκεί είναι όλο το πρόβλημα, με τις επιφυλάξεις του κόσμου με αφορμή την αναξιοπιστία και των δύο μονομάχων στην αρένα της εκλογικής σφαγής. Ποιος όμως διαθέτει το απαιτούμενο κουράγιο για να βγει και να πει πικρές αλήθειες, όταν γι’ αυτές χρειάζεται γενναιότητα μέχρι αναισθησίας, όπως όταν βγάζεις ένα χαλασμένο δόντι χωρίς αναισθητικό, δένοντας τη μια άκρη του σπάγκου στο δόντι και την άλλη στο πόμολο της πόρτας… Ή και πώς «να μας κοιτάξουν στα μάτια», άλλη φράση-καραμέλα παιδικής αφέλειας και μάλιστα από στόματος κορυφαίας υπουργού, όταν επαιτούν την ψήφο μας με τα χέρια απλωμένα σαν τα παιδιά των φαναριών και που είναι έτοιμοι, λίγο ακόμα, να μας καθαρίσουν και τα τζάμια των αυτοκινήτων;
Για ποια ειλικρίνεια μιλάμε όταν και των δύο παρατάξεων το κυβερνητικό ποινικό μητρώο είναι ιδιαίτερα βεβαρημένο με συμπεριφορές αηδιαστικής αλαζονείας από την επομένη κιόλας της εξασφάλισης της κυβερνητικής πολυθρόνας, ξεχνώντας και «συμβόλαια με το λαό» και «ραντεβού με την ιστορία» και μεγαλόστομες προεκλογικές παπαρδέλες. Και που σ’ αυτό ειδικά το άθλημα του «παπαρδελίζειν» έχουν αποδειχθεί πρωταθλητές τα πρωτοπαλίκαρα και των δύο εξουσιαστικών ομάδων. Και που αν μετρήσουμε τις παπαρδέλες τους που έχουμε γευτεί σ’ αυτές τις πρόσφατες δεκαετίες, τύφλα να έχουν τα «παιδιά της πιάτσας» του Τσιφόρου, που αυτά τουλάχιστον παλεύουν για να βγάλουν το χαρτζιλίκι του τρόμου και όχι για να εξασφαλίσουν τις «οφ-σορ» εταιρείες τους στην Αντίγκουα -πού τη θυμήθηκα τώρα; Έλα ντε…
Και πώς να διαγραφούν οι μνήμες με τα κατορθώματα των νεοφυτεμένων πολιτικών νεόπλουτων, άσχετα αν «παιδιά ταχυδρόμων» (παίζει ρόλο; Δεν κατάλαβα) που από «παλαιόπτωχοι» εμφανίστηκαν σε χρόνο μηδέν με βίλες και σκάφη και βίο πολυτελείας 1ου βαθμού, με περιπτώσεις που βγάζουν μάτι και από τις δύο παρατάξεις; Και πώς να θεωρήσεις σοβαρή την απάντηση σε επίπεδο συνοικιακού κομμωτηρίου, για τον χρηματισμό από την αμαρτωλή «Ζίμενς» (άλλο κορίτσι από σπίτι κι αυτή) λέγοντας «φέρτε αποδείξεις ότι τα πήραμε», λες και θα είχε τέτοιο μυαλό κότας ο νεροκουβαλητής που θα έβαζε φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του σε μια απόδειξη που θα έγραφε «ο υπογράφων Τάδες Τσουκατόπουλος έλαβε διά χειρός κ. Χριστοφοράκου τόσα λεφτά για χορηγία του κόμματός μου και θερμά ευχαριστούντες θα ανταποδώσουμε τα δέοντα»; Και πώς να εμπιστευθείς τον 3ης γενεάς υποψήφιο πρωθυπουργό, εκτελώντας το οικογενειακό καθήκον εξουσίας, που μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση, αντί «να κοιτάξει στα μάτια» τον κόσμο, για να περάσει και μια δόση προσωπικής γοητείας, όπως μπαμπάς και παππούς (αλλά που αυτή τη ρημάδα ή την έχει ή δεν την έχεις), δεν σηκώνει κεφάλι διαβάζοντας λέξη με λέξη αυτά που άλλοι του τα έχουν γραμμένα; Έλεος!
Και πώς να έχεις εμπιστοσύνη στον αρχηγό της απέναντι όχθης του ποταμού (αυτός τουλάχιστον χωρίς να τα διαβάζει) που καταγγέλλοντας τους «νταβατζήδες» έδωσε την απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα του θείου για το «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο», και που όχι μόνο δεν φρόντισε να τους τραβήξει το αφτί μέχρι ξεριζώματος, αλλά έβαλε και πλάτη για να μεγαλώσουν το νταβατζιλίκι τους.
Γι’ αυτό σου λέω, είναι σαν να πεθαίνεις από την πείνα και να σου βάζουν μπροστά σου δύο πιάτα, το ένα με αρνάκι της σούβλας ξεροψημένο και το άλλο με μια αχνιστή μακαρονάδα, και να σου λένε «μην τυχόν και φας το αρνάκι γιατί έχει χοληστερίνη και ούτε μια πιρουνιά από τη μακαρονάδα γιατί θα ανεβάσεις το ζάχαρο»…
Τριάντα χρόνια από εκείνη την
ιστορική επιθεώρηση «Σφίξτε τα ζωνάρια» που ανεβάσαμε στο «Μινώα», κάνοντας και την πρώτη προεκλογική δημοσκόπηση με τους θεατές, χωρίς τίποτα να έχει αλλάξει, μόνο που ο τίτλος σε μια αντίστοιχη σημερινή θα πρέπει να είναι… «Ξανα-σφίξτε τα ζωνάρια». Σε ποια τρύπα όμως, που σώθηκαν και οι τρύπες.

Για Ενα «στεφΑνι»…
πολυστεφανωμΕνο!
Το «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή πάλι στην επικαιρότητα, όχι δηλαδή ότι στα 48 χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε, έπαψε να είναι στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος και της ζήτησης και της συζήτησης, μόνο που φέτος παρουσιάζει διπλό ενδιαφέρον, τόσο για την επανέκδοσή του, ενισχυμένη και με έναν ενδιαφέροντα πρόλογο του Μένη Κουμανταρέα, αλλά και για τη θεατροποίησή του με την παράσταση που ετοιμάζει για το Εθνικό Θέατρο ο Σταμάτης Φασουλής και που είναι βέβαιο ότι θα τη φροντίσει με τη γνωστή του επιμέλεια που έχουν πάντα οι παραστάσεις του. Αλλά και επειδή, όπως ο ίδιος δηλώνει «ενώ η ιστορία του δεν παύει να είναι μελό, εκείνο που θα το κάνει να αστράφτει και να είναι σαν διαμάντι, είναι ο τρόπος που μιλάνε οι δύο ηρωίδες του για να την αφηγηθούν και που μέσα από τη γλώσσα της αφήγησης βγαίνει και όλη η ατμόσφαιρα της εποχής». Και να συμπληρώσουμε «μιας εποχής τόσο κοντινής και δημιουργικής για όσους τη ζήσαμε και τόσο απόμακρης, ίσως μάλιστα και δυσεξήγητης, για όσους απλώς την πληροφορούνται».
Πολύ λίγα χρόνια μετά την έκδοσή του, είχαμε σκεφτεί με τον Βασίλη Γεωργιάδη να το μεταφέρουμε στον κινηματογράφο, πολύ πριν η φήμη του πάρει τόσο μεγάλη έκταση και ακριβώς το στοιχείο του «μελό» ήταν ένα πρόσθετο ερέθισμα για να το κάνουμε ταινία, με μια εντελώς διαφορετική άποψη του «μελό» από εκείνη που συνήθιζε τότε ο ελληνικός κινηματογράφος με βάση του τα υπαρξιακά της μεγαλοαστικής τάξης. Και που σε τελευταία ανάλυση ποια μεγάλη επιτυχία δεν είναι κατά βάθος και στη ρίζα του «μελό»; Η διαφορά είναι μόνο στον τρόπο που θα χειριστείς την ιστορία και το «Τρίτο στεφάνι» έδινε και τότε όλες τις δυνατότητες. Στο μεταξύ όμως, παρουσιάστηκαν και άλλοι ενδιαφερόμενοι για την κινηματογραφική του μεταφορά, με αποτέλεσμα να γίνει προβληματική η συνεννόηση με τον ιδιόρρυθμο συγγραφέα και έτσι το «Τρίτο στεφάνι» να μην αποκτήσει ποτέ την κινηματογραφική του όψη. Όπως έγινε και με πολλά μυθιστορήματα που έμειναν στο στάδιο των καλών προθέσεων, όπως με τον «Κίτρινο φάκελο» του Μ. Καραγάτση, την «Καγκελόπορτα» του Ανδρέα Φραγκιά, το «Παιδί που μετράει τα
άστρα» του Μ. Λουντέμη, για να μην πω και την «Πριγκίπισσα Ιζαμπώ» του Λ. Τερζάκη, για την παραγωγή της οποίας κάποιες προκατακτικές συνεννοήσεις συνεργασίας είχαν αρχίσει με μεγάλη ιταλική εταιρεία και μιλάμε για… τρέλα πρώτου βαθμού που μας «θεράπευσε» με ένα ηλεκτροσόκ το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου!

***

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΦΑΙΔΩΝΑ…

Ρε συ Φαίδωνα, πλάκα μου κάνεις τώρα, να καταλάβω; Εβδομηντάρισες, λέει. Πότε πρόλαβες, μωρέ; Αδύνατον να το πιστέψω. Εκτός αν είσαι κάποιος άλλος, καμιά «ρεπλίκα» όπως λένε τις αντιγραφές, εκείνου «του αγοριού του απέναντι – πες τε του πως το θέλω», που το τραγούδαγε κάποτε καψουρεμένη η Χρονοπούλου σε μια ταινία του Δαλιανίδη, ψυχούλα κι αυτή και πολλά βάσανα κουβαλάει. Και της έκανες και τον δύσκολο. Πάντα δηλαδή ήσουν της δυσκολίας, ακόμα και τότε που σε φώναξα στα γραφεία της παραγωγής μας, στα ξεκινήματά σου τότε, για να παίξεις σε μια δική μας ταινία. Έριξες τριγύρω σου μια ματιά, είδες τις αφίσες από τις ταινίες μας, κωμωδίες οι περισσότερες και μου είπες «δεν είμαι εγώ για τέτοια» και έφυγες προτού προλάβω να σου πω ότι δεν σε θέλαμε για κωμωδία, αλλά για την «7η ημέρα της δημιουργίας» του Ιάκωβου Καμπανέλλη που θα γύριζε ο Βασίλης Γεωργιάδης. Έτσι, χωρίς να το ξέρεις άνοιξες το δρόμο στον Γιώργο τον Τζώρτζη που έπαιρνε μ’ εκείνο τον σπουδαίο ρόλο το βάφτισμα του κινηματογραφικού πυρός, μόνο που κι αυτός δεν το χάρηκε, γιατί από τον δεύτερο μήνα της προβολής του, πλάκωσε ο στόκος ο Πατακός και μας το απαγόρευσε διά παντός! Ενώ εσύ με τα «Κόκκινα φανάρια», το «Αίμα που βάφτηκε κόκκινο» και με το «αγόρι το απέναντι», πήρες τον δρόμο σου. Πάντα οργισμένος, χωρίς κανένας να έβρισκε αδικαιολόγητη την οργή σου για μια επανάσταση χωρίς αιτία. Αντράκι με κρυμμένες δυνάμεις και με βλέμμα τοποθετημένο περισσότερο στην άρνηση και ελάχιστα στο συμβιβασμό. Και ύστερα ξαναβρεθήκαμε σε καμιά οκτακοσαριά επεισόδια, γράφοντας με τον Νίκο Φώσκολο για το «Καλημέρα ζωή», εκείνον τον αλλοπρόσαλλο Άρχο, την ημέρα άγιος, το βράδυ διάβολος, με τον οποίο καλύπταμε αμφότεροι το βιοπορισμό μας σε δύσκολες για όλους μας τηλεοπτικές διαδρομές. Χωρίς, σε όλα αυτά τα χρόνια, να έχει βγει από το μυαλό μου το «εγώ είμαι για άλλα»…
Πάμε τώρα για την ταινία «Ο γιος μου ο Τσάρλυ» που δεν έχω καμία αμφιβολία για αυτά που έγραψε ο Δανίκας, ότι δικαιούσαι
«Όσκαρ». Αυτός συνήθως ξέρει τι λέει ακόμα και στους ασυγχώρητους ενθουσιασμούς του, όπως και στις κατακέφαλες καταγγελίες του.
«Ο γιος του Τσάρλυ», του νέου σκηνοθέτη Ζωναρά, καλώς όρισε κι αυτός στην παρέα, με εσένα στο ρόλο ενός αδίστακτου μαφιόζου, σε μια ακόμη ελληνική ταινία που ο αμερικανικός φαταουλισμός και στα «μούβι» δεν την άφησε να πάρει ανάσα σε περισσότερους από έναν κινηματογράφο, χαντακωμένο στην Αθηναϊκή Βαβέλ, το «Άστυ», στον πεζόδρομο της οδού Κοραή, που μπαίνεις από Σταδίου, μπαίνεις κι από Πανεπιστημίου, από την κάτω μεριά φάτσα στην Πλατεία Κλαυθμώνος κι από την πάνω καρσί στην Ακαδημία και τα λέω έτσι αναλυτικά για το κάθε βλαχαδερό που ήρθε τώρα στην Αθήνα και πού να ξέρει ότι το «Άστυ» ήταν κάποτε ο «ναός» της Κινηματογραφικής Λέσχης που για τις πλάκες της θα γράψουμε καμιά ώρα. Και σιγά μην αφήνανε οι Αμερικανοί να παιχτείς σε περισσότερους σινεμάδες, αυτοί δεν δίνουν του αγγέλου τους νερό.
Είναι λέει στην ταινία και ο Βουτσάς καταπληκτικός. Καλά, αυτός δεν παίζεται. Αυτός, ρε παιδί μου, και νέος άμα ήταν έπαιζε τους γέρους καλύτερα και από τους γέρους και τώρα που τους παίζει στην ηλικία του, το πάει καλύτερα και από τον Μάρλον Μπράντο όταν
έκανε τη γεροντάρα, τον Ντον Κορλεόνε στο «Νονό» -το λέει και αυτό ο Δανίκας και άμα το λέει αυτός τελείωσε, τσακ-μπαμ πάει για δημοσίευση στο ΦΕΚ!
Όμως, ρε συ Φαίδωνα, με εκείνο το «εβδομηντάρι» που το κοινοποίησες, πολύ με στενοχώρησες. Τι το ‘θελες; Για να μας θυμίζεις και τα δικά μας;


Σχολιάστε εδώ