Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ…
Η TAIΝIA ME ΤΗΝ ΠΙΟ ΑΔΙΚΗ ΜΟΙΡΑ…
Μια από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, αλλά και από τις πιο άτυχες και περισσότερο κατατρεγμένες, ήρθε κι αυτή στην επιφάνεια και παίζεται στο «Σινέ Ψυρρή» της οδού Σαρρή, πίσω από την πλατεία Κουμουνδούρου, που, όπως το ξαναείπαμε, χρειάζεσαι αυτόματο πιλότο για να σε πάει ως εκεί.
Πρόκειται για την ταινία «Ο κανόνας του παιχνιδιού», γυρισμένη το 1959 στη Γαλλία από το σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ, στο ενεργητικό του οποίου ανήκουν και άλλες σπουδαίες ταινίες («Μεγάλη χίμαιρα», «Ανθρώπινο κτήνος», «Φρεντς Καν-Καν» κ.ά.) -ευτυχώς, όχι τόσο άτυχες όσο αυτή πoυ παίζεται τώρα «νεκραναστημένη» ύστερα από 70 χρόνια, αλλά και πάλι όχι στην ολοκληρωμένη μορφή της, χωρίς να έχει χάσει τη διαχρονική της αξία. Ποια ήταν η αιτία του «κατατρεγμού» της; Το τολμηρό της θέμα, όχι από πλευράς εικόνας, αλλά περιεχομένου, που δεν ήταν άλλο από τις αποκαλύψεις των κοινωνικών διαστροφών που συμβαίνουν κάτω από τους συμβατικούς και επικαλυπτικούς κανόνες του παιχνιδιού της διεφθαρμένης καλής κοινωνίας και συγχρόνως μια προειδοποιητική καταγγελία του ευδαιμονικού ωχαδερφισμού, στη διάρκεια του μεσοπόλεμου, που δεν άργησε να επιβεβαιωθεί από τους «πουρκουάδες» που παράτησαν την περίφημη γραμμή Μαζινό στα χέρια των Γερμανών μέσα σε μια μέρα. Όλα αυτά βέβαια με ένα σκηνοθετικό κυνισμό σε βάρος γενικά των προνομιούχων, έτσι που, χωρίς να ήταν απόλυτα πολιτικά τοποθετημένη, παρέπεμπε σε ένα ιδεαλιστικό αριστερισμό και στην κατάργηση των μεγάλων ταξικών διαφορών. Η ταινία αντιμετώπισε τότε την ισχυρή αντίδραση της γαλλικής κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να της αφαιρεθούν όλα όσα είχαν υπογραμμισμένες αυτές τις καταγγελίες, με αποτέλεσμα βέβαια να παίζονται μόλις τα 2/3 του έργου. Την ίδια τύχη είχε η ταινία και όπου αλλού αποπειράθηκε να προβληθεί, όπως και αργότερα, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γαλλία, ουσιαστικά ανεμπόδιστοι, μια από τις πρώτες δουλειές τους ήταν να καταστρέψουν τα αρνητικά της ταινίας, επειδή κοντά στα άλλα της «ελαττώματα», οι δύο από τους ήρωες του έργου, αντίθετοι με τη διαφθορά, ήταν Εβραίοι, χωρίς βέβαια και ο ίδιος ο Ζαν Ρενουάρ να ήταν ομόθρησκός τους. Περιττό ακόμα να πούμε ότι και για άλλες ταινίες που έθιγαν παρόμοια θέματα, όπως «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» του Μπουνουέλ, το «Μεγάλο φαγοπότι» του Φερέρι, το «Θεώρημα» του Παζολίνι, ακόμα και η «Ντόλτσε βίτα» του Φελίνι, κανένας δεν τόλμησε να τους βάλει χέρι, μια και ο άλλος «κανόνας» το λέει, ότι συνήθως ο ένας πληρώνει για όλους. Όσο για την ταινία που παίζεται τώρα, ανασυγκροτημένη με τα όσα μέρη του έργου μπόρεσαν να διασωθούν, δεν μπόρεσε ποτέ της να δει Θεού πρόσωπο..
ΚΑΙ ΣΕ Ο,ΤΙ ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ…
Θα ρωτήσετε ίσως γιατί την αναφέρω; Για τον απλούστατο λόγο ότι αυτός που με την αλάθευτη κινηματογραφική του όσφρηση είχε αγοράσει τα δικαιώματα προβολής της στην Ελλάδα -και μάλιστα πριν ολοκληρωθεί το γύρισμά της, δηλαδή το 1939- ήταν ένας άνθρωπος του κινηματογράφου, με τη δική του ιστορία που αξίζει να τη θυμηθούμε, ο Κώστας Λαζαρίδης, που κοντά στα άλλα ήταν ο πατέρας μου. Η ταινία του Ζαν Ρενουάρ, όπως καταλαβαίνετε, κάτω από την αδυσώπητη Μεταξική λογοκρισία εκείνης της εποχής, δεν πήρε ποτέ άδεια προβολής και έτσι μείναμε… με τη γλύκα οικογενειακώς, σύμφωνα βέβαια και με τους κανόνες και του κινηματογραφικού «παιχνιδιού» που ποτέ δεν ξέρεις τι θα είναι το επόμενο χαρτί που θα σου σερβίρει η τράπουλα. Πριν προχωρήσω, να ζητήσω την άδεια από τους αναγνώστες, που για μία από τις 52 Κυριακές του χρόνου θα ασχοληθώ με ένα θέμα προσωπικό, που όμως δεν στερείται ενδιαφέροντος, γιατί δεν ήταν καθόλου τυχαίος ο Κώστας Λαζαρίδης, πρόσφυγας από την Πόλη, από το 1923 που βρέθηκε στην Αθήνα και το ενδιαφέρον του στράφηκε στον κινηματογράφο. Δύσκολη όμως και τότε η κατάσταση με μια ασφυκτική κυριαρχία των αμερικανικών εταιρειών, έτσι με την όσφρηση του, που είπαμε, σκέφτηκε να ανοίξει μια άλλη αγορά, σχεδόν άγνωστη ως τότε στην ελληνική κινηματογραφική πελατεία, που δεν ήταν άλλη από τη γερμανική «Ούφα», που με την ίδρυση τότε των κινηματογραφικών στούντιο στην Μπάμελσμπεργκ, οι Γερμανοί σκηνοθέτες είχαν μπει «ζωηρά» στην κινηματογραφική αρένα και έτσι από τις πρώτες ταινίες που έφερε στην Ελλάδα ήταν η «Μητρόπολις» του Φριτς Λανγκ, ο «Νοσφεράτου» του Βίλχελμ Μουρνάου, η «Ατλαντίδα» και το «Κουτί της Πανδώρας» του Παμπστ, το «Εργαστήρι του Δόκτορα Καλιγκάρι» του Ρόμπερτ Βίνε, ο «Φάουστ» με τον Εμίλ Γιάνιγκς, ο «Γαλάζιος άγγελος» με την Κάρλεν Ντίτριχ κ.ά.
Η προβολή τους όμως στους λιγοστούς κεντρικούς κινηματογράφους ήταν προβληματική, πάντα με το σκληρό αποκλεισμό των Αμερικανών, γι’ αυτό σκέφτηκε να προτείνει στον Κώστα Θεοδωρίδη, σύζυγο της μεγάλης πρωταγωνίστριας Κυβέλης, να του παραχωρήσει το θέατρο «Κυβέλης», που βρισκόταν στην Πλατεία Συντάγματος, στην αρχή της οδού Μητροπόλεως (πάει, ξεχάστε το κι αυτό…) για να γίνει κινηματογράφος. Ο Θεοδωρίδης, άνθρωπος μοναχικός, ιδιότροπος και χολωμένος με όλο του το δίκιο, επειδή τότε ακριβώς τον είχε εγκαταλείψει η Κυβέλη για χάρη του καινούργιου της έρωτα, που ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, γεγονός που τον είχε εκθέσει στα μάτια της μικρής τότε αθηναϊκής κοινωνίας -μια ιστορία δηλαδή όχι και τόσο διαφορετική από αυτές που τόσο κακότεχνα μας διηγήθηκε το σίριαλ με τη ζωή της Βουγιουκλάκη και κατά την εκδοχή βέβαια του γιου της. Ο Θεοδωρίδης τότε είχε κλείσει το θέατρό του, που είχε και το όνομα της άπιστης, και έτσι δεν δυσκολεύθηκε και πολύ ο Λαζαρίδης για να τον πείσει, ιδιαίτερα μάλιστα όταν άκουσε ότι θα έπαιζε και ταινίες της Μάρλεν Ντίτριχ που, καθώς φαίνεται, της είχε και ιδιαίτερη αδυναμία και μόνο με την προσθήκη στο όνομα του θεάτρου και της γερμανικής εταιρείας -έτσι από τότε η νέα του ονομασία ήταν «Κυβέλης-Ούφα» και αυτό τα έλεγε όλα… Τότε όμως μπήκε στη δουλειά και ο κακός δαίμονας, όταν ένας χρηματοδότης επέβαλε να μπει ως νομικός σύμβουλος ένας δικός του άνθρωπος, ένας νεαρός τότε δικηγόρος που μόλις είχε έρθει με περγαμηνές από τη Γερμανία, ο Θεοφάνης Δαμασκηνός, ο οποίος ύστερα από λίγα χρόνια ήταν το ένα σκέλος της γνωστής εταιρείας «Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης», που ούτε κι αυτή υπάρχει πια. Μπαίνοντας όμως ο Δαμασκηνός τότε στη δουλειά, δεν άργησε να πετάξει έξω τον Κώστα Λαζαρίδη, διότι ήταν και «δόκτωρ» ο άνθρωπος και ήξερε καλά όλα τα τερτίπια και τα κόλπα μιας υπονόμευσης. Μια ικανότητα, που παίρνοντας στα χέρια του την «Ούφα», μια καθαρά «εθνική εταιρεία» εξυπηρετική των χιτλερικών φιλοδοξιών, δημιούργησε μια σχέση περισσότερο στενή και πιο ενισχυμένη, παρασκηνιακή, με τους σχεδιασμούς του Γ’ Ράιχ μέχρι τον πόλεμο. Μπαίνοντας δηλαδή οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ο Δαμασκηνός πέταξε το προσωπείο του και έγινε με τις ευλογίες των αρχών κατοχής ο απόλυτος ρυθμιστής της κινηματογραφικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Αν όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι σχετικό με το σκάνδαλο της Ζήμενς και το ρόλο Χριστοφοράκου, φτάνει να προσθέσουμε ότι μετά τον πόλεμο όλες οι κατηγορίες περί δωσιλογισμού του Δαμασκηνού πέρασαν στο αρχείο και σαν αντάλλαγμα των «υπηρεσιών» του είχε στο χέρι του και την αντιπροσωπεία των μεγαλύτερων εταιρειών του Χόλιγουντ, αλλά σε μια αλλοπρόσαλλη και μετεμφυλιακή Ελλάδα ποιος προσέχει τέτοιες ασήμαντες λεπτομέρειες, χωρίς, αυτό για τους παλαιότερους κινηματογραφιστές, το όνομα του Δαμασκηνού να πάψει να συνοδεύεται από μια κρύα, παγερή και δυσάρεστη ανάμνηση, μια και ποτέ δεν μπόρεσε να κερδίσει τις συμπάθειές τους.
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ «ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ»
ΤΟ ΕΠΙΜΥΘΙΟ..
Επειδή όμως για τον Κώστα Λαζαρίδη ο λόγος, να πούμε ακόμα ότι μετά τον υποβιβασμό του από… δήμαρχο σε κλητήρα, δεν άργησε ύστερα από λίγο να ανοίξει με μια άλλη εταιρεία, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, τον μεγαλοπρεπέστερο κινηματογράφο της Αθήνας, το «Παλλάς», που είχαν χτίσει οι μηχανικοί Μπόνης και Κασσάνδρας, δίνοντας και εκεί έναν άλλο «κινηματογραφικό αέρα» στην επιλογή των ταινιών, εξασφαλίζοντας τις ταινίες της «Παραμάουντ» και τις βιεννέζικες του Βίλι Φορστ και στη συνέχεια, στα επόμενα χρόνια, ασχολήθηκε με την εισαγωγή ευρωπαϊκών ταινιών, με προτίμηση πάντα τις γαλλικές, που πολύ συχνά τις εξασφάλιζε με την αναγγελία τους, φέρνοντας επίσης και τις πρώτες ρώσικες ταινίες («Πέτρος ο Μέγας», «Τσίρκο», «Γραμμή Μάνερχαϊμ» κ.ά.) φουσκώνοντας έτσι και το φάκελό του… στην Ασφάλεια. Όπως επίσης φέρνοντας και τις ουγγαρέζικες ταινίες του Πολ Γιαβόρ και της Ζίτα Σελέτσκι, που αποτελούσαν μια όαση στη γερμανική και ιταλική μονοφαγία της κατοχής. Συγχρόνως ήταν και ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη μεταγλώττιση ξένων ταινιών, έχοντας κάνει αρκετές και με επιτυχία στην «ελληνική ομιλούσα», όπως επίσης ήταν αυτός που εγκαινίασε τον υποτιτλισμό των ξένων ταινιών, επάνω στην εικόνα, με μηχανήματα δικής του εφαρμογής, καταργώντας έτσι την αγριοφωνάρα του εξώστη με το «γράμματα χασάπη», αφού τώρα τα γράμματα έπεφταν στην ώρα τους! Αλλά εκεί που ο Κώστας Λαζαρίδης διατήρησε μέχρι τα τελευταία του τον τίτλο του «Δασκάλου», παίζοντας στα δάχτυλα 5 ξένες γλώσσες, ήταν οι υποδειγματικές μεταφραστικές προσαρμογές σε περισσότερες από 2.500 ταινίες. Την τελευταία του ημέρα, που μια ανακοπή της καρδιάς τον σταμάτησε στην πόρτα του σπιτιού του βγαίνοντας για να πάει στην προβολή μιας ταινίας για την προσαρμογή της μετάφρασής του, τα χειρόγραφα που βρέθηκαν στην τσάντα του ήταν της ταινίας «Πατέρα αφέντη» των αδελφών Ταβιάνι. Να προσθέσω ακόμα ότι ο Κώστας Λαζαρίδης, αντί να ακολουθήσει σαν «λογικός άνθρωπος» τη δουλειά του παππού μου, που ήταν από τους μεγαλύτερους πουκαμισάδες της εποχής του, προτίμησε να τα ξεπουλήσει όλα και να ασχοληθεί με την περιπέτεια του κινηματογράφου. Μπορεί, βέβαια, να μη μου άφησε τίποτα για κληρονομιά, όπως έγινε και με τους περισσότερους που ασχολήθηκαν με τον κινηματογράφο, την αγάπη του όμως που κληρονόμησα για τον κινηματογράφο και το ότι πέρασα τα παιδικά μου χρόνια μυρίζοντας καμφορά και σελιλόιντ στις αποθήκες των ταινιών και λιθογραφικό μελάνι από τις αφίσες του διαφημιστικού υλικού ή κάνοντάς του συντροφιά, σπόρος τότε εγώ, καθισμένος δίπλα του, όταν πολλές φορές του έκανε κέφι, με το παλιό σύστημα, να ρίχνει τίτλους από την καμπίνα κάποιου δικού του κινηματογράφου, το μετράω παραπάνω από το αν είχα στην ντουλάπα μου ολόκληρες δωδεκάδες από πανάκριβα πουκάμισα. «Τη ζωή μάθε να τη διαλέγεις εσύ, μην την αφήνεις να σε διαλέγει εκείνη», έλεγε συχνά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ