Μια φορά και έναν καιρό

Τώρα που ο Αύγουστος τελειώνει, η θύμηση γυρνά στον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς που συνέβησαν τρία κοσμοϊστορικά (υπό κάποια άποψη) γεγονότα. Πρώτον, άνευ ουδενός
αποχρώντος λόγου πάντρεψα έναν φίλο μου. Προς άρση δε κάθε κακόβουλης σκέψης, δηλώνω κατηγορηματικά πως η κουμπαριά δεν οφείλετο σε λόγους εκδίκησης. Δεύτερον,
αγόρασα καινούργιο αυτοκίνητο, το ωραιότερο που κατασκεύασε ποτέ αυτοκινητοβιομηχανία. Κατά δε την
αλάνθαστη κρίση μου, το χρώμα του, ένα μείγμα σοκολάτας γάλακτος με δασόμελο, αποτελούσε υπόδειγμα χρωματικής σύλληψης. Όλοι φυσικά το απεθαύμαζαν, μέχρι την
ημέρα που κάποιος αγροίκος και άξεστος ταξιτζής, σε ηθελημένη μου παράβαση, μου εφώναξε ο παλιάνθρωπος εν τη μέση της οδού Σταδίου:
«Εσύ με το σκατί αυτοκίνητο, στραβομάρα έχεις;». Μπορεί κάτι παρόμοιες κουβέντες να μην κατακρημνίζουν θρόνο Διός, σίγουρα όμως υποδαυλίζουν την πάλη των τάξεων. Και τρίτον, επειδή πάντοτε το κακό τριτώνει, ο Φρίντος πρότεινε να πάμε εκδρομή στη Μονεμβασία…

Αντίθετα με την Ισαβέλλα της Ισπανίας, που επέδειξε δικαιολογημένους δισταγμούς πριν αποδεχθεί την πρόταση του Χριστόφορου Κολόμβου να ανακαλύψει την… Αμερική, η ταπεινότης μου αποδέχθηκε την πρόταση άνευ αντιρρήσεων. Διότι στο κάτω κάτω της γραφής δεν ήμουνα ούτε καν εστεμμένος. Ήταν Σάββατο 15 Αυγούστου, μέρα γιορτής, επομένως και αργίας, διότι ειρήσθω εν παρόδω τότε το Σάββατο ήταν εργάσιμο απ’ όλους, πλην φυσικά των ανέργων. Έτσι, μαζί με την επακολουθούσα Κυριακή δημιουργούσε ένα υπέροχο διήμερο κατάλληλο για κάθε είδους τρέλα, ακόμη και για εκδρομές…
Με ξύπνησαν αξημέρωτα με κακεντρέχεια, για να πληρωθεί το ρητό «Αργία μήτηρ πάσης κακίας», και με απήγαγαν μαχμουρλή λες και θα βοσκούσαμε πρόβατα. Ξεκινήσαμε «άμα τη έω» κι αφού διήλθαμε προπονούμενοι τις στροφές της Κακιάς Σκάλας, μοναδικής οδού από της εποχής του Πελοποννησιακού Πολέμου προς νότο, και εισήλθαμε τροπαιούχοι στο κέντρο της Κορίνθου, είμεθα ήδη επαρκώς εξασκημένοι για την ανάβαση του Αχλαδόκαμπου. Στην τοποθεσία αυτή πάντοτε γεννιόταν η φιλολογική απορία εάν η ονομασία παρέπεμπε σε αχλαδιές ή στο επιφώνημα του Κολοκοτρώνη «Αχ, λαδόκαμπέ μου», επειδή ήταν, λέει, κάμπος με ελαιόδενδρα. Το πρόβλημα δεν εύρισκε λύση και παρέμενε πάντα επίκαιρο, διότι, πλην ημών, οι επιβάτες στην αμαξοστοιχία των ΣΠΑΠ που αγκομαχούσε στις ανηφόρες, έντρομοι βλέπανε από τα παράθυρα τα χαίνοντα βάραθρα και περιδεείς δεν είχαν διάθεση για γλωσσολογικούς διαξιφισμούς.
Εμείς μέσα στο κουρσάκι είχαμε μαγκωθεί στα καθίσματα κι απολαμβάναμε τη σπορτίβικη οδήγηση στις απότομες στροφές, που αποκαλούν «φουρκέτες» οι ραλίστες. Η μόνη έγνοια που μας κατέτρωγε ήταν πως, λόγω της αργίας, οι
αναγνώστες των εφημερίδων θα στερούνταν μιας «ζωντανής περιγραφής» του επισυμβάντος τροχαίου. Και αλίμονο, δεν θα υπήρχε «ζωντανή» ούτε καν… περιγραφή. Το απευκταίον, παρά πάσα λογική, δεν συνέβη και έτσι διασχίσαμε σώοι την Τρίπολη πορευόμενοι ακάθεκτοι προς τη Σπάρτη. Τώρα, επειδή ήταν εορτή, επειδή ήταν αργία και επειδή τέτοιες μέρες
ο κοσμάκης μένει σπιτάκι του, διά ταύτα όλα ήσαν κλειστά, όπως μας πληροφόρησαν, και δεν βρήκαμε να φάμε τίποτα. Συνεχίσαμε επομένως νηστικοί τον δρόμο μας, με μια μοναδική και απαραίτητη σύντομη στάση σε κάποιο σύδεντρο, για λόγους που παρέλκει να εξηγήσω…
Περασμένες τρεις φτάσαμε κάτω από τον επιβλητικό βράχο της Μονεμβασίας και κατευθυνθήκαμε στο μοναδικό ξενοδοχείο, όπου θέσαμε στον ξενοδόχο την κοινότοπη ερώτηση «αν έχει δωμάτια». Προφανώς λάτρης της κυριολεξίας, μας απάντησε πως «το ξενοδοχείο δωμάτια έχει, δωμάτια ελεύθερα ΔΕΝ έχει…». Επειδή το βλέμμα μας στην απόκρισή του ή τον συγκίνησε ή τον φόβισε, μας πρότεινε να στρώσει έναν μουσαμά στην αποθήκη και να κοιμηθούμε όλοι στρωματσάδα καταγής. Πριν ολοκληρώσει τη διατύπωση, η πρότασή του έγινε ασμένως αποδεκτή κι έτσι βρεθήκαμε να… «κείμεθα εκτάδην» σε λίγο και οι τέσσερις επί του μουσαμά.
Κάποτε ξυπνήσαμε από τον λόγω κάματου βαθύ μεσημεριανό λήθαργο και αποφασίσαμε ν’ ανέβουμε στον βράχο. Πήραμε το αυτοκίνητο και αφού διασχίσαμε τη γέφυρα που τον συνδέει με τη νέα πόλη, φτάσαμε σ’ ένα πλάτωμα απ’ όπου δεν πήγαινε παραπέρα. Καθίσαμε σε κάτι που έμοιαζε πεζούλι και ατενίζαμε το πέλαγος, το οποίον, για άγνωστους λόγους, μαλλιαροί διανοούμενοι το αποκαλούν «Πέλαο…». Παρέκει, στη βάση του βράχου, υπήρχε ένα βαθούλωμα που
έμοιαζε με σπηλιά και η κυρία Λιλή που έχει κάτι περίεργες… περιέργειες και είναι κεφάλι
αγύριστο, παρά τις λογικές μας ενστάσεις, αποφάσισε να δει τι κρύβεται στο εσώτερό της, και μήτε παλαβού το πεις, χάθηκε στο βάθος της… Η αλήθεια είναι πως μας άφησε άφωνους η αποκοτιά της και από σεβασμό στην ηρωική της πράξη δεν βάλαμε μεταξύ μας στοίχημα αν θα επιστρέψει.
Δεν θέλω να θεωρηθώ μυθομανής, αλλά όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, γύρισε κραυγάζουσα: «Ελάτε, ελάτε… Μέσα υπάρχει ολόκληρη πόλη!».
Διστακτικοί, όπως κατά τις λαϊκές δοξασίες πλησίασε ο… Μεγαλέξαντρος τη «φωλεά του καταραμένου όφι», την ακολουθήσαμε και διαπιστώσαμε πως το βαθούλωμα έκρυβε τη σαρακοφαγωμένη πόρτα του κάστρου που περιέβαλλε
ολόκληρη κατοικημένη πολιτεία, με πολλά, πάρα πολλά ερείπια, μια καλά διατηρημένη μεγαλόπρεπη εκκλησία κι ένα ταβερνάκι, της διάσημης τα κατοπινά χρόνια Ματούλας. Ήταν μια αληθινή αποκάλυψη. Κανένας δεν μας είχε μιλήσει ποτέ για δαύτη και σε κανένα βιβλίο απ’ όσα κατά καιρούς έπεφταν στα χέρια μας δεν έτυχε να διαβάσωμε κάτι. Ήταν μια έρημη και ξεχασμένη πόλη. Πάνω στα χαλάσματα κάθονταν μαυροφορεμένες γριές ατενίζοντας το άπειρο, λες και πρόσμεναν τον Αρχάγγελο Μιχαήλ να τις πάρει να φύγουνε απ’ τη γη γι’ άλλα μέρη…
Στους δρόμους με τα ανασκαμμένα από τον χρόνο καλντερίμια, κυκλοφορούσε πότε ένας σκύλος που πήγαινε στο πουθενά, και πότε μια γάτα που βάδιζε νωχελικά, και επειδή οι γάτες είναι έξυπνα ζώα, μας κοίταγε με απορία. Τριγύρω χαλάσματα. Χαλάσματα παντού. Σπίτια εγκαταλελειμμένα τα περισσότερα, που σε άλλα έλειπε η σκεπή και σε άλλα τα παραθυρόφυλλα, ορθώνονταν σαν στοιχειά φέρνοντάς σου ανατριχίλα. Δεν ήταν όμως μια ολότελα χωρίς κατοίκους πολιτεία, γιατί καθώς έπεφτε η νύχτα, διέκρινες αραιά και πού, σε λιγοστά παράθυρα, πίσω από τις κουρτίνες, να τρεμοσβήνει το φως της γκαζόλαμπας. Καθίσαμε στο φιλόξενο ταβερνάκι της Ματούλας και είμεθα οι μοναδικοί εκείνη τη βραδιά πελάτες της. Μας πρόσφερε λουκούλλειο δείπνο που ύστερα από την ολοήμερη νηστικομάρα
το φάγαμε σαν λύκοι.
Εν τω μεταξύ είχε βγει η σελήνη που έδινε στα χαλάσματα μιαν αλλόκοτη γοητεία, καθώς οι ωχρές ακτίνες της σχημάτιζαν παράξενες φωτοσκιάσεις. Ακουγόταν από μακριά το τριζόνι, και η κλαψιάρικη φωνή του γκιόνη έκανε τη νύχτα απόκοσμη, μεταφυσική… Πήγαμε και καθίσαμε δίπλα στην εκκλησία, στο πεζούλι, ανάμεσα στα κανόνια από την εποχή των κουρσάρων. Το αυγουστιάτικο φεγγάρι καθρεφτιζόταν στη θάλασσα. Έχει, βλέπεις, η Μονεμβασία το προνόμιο να την κοιτά η σελήνη κατάφατσα μέχρι τη δύση της. Ζούσαμε κάτι σαν όνειρο…
Με τον χρόνο την… «ανακάλυψαν» κι άλλοι. Αγόρασαν τα ερείπια και τα μετέτρεψαν σε σπίτια, σε μαγαζιά με σουβενίρ για τους τουρίστες και σε πανάκριβα ξενοδοχεία. Στο πλάτωμα που όταν πρωτοήρθαμε ήμασταν μόνοι, γίνεται τώρα το αδιαχώρητο με τα παρκαρισμένα IX και τα πούλμαν που ξεφορτώνουν μια πανσπερμία φυλών ισοπεδώνοντας τα πάντα. Γι’ αυτό οι ανεπανάληπτες εκείνες ώρες της παρθενιάς της που ζήσαμε τότε ήταν ένα δώρο θεϊκό που φυλάξαμε στα βάθη της ψυχή μας.
Αργά τη νύχτα επιστρέψαμε στον… μουσαμά, πάνω στον οποίον άπλωναν, φαίνεται, σταφύλια και μύριζε μούστο. Το παράθυρο, βυζαντινού ρυθμού, ήταν μικρό κι έκανε ζέστη αποπνικτική. Ευτυχώς υπήρχαν τα κουνούπια που μας κράταγαν συντροφιά, σπάζοντας τη νυκτερινή μονοτονία. Τα σκυλιά που αλυχτούσαν «έντυναν» μουσικά την εικόνα. Κάποτε ο καλός Θεός μάς λυπήθηκε και ξημέρωσε. Τα κοκόρια λάλησαν κι εγώ κατάλαβα επιτέλους τη γοητεία του πρωινού ξυπνήματος. Δεν θυμάμαι αν πήραμε πρωινό. Είχε έρθει η ώρα για τον δρόμο της επιστροφής. Αποχαιρετίσαμε τον καλό άνθρωπο και τον μουσαμά του και ξεκινήσαμε παίρνοντας μαζί μας την ανάμνηση μιας παραμυθένιας Μονεμβασιάς…


Σχολιάστε εδώ