«Η Τουρκία δεν είναι ευρωπαϊκή χώρα»
Η Ευρώπη, γράφει ο Marc Rousset, είναι ένας πολιτισμός, ένα σύνολο δηλαδή κληρονομιάς θρησκευτικής, φιλοσοφικής, πολιτιστικής, καλλιτεχνικής που είναι κοινό κεκτημένο των κοινωνιών μας.
Οι ευρωπαϊκές αξίες έρχονται από την ιστορία μας, τη γεωγραφική μας θέση,
τις κοινωνικές συνθήκες. Έχουν την πηγή τους στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση, στην ελληνική και τη λατινική αρχαιότητα, στο δημιουργικό κίνημα της Αναγέννησης, στην περίοδο του γαλλικού διαφωτισμού, στον γερμανικό ρομαντισμό και στη συμβολή του ορθολογισμού και της επιστημονικής σκέψης. Η γεωγραφία, η ιστορία και ο τρόπος σκέψεως είναι τα θεμέλια υπάρξεως της Ευρώπης.
Στο όνομα ενός «νέου κόσμου», του οποίου θα ήμασταν όλοι «πολίτες», πρέπει να διαγράψουμε την Ευρώπη ως κληρονόμο της Βίβλου, της Αθήνας, της Ρώμης; Δεν είναι αποκρουστικό να ακούγονται λυρικές εξάρσεις για δήθεν «μουσουλμανικές ρίζες της Ευρώπης»;
Η προοπτική αυτή διεγείρει και ικανοποιεί διάφορους εκπροσώπους της πολιτικής και των μαζικών μέσων επικοινωνίας, που συμπεριφέρονται παθητικά και μιμητικά σαν πρόβατα, γιατί νομίζουν ότι βρίσκουν σ’ αυτήν την εικονοκλαστική συμπεριφορά κάποιου είδους «εκσυγχρονισμό».
Σʼ αυτόν όμως τον προγραμματισμένο θάνατο ενός πολιτισμού δεν υπάρχει τίποτε το ένδοξο ή το χαροποιητικό. Ο Πολ Βαλερί αποκαλούσε την Ευρώπη «γη που εκρωμαΐσθηκε, εκχριστιανίσθηκε και υπόκειται στην πειθαρχία του ελληνικού πνεύματος». Να ισχυρίζεται κανείς, με αυτό το κριτήριο, ότι η Τουρκία είναι δήθεν ευρωπαϊκή ισοδυναμεί με απάτη. Το μόνο που δικαιολογεί την τουρκική υποψηφιότητα είναι η θέληση αυτών που θέλουν να συμπίπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με την εξωτερική περίμετρο του ΝΑΤΟ. Αυτή όμως θα
ήταν… αμερικανική Ευρώπη.
Υποστηρίζοντας την ένταξη της Τουρκίας,
οι ΗΠΑ και η Αγγλία εξυπηρετούν δικά τους συμφέροντα
Έχοντας συνείδηση των συμφερόντων τους, οι Αγγλοσάξονες παρουσιάζονται δημοσίως ως οι πρωταγωνιστές για τη διεύρυνση της ΕΕ. Οι Αμερικανοί γιατί δεν θέλουν πραγματικά μια Ευρώπη θεσμικά ισχυρή, ικανή να αμφισβητήσει κάποτε την παγκόσμια ηγεσία τους. Άλλωστε οι Άγγλοι είχαν πάντοτε ως όνειρο μια τεράστια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, που ταυτοχρόνως θα διαφύλασσε την «κυριαρχία τους και τον ρόλο της Μ. Βρετανίας ως κομβικής και αναντικατάστατης χώρας στις διατλαντικές σχέσεις», όπως προείδε και αντελήφθη πλήρως ο στρατηγός Ντε Γκολ.
Επιδιώκοντας την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, οι
ΗΠΑ και η Αγγλία υπερασπίζουν συμφέροντα που δεν είναι δικά μας, γιατί στην πραγματικότητα θέλουν μ’ αυτόν τον τρόπο να διαχύσουν διαλυτικά την Ευρώπη. Αυτό δηλαδή θα είναι το τέλος της Ευρώπης, γιατί θα είναι μια Ευρώπη που δεν θα έχει σύνορα. Οπότε γιατί να μην ενταχθούν τότε ο Λίβανος, οι χώρες του Καυκάσου, το Ισραήλ και η Παλαιστίνη; Εάν θέλουμε μια ΕΕ η οποία να είναι ζώνη ελεύθερου εμπορίου, όπως η NAFTA μεταξύ
ΗΠΑ, Μεξικού και Καναδά, τότε και η Τουρκία έχει σε μια τέτοια ζώνη τη θέση της, όπως επίσης η Ρωσία, η Ουκρανία, το Μαρόκο. Το ευρωπαϊκό σχέδιο όμως του Αντενάουερ και του Σουμάν ήταν σχέδιο ομοσπονδιακό. Οι ΗΠΑ και το Μεξικό έχουν πολλές ομοιότητες με την Ευρώπη και την Τουρκία. Κανένας όμως δεν προτείνει την ένωσή τους. Οι δύο αυτές χώρες έχουν μεταξύ τους μόνο σχέσεις διμερούς συνεργασίας. Η Ευρώπη πρέπει, ασφαλώς, να έχει συνεργασία με την Τουρκία. Πρέπει όμως να έχει και συνεργασία με τη Ρωσία, χωρίς να ξεχνά και τον μεσογειακό κόσμο.
Μοιρασμένη μεταξύ του Ισλάμ, του κοσμικού κράτους του Ατατούρκ, του παντουρκισμού, του εθνικισμού, της ευρωπαϊκής φιλοδοξίας και της στρατηγικής εταιρικής σχέσεως με τις ΗΠΑ, η Τουρκία πρέπει να επιλύσει μια περίπλοκη εξίσωση, με όρους συχνά
αντιφατικούς. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ένας τούρκος υπουργός Εξωτερικών θεώρησε σκόπιμο να πει ότι «η Ευρώπη δεν είναι απαραίτητη στην Τουρκία». Ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα ήταν μια παράλογη απόφαση. Με τα 70 εκατομμύρια κατοίκων και τα 200 εκατομμύρια τουρκόφωνων, η Τουρκία θα είχε στην ΕΕ καθοριστικό βάρος. Το σύνολο σχεδόν των «καλώς σκεπτόμενων» θα εύχονταν να πουλήσουν την ψυχή τους στη μουσουλμανική Τουρκία, πιστεύοντας αφελώς ότι με τον τρόπο αυτόν θα έβρισκαν την ειρήνη.
Η Τουρκία δεν ανήκει στην Ευρώπη ούτε από την ιστορία της ούτε από τη γεωγραφία της ούτε από τον πολιτισμό της. Θα ήταν για την Ευρωπαϊκή Ένωση ένας βρόχος οικονομικός κι ένας βρόχος στρατηγικός (Κύπρος, Βαλκάνια, Κουρδιστάν, πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας). Η Ευρώπη έχει χριστιανικές ρίζες, ενώ η Τουρκία μουσουλμανικές.
Σε ποσοστό μεγαλύτερο του 75% οι Γάλλοι θεωρούν ότι η συγχώνευση της Τουρκίας στην Ευρώπη δεν δικαιολογείται. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ορισμένοι «καλώς σκεπτόμενοι» υποστηρίζουν τη συγχώνευση αυτή για ιδεολογικούς λόγους και κάνουν το καθετί για να διαβολοποιήσουν την κοινή λογική των Ευρωπαίων.
Η Τουρκία δεν είναι ευρωπαϊκή, τα Ουράλια δεν είναι σύνορο, ενώ ο Βόσπορος είναι. Η Τουρκία ανήκει στην Ανατολή και φαίνεται, ολοένα και περισσότερο, ότι η παρένθεση που άνοιξε ο Κεμάλ Ατατούρκ στην ιστορία των Οθωμανών κλείνει σιγά σιγά.
Από την ιστορία της η Τουρκία δεν ανήκει στην Ευρώπη
Η Τουρκία αποτελεί μέρος της Μέσης Ανατολής. Οι Τούρκοι όμως προέρχονται από την Άπω Ανατολή (βορειοδυτική Κίνα), ειδικότερα από την περιοχή Αλτάι, τη Νότια Σιβηρία, τη λίμνη Βαϊκάλη και το κινεζικό Τουρκεστάν. Οι τουρκικοί λαοί, που είχαν νομαδικό, κτηνοτροφικό και πολεμικό τρόπο ζωής, ήρθαν μεταναστεύοντας περί το 1000 μ.Χ. στα σύνορα της αραβικής αυτοκρατορίας. Προσχωρώντας στο
Ισλάμ, πήραν σιγά σιγά τον έλεγχο και την ηγεσία της αυτοκρατορίας αυτής, διατηρώντας τη γλώσσα και
ορισμένα ήθη και έθιμά τους. Αυτά προέρχονταν
από τον τόπο καταγωγής τους, την «αυτοκρατορία των Στεπών», αυτήν την τεράστια ασταθή ζώνη της Κεντρικής και της Νοτιοδυτικής Ασίας. Οι Ουιγούροι στην
επαρχία Ξινγιάνγκ της Κίνας μιλούν ακόμη σήμερα τα τουρκικά.
Τον 11ο αιώνα η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Βυζαντίου, η ίδια διάδοχος των Ελλήνων (μετά το 330 μ.Χ.) που κυριαρχούσαν στο έδαφος της σημερινής Τουρκίας, συρρικνώνεται προοδευτικά λόγω των διαδοχικών κατακτήσεων των τουρκικών φυλών, γνωστών ως Σελτζούκων, που ήρθαν
από την Ασία. Σημειωτέον, μέχρι τότε δεν
υπήρχαν τούρκοι κάτοικοι στη Μικρά Ασία. Η τελευταία ήταν υπό ελληνική κυριαρχία, σε συνέχεια της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου και της ήττας του βασιλέως των Περσών στη μάχη της Ισσού (333 π.Χ.).
Ο αγώνας μεταξύ των δύο θεολογικοστρατηγικών δυνάμεων υπήρξε σκληρός. Οι Τούρκοι νίκησαν τον βυζαντινό αυτοκράτορα Διογένη Ρωμανό στο Ματζικέρτ το 1071, σε μια από τις μεγαλύτερες μάχες της ιστορίας. Ο Τζένγκις Χαν, έχοντας σαρώσει το τουρκικό σουλτανάτο στη Μογγολία το 1221, απέκοψε τους Τούρκους από την Ανατολή και τους ανάγκασε να στραφούν οριστικά προς τη Δύση. Οι Τούρκοι ανεδείχθησαν εκ νέου νικητές κατά των Βυζαντινών του Μανουήλ Βʼ Παλαιολόγου (1348 – 1425). Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο ΧΙ έπεσε μαχόμενος κατά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453.
Μετά την πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας ο Καρδινάλιος Piccolomori, ο μελλοντικός Πάπας Πίος ΧΙΙ, έγραψε: «Αποκόπτουν από την Ευρώπη το ανατολικό της τμήμα». Για να δώσει όλη τη διάσταση του γεγονότος, δεν αναφέρθηκε μόνο στους εκκλησιαστικούς πατέρες αλλά και στους ποιητές της Αρχαίας Ελλάδος. Αυτή η καταστροφή, είπε, είναι ο «δεύτερος θάνατος του Ομήρου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη».
Ο Πάπας Πίος ΧΙΙ πέθανε το 1464 με την
απελπισία στην καρδιά, γιατί δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τον απαραίτητο στρατό και στόλο για να ελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη. Ο επεκτατισμός της νέας οθωμανικής αυτοκρατορίας υπήρξε για τη Δυτική Ευρώπη πηγή ανησυχίας και πολύ συχνά τρόμου. Μέχρι τον 17ο αιώνα, ο πολιτικός ορίζοντας των Παπών ήταν πώς να συνενώσουν την Ευρώπη σε σταυροφορία κατά των Τούρκων.
Τα δύο αποφασιστικά κτυπήματα που ανέκοψαν τον οθωμανικό επεκτατισμό στην Ευρώπη, με αμφίρροπη άλλωστε την τύχη των όπλων, ήταν η ναυμαχία του Λεπάντε (Ναύπακτος) το 1571, κατά την οποία ο χριστιανικός στόλος του Ιερού Συνδέσμου, διοικούμενος από τον Δον Χουάν της Αυστρίας, απελευθέρωσε τη Δυτική Μεσόγειο, και η μάχη στη Βιέννη, το 1529. Η τελευταία ακολουθήθηκε αργότερα από τη μάχη του 1683, που σημάδεψε την απαρχή της οθωμανικής παρακμής. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1683, μπροστά από τα τείχη της Βιέννης, 65.000 καθολικοί και προτεστάντες στρατιώτες, αποτελώντας ενός είδους χριστιανικό «ευρωπαϊκό στρατό» με επικεφαλής τον δούκα Κάρολο της Λωραίνης και τον βασιλέα της Πολωνίας Ιωάννη Γʼ Σομπιέσκι, αντιμετώπισαν και έτρεψαν σε φυγή 200.000 στρατιώτες του σουλτάνου Μεμχέτ Βʼ. Η μουσουλμανική πρόοδος στη ΝΑ Ευρώπη απετράπη για τους επόμενους τρεις αιώνες. Χωρίς αυτές τις νίκες θα ήμασταν τα παιδιά της Κωνσταντινούπολης και, όπως συνέβη σε όλες τις χώρες που κατακτήθηκαν από τους Τούρκους, οι εκκλησίες μας δεν θα έπρεπε να ήταν πιο ψηλές απ’ όσο ένας πολεμιστής πάνω στο
άλογό του.
Ο Βίκτορ Ουγκό γράφει στα κείμενά του για την Ανατολή, για τις σφαγές των Τούρκων στη Χίο το 1822. Το σχετικό ποίημά του ονομάζεται «Το παιδί». Οι Τούρκοι πέρασαν από εκεί. Τα πάντα είναι τώρα ερείπια και πένθος. Η Χίος, το νησί του κρασιού, δεν είναι πια παρά τόπος καταστροφής. Ο ποιητής συναντά ένα παιδί «ταπεινωμένο». «Τι θέλεις; Ένα λουλούδι, ένα φρούτο ή ένα μαγικό πουλί;». «Φίλε», του απαντά το παιδί με τα μπλε μάτια, «θέλω πυρίτιδα και σφαίρες».
Η Τουρκία δεν μπήκε λοιπόν στην Ευρώπη με πολιτιστική ώσμωση, αλλά με εισβολή, κατάκτηση, καταπίεση, τρόμο, εποικισμό. Η οθωμανική αυτοκρατία αντετάχθη με σφοδρότατη αντίσταση στην επανακατάκτηση που διεξήγαγαν η Αυστροουγγαρία και η Ρωσία. Η άφιξη των Τούρκων στη Μεσόγειο τον 11ο αιώνα και ο εξισλαμισμός της περιοχής μεγάλωσαν το αίσθημα απωθήσεως της Ευρώπης προς αυτήν την προέκταση της
Ασίας. Από τον μεγάλο Τούρκο ως την Υψηλή Πύλη, μεταξύ ευνούχων και χαρεμιών, τουρκικών λουτρών και τουρκικών καφενείων, η Ανατολή άσκησε μια ορισμένη αμφίσημη γοητεία στη Δύση. Οι σχέσεις όμως μεταξύ Ευρωπαίων και Τούρκων ήταν πάντα σχέσεις σκληρής αντιπαράθεσης, που έληξαν με την αποσάθρωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1918.
Η τουρκική κατοχή στην Κύπρο, το 1974, μπορεί να θεωρηθεί ως μια τελευταία εκδήλωση αυτού του διαιώνιου αγώνα. Προτού ο Καρδινάλιος Ράτσιγκερ γίνει ο Πάπας Βενέδικτος 16ος είχε πει: «Από ιστορική και πολιτιστική άποψη η Τουρκία έχει πολύ λίγα να μοιρασθεί με την Ευρώπη. Το Ισραήλ και η Ρωσία είναι ασφαλώς πολύ πιο “Ευρωπαίοι” από την Τουρκία».
Η γεωγραφία και ο πολιτισμός της Τουρκίας την αφήνουν έξω από την Ευρώπη
Η γεωγραφία «είναι η μόνη παράμετρος της ιστορίας που δεν αλλάζει», έλεγε ο Βίσμαρκ. Δεν είναι η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης που καθιστά ευρωπαϊκή την Τουρκία, ούτε το μικρό έδαφος που κατέχει στη Θράκη, που με τίποτε δεν αντισταθμίζει τα 780.000 τ.χλμ. της Ανατολίας. Ο Βόσπορος μπορεί να μας κάνει να ονειρευόμαστε, αλλά ο Κεμάλ Ατατούρκ επέλεξε να μετατοπίσει την πρωτεύουσα της χώρας στην Άγκυρα, στο οροπέδιο της Ανατολίας, για να είναι στραμμένη προς τη Μέση Ανατολή, την Ασία και το σύνολο της Μεσογείου τουλάχιστον τόσο όσο και προς την Ευρώπη.
Το ευρωπαϊκό πρόσωπο της Τουρκίας, που ενσαρκώνεται από τις σύγχρονες ελίτ της Κωνσταντινούπολης, γοητεύει. Το άλλο όμως πρόσωπο της ΝΑ Ανατολίας τρομάζει με την καθυστέρησή του. Το 95% του εδάφους και το 90% του πληθυσμού της χώρας είναι στη Μικρά Ασία. Πρέπει όμως επίσης να λάβει κανείς υπ’ όψιν μια ολόκληρη τουρκόφωνη ενδοχώρα, που είναι πίσω από την Τουρκία και εκτείνεται μέχρι την Κίνα. Η είσοδος της Τουρκίας στην ΕΕ θα έδινε επίσης σ’ αυτήν 1.500 χλμ. κοινά σύνορα με τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Μπορεί κανείς να φανταστεί το ενδεχόμενο η μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και του εδάφους της, να βρίσκεται στην Ασία;
Η Τουρκία δεν έχει θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και η Γαλλία δεν έχει θέση στην Ένωση Αφρικανικών Κρατών, με το πρόσχημα ότι έχει ένα πόδι στην Αφρική με το νησί της Ρεουνιόν. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Γαλλία δεν έχει θέση στη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου της Βορείου Αμερικής (NAFTA), υπό το πρόσχημα ότι έχει στην περιοχή αυτή τα μικρά νησιά St. Pierre και Miquelon. Ούτε επίσης έχει θέση στην Οικονομική Ένωση Λατινοαμερικανικών κρατών (Mercosur) γιατί έχει εκεί τη Γαλλική Γουιάνα. Γιατί επίσης, με την ίδια λογική της Τουρκίας, να μη ζητήσει η Ισπανία την ένταξή της στην Ένωση Αφρικανικών Κρατών, υπό το πρόσχημα ότι έχει εκεί τα εδάφη της Ceuta και Melilla;
Εξάλλου, τα τουρκικά, γλώσσα που έχει σχέση με 200 εκατ. τουρκόφωνους, παρουσιάζουν ορισμένες αναλογίες με τα ιαπωνικά και δεν είναι ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Οι Τούρκοι δεν είναι 80 εκατ., αλλά σχεδόν 200 εκατ. Σημειωτέον, ο τουρκικός νόμος αναγνωρίζει ως τούρκους πολίτες όλους τους τουρκόφωνους, όπου κι αν κατοικούν. Υπάρχουν πάνω από 100 εκατ. τουρκόφωνοι
εκτός Τουρκίας, κυρίως στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, στο Τουρκεστάν, στο Τουρκμενιστάν, ακόμη και στο εσωτερικό της Κίνας στο Sin Kiang. Δεν είναι επομένως υπερβολή το να μιλάμε για μια ορισμένου είδους «τουρκοπαγκοσμιοποίηση» που συνιστά
απειλή για την ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Η μη αναγνώριση της Κυπριακής
Δημοκρατίας και η κατοχή του Βορρά
Η Τουρκία επιδεικνύει στην Κύπρο έναν
ιμπεριαλισμό κι έναν εθνικισμό που δύσκολα μπορεί να ανεχθεί ένα ευρωπαϊκό πνεύμα των αρχών του 21ου αιώνα. Από το 1974 η Τουρκία διατηρεί στο βόρειο ήμισυ της Κύπρου έναν στρατό κατοχής. Εξεδίωξε από τις εστίες τους περίπου 200.000 Έλληνες και
εγκατέστησε στη θέση τους χιλιάδες τούρκους εποίκους. Ισοπέδωσε εκκλησίες και άλλες τις μετέτρεψε σε τζαμιά. Δημιούργησε μια «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», που την αναγνωρίζει μόνο η ίδια μαζί με το Αζερμπαϊτζάν. Το νησί είναι διχοτομημένο από μια γραμμή καταπαύσεως του πυρός που διαπερνά την πρωτεύουσα Λευκωσία σαν άλλο τείχος του Βερολίνου, το οποίο φυλάσσεται από διεθνή ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ.
Είναι παράλογο το γεγονός ότι η ΕΕ άρχισε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με μια χώρα που δεν αναγνωρίζει μια από τις χώρες-μέλη και η οποία δεν απέσυρε τις στρατιωτικές της δυνάμεις από το βόρειο μέρος του νησιού. Καμιά πρόοδος δεν έχει επιτευχθεί για την
ομαλοποίηση των σχέσεων της Τουρκίας με την Κυπριακή Δημοκρατία. Από την άλλη, η Τουρκία εξακολουθεί να αρνείται την πρόσβαση στα τουρκικά λιμάνια και αεροδρόμια πλοίων με κυπριακή σημαία ή κυπριακών αεροπλάνων. Οι περιορισμοί αυτοί συνιστούν παραβίαση της Τελωνειακής Ενώσεως μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας.
Η Τουρκία στρατηγικό εμπόδιο στην
προσέγγιση μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας
Στις μέρες μας η Ευρώπη έχει κάθε συμφέρον να επιδιώξει την προσέγγιση με τη Ρωσία. Η Τουρκία όμως, λόγω της θέσεώς της μεταξύ της Δύσης και της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπως και λόγω του ανταγωνιστικού ιστορικού παρελθόντος της με τη Ρωσία, εάν συγχωνευόταν με την ΕΕ, θα υπήρχε κίνδυνος ν’ αποτελέσει πηγή πολύ σημαντικών συγκρούσεων. Η συγχώνευση της Τουρκίας με την Ευρώπη θα σήμαινε επίσης ένταξη στην Ευρώπη της δικής της διαμάχης με τους Σλάβους, τους Έλληνες, το Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία και την Αρμενία. Η τελευταία είναι σύμμαχος της Ρωσίας και βρίσκεται εγκλωβισμένη, χωρίς διέξοδο στη θάλασσα, εμποδιζόμενη από την Τουρκία. Με απλά λόγια, η ένταξη της Τουρκίας θα απομάκρυνε τη Ρωσία από την Ευρώπη.
Η Τουρκία συνιστά για τις ΗΠΑ έναν φραγμό κατά της Ρωσίας. Ταυτόχρονα ένα αγκυροβόλιο στον Καύκασο και στην Κεντρική
Ασία και ένα μέσο για τον έλεγχο της αραβομουσουλμανικής Μέσης Ανατολής. Τα στρατηγικά όμως συμφέροντα της Ευρώπης δεν είναι τα ίδια μ’ εκείνα των ΗΠΑ. Εάν η Ευρώπη αποφασίσει να προχωρήσει σε εταιρική στρατηγική σχέση με τη Ρωσία, δεν μπορεί να δεχθεί στους κόλπους της ένα κράτος τα συμφέροντα του οποίου αντιτίθενται σ’ εκείνα της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία και στον Καύκασο. Απέναντι στην Τουρκία η Ευρώπη και η Ρωσία έχουν, αντίθετα με τις ΗΠΑ, συγκλίνοντα συμφέροντα. Είναι λοιπόν λόγοι στρατηγικής και ασφάλειας που φέρνουν σε προσέγγιση τα ευρωπαϊκά και τα ρωσικά συμφέροντα και συνηγορούν κατά της εντάξεως της Τουρκίας, γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, όπως ευστόχως υπογραμμίζει ο Regis Debray, «η αποδοχή της Τουρκίας στην Ευρώπη θα κατέφερε πλήγμα στην
αξιοπιστία της ευρωπαϊκής άμυνας».
Η Τουρκία δεν πρέπει να μπει
στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Η Δυτική Ευρώπη, με τη διεύρυνσή της στις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, εξόφλησε ένα ηθικό χρέος που είχε προκύψει μετά τη Γιάλτα από την εγκατάλειψη από τη Δύση στον Στάλιν της περιοχής αυτής της Ευρώπης, αλλά επίσης από το θάρρος των χωρών αυτών (ιδιαίτερα της Πολωνίας) που οδήγησε στην πτώση του τείχους του Βερολίνου. Η Ευρώπη όμως δεν έχει καμιά ανάλογη υποχρέωση απέναντι στην Τουρκία. Η Τουρκία έμεινε ουδέτερη κατά τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο και η στρατηγική εντάξεώς της στο ΝΑΤΟ, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ανταποκρινόταν στο καλώς νοούμενο δικό της εθνικό συμφέρον.
Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη απελευθερώνεται σιγά σιγά από αυτήν τη μηχανή παραλογισμού που συντηρούν οι «καλώς σκεπτόμενοι» και που απαγορεύει την αμφισβήτηση της λεγόμενης «πολυπολιτισμικότητας» και καταγγέλλει για δήθεν «ξενοφοβία» όποιον ανησυχεί για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυτότητας. Θα ήταν ασφαλώς επικίνδυνο το να μην κάνει κανείς αναφορά στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης και να
ανοίξει την πόρτα για την είσοδο στην Ευρώπη 70 εκατ. μουσουλμάνων υπό το πρόσχημα της δήθεν αποφυγής της σύγκρουσης των πολιτισμών.
Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Τουρκία θα μετατόπιζε το κέντρο βάρους της ΕΕ. Ο φόβος να δούμε να έρχεται στην Ευρώπη μια
ανεξέλεγκτη μάζα τούρκων μεταναστών προκαλεί την αντίδραση της κοινής γνώμης, πολύ περισσότερο όταν ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες βιάζονται δειλά να συμπορευθούν με τις μεταναστευτικές πιέσεις, υποστηρίζοντας ότι δήθεν μ’ αυτόν τον τρόπο τις ελέγχουν.
Εάν ανοίξουμε την πόρτα στην Τουρκία, γιατί να μην την ανοίξουμε στις χώρες της Βόρειας Αφρικής, στην Αίγυπτο, στο Ισραήλ, στην Παλαιστίνη αλλά και στην Αρμενία, στις χώρες του Καυκάσου, σε μια μελλοντική «Ευραραβία» που θα είχε ως αποστολή να
εξάγει τη δημοκρατία και να υπερασπίζει τα συμφέροντα των ΗΠΑ;
Δεν υπάρχει ούτε ένα επιχείρημα υπέρ της εντάξεως της Τουρκίας το οποίο να μην έχει εφαρμογή σε άλλες ενδιαφερόμενες χώρες και που κατά αναπότρεπτο τρόπο να οδηγεί σε μια Ευρώπη χωρίς σύνορα. Η λογική της επ’ άπειρον διευρύνσεως της ΕΕ ισοδυναμεί με διάχυση και διάλυση της ταυτότητάς τους. Οδηγεί επιπλέον σ’ έναν γεωστρατηγικό παραλογισμό. Δεν θα έπρεπε ν’ ανοίξει επιτέλους μια πραγματική συζήτηση για τα γεωγραφικά και τα πολιτιστικά όρια της Ευρώπης;
Σε περίπτωση εντάξεως της Τουρκίας το «ισπανικό παντοπωλείο», που θα γινόταν η Ευρώπη, θα ήταν μια πιο απέραντη ακόμη ζώνη ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών και δεν θα είχε τίποτα να κάνει με την πολιτική Ευρώπη που θέλησαν οι ιδρυτές πατέρες, αυτή που για τόσο καιρό στήριξε τις ελπίδες μας. Θα ήταν η πλήρης και ολοκληρωτική επικράτηση της αντιλήψεως αυτής της Ευρώπης που υποστηρίζεται από τη Μ. Βρετανία. Θα ήταν δηλαδή η διάλυση της Ευρώπης σε μια τεράστια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών χωρίς ταυτότητα και σύνορα και ενάντια στη γαλλική αντίληψη που θέλει την Ευρώπη δύναμη και κύριο παίκτη στη διεθνή σκηνή και ισχυρή μέσα από το πρότυπο που αντιπροσωπεύει και τις αξίες της.
Εάν η ΕΕ αποδεχθεί την ένταξη της Τουρκίας, θα αυτοκαταδικασθεί να μείνει επί δεκαετίες μια απλή ζώνη ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών και δεν θα ασκεί καμιά επιρροή στις υποθέσεις του πλανήτη. Ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν εκφράζει τη λύπη του γι’ αυτήν «τη φυγή προς τα εμπρός μιας ανοργάνωτης Ευρώπης». Ο Francois Bayron (πρόεδρος του αντιπολιτευόμενου κόμματος των Ριζοσπαστών του Κέντρου Modem) δήλωσε στην Εθνοσυνέλευση: «Πιστεύουμε ότι η ΕΕ είναι μια οικοδομούμενη πολιτική Ένωση. Η ένταξη της Τουρκίας θα ήταν ένα βήμα όχι προς την Ένωση της Ευρώπης, αλλά προς τον διασκορπισμό της από κάθε άποψη».
Ο Marc Rousset υπογραμμίζει επίσης τον ρόλο που διαδραματίζει η Τουρκία στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών από την Κεντρική Ασία προς την Ευρώπη και στη λαθρομετανάστευση και επισημαίνει με ιδιαίτερη έμφαση τον «λογαριασμό» που θα εκαλείτο να πληρώσει η ΕΕ στην περίπτωση εντάξεως της Τουρκίας. Ποιος μπορεί να υποστηρίξει, λέει, ότι μια χώρα της οποίας το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 27% του μέσου ευρωπαϊκού όρου θα συνέβαλλε με την ένταξή της στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου της ΕΕ; Μπορεί να φαντασθεί κανείς το μέγεθος της φτώχειας που θα εισέβαλλε σε ολόκληρη την Ευρώπη; Πού θα βρίσκονται τα χρήματα για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Δομικών Προσαρμογών που θα χρειαζόταν για την Τουρκία, όπως έγινε και με τις προηγούμενες ενταχθείσες χώρες;
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εάν η Τουρκία εντασσόταν στην ΕΕ το 2025, θα έπαιρνε 28 δισ. ευρώ επιδοτήσεις κάθε χρόνο. Μόνο για την κοινή αγροτική πολιτική ο λογαριασμός θα ανερχόταν σε 11,3 δισ. ευρώ, ποσό δηλαδή μεγαλύτερο απ’ αυτό που χρειάσθηκε για την κάλυψη όλων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, περιλαμβανομένης της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Για τη χρηματοδότηση των πολιτικών συνοχής θα χρειάζονταν ετησίως 10 δισ. ευρώ, ποσόν που θα μπορούσε να ανατρέψει κυριολεκτικά τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Πολλές περιοχές στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα και αλλού που χρηματοδοτούνται σήμερα από το Ταμείο Συνοχής εφόσον το εισόδημά τους είναι κάτω από το 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αυτομάτως θα αποκλείονταν, γιατί με την ένταξη της Τουρκίας θα υπερέβαιναν το 70%.
Ένας τρίτος «Δούρειος Ίππος» των ΗΠΑ
Η Τουρκία υπολογίζει στην υποστήριξη του παραδοσιακού αμερικανού συμμάχου για την ένταξή της στην ΕΕ, έστω κι αν αυτό αρχίζει να εκνευρίζει σοβαρά πολλούς Ευρωπαίους, που βρίσκουν απαράδεκτη την παρέμβαση των ΗΠΑ. Η Αμερική δεν δείχνει καμιά ευαισθησία για τη διαφύλαξη της ιστορικής πολιτιστικής ταυτότητας της Ευρώπης, γιατί γι’ αυτήν η «λέσχη» αυτή πρέπει να παραμερισθεί προς όφελος ενός αποδομημένου πολυεθνικού χώρου χωρίς ψυχή. Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία βλέπουν σ’ αυτήν τη λύση τον τρόπο να ελέγξουν την Ευρώπη. Να την εμποδίσουν να γίνει κάτι άλλο από αγορά. Να την υποβιβάσουν σ’ ενός είδους οικονομικό ΝΑΤΟ.
Αποδοχή της εντάξεως της Τουρκίας θα σήμαινε αποδοχή μιας Ευρώπης που δεν θα είναι πολιτική δύναμη. Αυτήν την Ευρώπη που θέλουν οι ΗΠΑ, οι οποίες επιδιώκουν να εισαγάγουν σ’ αυτήν έναν τρίτο «Δούρειο Ίππο», την Τουρκία, μετά τη Μ. Βρετανία και την Πολωνία. Είναι ιδιαίτερα συμβολικό και χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν πρότεινε στον (πρώην) αμερικανό Πρόεδρο Μπους να γίνει δεκτή η Τουρκία στη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου της Βορείου Αμερικής στην περίπτωση που η Τουρκία δεν γίνει δεκτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
***
Η ένταξη της Τουρκίας θα οδηγούσε σε παράλυση των ευρωπαϊκών θεσμών
Το 2020 η Τουρκία θα έχει πληθυσμό 85 εκατ. έναντι 82 εκατ. της Γερμανίας και 63 εκατ. της Γαλλίας. Το 2050 οι Τούρκοι θα είναι 98 εκατ., δηλαδή 19 εκατ. περισσότεροι από τους Γερμανούς και 33 εκατ. από τους Γάλλους. Η Ευρώπη δεν μπορεί να δεχθεί την ένταξη μιας τόσο πολυπληθούς χώρας, εκτιμά η Sylvie Goulard, εμπειρογνώμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Θα ήταν σαν να βάζαμε έναν ελέφαντα σ’ ένα κατάστημα πορσελάνης». Η τελευταία δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο «Ο Μεγάλος Τούρκος και η Δημοκρατία της Βενετίας», το οποίο είναι πραγματικός καταπέλτης κατά της εντάξεως της Τουρκίας.
Χάρη στο δημογραφικό της βάρος, η Άγκυρα θα είχε επίσης δικαίωμα σε περισσότερες έδρες στην Ευρωβουλή από το Παρίσι ή το Βερολίνο και θα ασκούσε την πιο σημαντική επιρροή (20% των ψήφων) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε παράλυση τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
***
3Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις προσωπικοτήτων για την ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ που προτάσσει στην αναφορά του ο Marc Rousset, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η δήλωση του τούρκου πρώην πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετσεβίτ. Ας δούμε ενδεικτικά κάποιες από αυτές:
«Η Ευρώπη, γεωγραφικά και ιδεωδώς πολιτικά, εκτείνεται από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Δεν πάει από τον Ατλαντικό ως τον Ευφράτη», αναφέρει ο Maurice Druon της Γαλλικής Ακαδημίας.
«Όποιος επιτρέψει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ», δηλώνει ο πρώην ευρωπαίος Επίτροπος Frits Bolkenstein, «θα πρέπει να δεχθεί και την Ουκρανία και τη Λευκορωσία. Οι χώρες αυτές είναι πολύ πιο ευρωπαϊκές από την Τουρκία. Εάν εντασσόταν η Τουρκία στην ΕΕ, η απελευθέρωση της Βιέννης το 1683 δεν θα είχε εξυπηρετήσει σε τίποτα».
«Μήπως», αναρωτιέται ο Jacques Julliard, αρθρογράφος του «Nouvel Observateur», «μόνο η Ευρώπη δεν έχει δικαίωμα να υπερασπίζει την ταυτότητά της;».
«Η Τουρκία δεν είναι ευρωπαϊκή χώρα», δηλώνει ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν. «Η ένταξή της θα ισοδυναμούσε με το τέλος της Ευρώπης. Κανένας δεν προτείνει την ένταξη του Μεξικού στις ΗΠΑ».
Όσον αφορά τον πρώην τούρκο πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετσεβίτ, θριαμβολογώντας μετά την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ, είπε: «Τώρα που αναγνωρίστηκε η Τουρκία ως υποψήφια για ένταξη, δεν υπάρχει πια κανένα εμπόδιο για την επέκταση της Ευρώπης ανατολικότερα, προς τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία και την άλλη Ασία».