Δεν υπάρχει Ζωζώ σήμερα…

// Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι φέτος το χειμώνα θα ανεβούν στο θέατρο πάνω από πέντε επιθεωρήσεις και εσείς θα απουσιάζετε; Πόσο μάλλον όταν πέρσι ανεβήκατε στο Ηρώδειο με τον Σταμάτη Κραουνάκη και το Ωδείο σείστηκε από το χειροκρότημα;
«Εγώ στη ζωή μου δεν είχα μάνατζερ. Μάνατζερ είχα τη μάνα μου. Τώρα ζούμε στο καιρό των μάνατζερ και εγώ είμαι έξω από αυτό το παιχνίδι. Όταν πριν από λίγα χρόνια το Εθνικό Θέατρο ανέβασε την παράσταση “Βίρα τις άγκυρες”, καθόμουν δίπλα στον αξέχαστο Νίκο Κούρκουλο. Η Τάνια Τρύπη υποδυόταν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη. “Καλή δεν είναι;”, με ρωτά ο Νίκος. Και του απαντάω “πολύ καλή, αλλά γιατί να μην ήμουν εγώ εκεί πάνω;”. Μου λέει: “Έχεις δίκιο, δεν το είχα σκεφτεί ότι θα ήθελες”… Λοιπόν, μπορεί κάποιοι να νομίζουν ότι η Ζωζώ είναι απρόσιτη, ζει με το μύθο της, αποσύρθηκε στην Κινέτα, εγώ όμως δηλώνω παρούσα. Κάναμε μια εκπομπή με τον Σταμάτη Κραουνάκη φέτος για την ΕΡΤ και με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: “Ζωζώ, ξεσκίσαμε στα νούμερα”… Χορεύω, τραγουδάω όπως και πριν γιατί κάνω υγιεινή ζωή, άρα γιατί να μην μπορώ και να μη θέλω να βγω στη σκηνή;».
// Πόσα χρόνια είστε στο θέατρο, κ. Σαπουντζάκη;
«Αμέτρητα. Από τότε που γεννήθηκα. Κοίτα, ο άνθρωπος γεννιέται για να γίνει κάτι. Δεν έζησα παιδικά χρόνια, ούτε εφηβεία, ούτε φλέρταρα, ούτε φιλάκια σε πάρκα. Εγώ έζησα με κιθάρα, ακορντεόν και θέατρο. Ένα παιδί που πήγαινε καθυστερημένο στο σχολείο λόγω του ότι ξενυχτούσε και πήγαινε για ύπνο στις δύο το βράδυ. Ο πατέρας μου ήταν η αιτία που έμπλεξα με το θέατρο. Ήταν μορφωμένος άνθρωπος, από την Κωνσταντινούπολη, η μάνα μου δεν ήξερε από αυτά. Με την αδερφή μου ήμαστε τα Σαπουντζάκια στη Θεσσαλονίκη, τα παιδάκια-θαύματα, που τους έγραφαν νουμεράκια και έδιναν ρεσιτάλ και ο κόσμος έκανε ουρά».
// Τι είναι το θέατρο για εσάς;
«Τα πάντα. Από το θέατρο δεν με κουνούσε κανείς. Η μάνα μου ήθελε να με παντρέψει από μικρή, γιατί έλεγαν τότε ότι οι θεατρίνες πεθαίνουν στην ψάθα. Με πάντρεψε μ’ ένα γιατρό 25 χρόνια μεγαλύτερό μου, εγώ τότε 18. Τρεις μήνες κράτησε ο γάμος. Δεν ήταν θέμα ηλικίας. Εγώ τον παντρεύτηκα γιατί το ήθελε η μάνα μου, αλλά αυτός ζήλευε την αγάπη μου για το θέατρο… Θυμάμαι τον Νίκο Σταυρίδη να λέει στο γιατρό όταν αυτός του είπε “όχι, όχι, η Ζωζώ δεν θα ξαναπαίξει στο θέατρο”. “Μωρέ, άει πάγαινε από εδώ, αυτή θα πεθάνει στο θέατρο…”. Στις επιθεωρήσεις έπαιζα πάντα τη σουμπρέτα. Γιατί είχα το ταμπεραμέντο, παρά το μικρό της ηλικίας. Έκανα τη μεθυσμένη, την κοκότα… Το έκανα γιατί το είχα μέσα μου. Ήμουν σόουγουμαν χωρίς να το ήξερα».
// Άρα το ταλέντο είναι πηγαίο;
«Εγώ δεν πήγα σε σχολή υποκριτικής. Και όλοι αυτοί οι μεγάλοι δεν πήγαιναν σε σχολές. Σχολή ξέρεις ποια ήταν; Η σκηνή! Η επιθεώρηση. Κάθε εβδομάδα έκανα διαφορετικό ρόλο. Όχι σαν τώρα… Έπαιρνα άδεια από το σχολείο και ήμουν πρώτη στην πρόβα. Η Βάσω, η αδερφή μου, τα παράτησε, αλλά εμένα ο Αντώνης Ζερβός με έφερε στον Πειραιά, στο “Παλλάς”. Θρίαμβος τότε. Στο “Παλλάς” μου έφερναν συνέχεια δώρα. Γυναίκες και άνδρες. Εγώ από τους φτωχούς τα έπαιρνα τα δώρα. Το έκαναν για να με ευχαριστήσουν, για τη διασκέδαση που τους πρόσφερα. Από τους πλούσιους όχι…».
// Γιατί όχι από τους πλούσιους;
«Γιατί όπου πλούσιος και χαλασμένος! Βρόμικος!Τους φοβόμουν τους πλούσιους. Όλα αυτά όμως οφείλονται στην οικογένειά μου».
// Γιατί το λέτε αυτό;
«Πιστεύω ότι τα παιδικά χρόνια σημαδεύουν τη ζωή σου. Για δείτε τα παιδιά σήμερα. Παιδιά που μεγάλωσαν με αδιαφορία και με αντάλλαγμα το χρήμα είναι παιδιά γεμάτα μαράζι, τραυματισμένα, δεν μπορούν να δώσουν αγάπη γιατί δεν πήραν αγάπη. Ενώ εγώ είχα έναν πατέρα που με έβαζε στα πόδια του και μου τραγουδούσε “Γυρεύω την Τιτίνα, αχ, Τιτίνα, αλλά δεν τη βρίσκω πια”. Και μου έλεγε μωρό μου και ματς με ρούφαγε στα φιλιά. Πώς όλο αυτό που μου έδωσε ο πατέρας μου να μην το δώσω μετά στον κόσμο; Ήμουν δέκα χρόνων και η Βάσω 14 και τραγουδούσαμε ‘”Φρίγκο, Φρίγκο ράι, ράι” και έλεγε ο θιασάρχης στον πατέρα μου “Φρίγκο, Φρίγκο τα Σαπουντζάκια πεντέμισι χιλιάρικα τη βραδιά”. Γελούσε ο πατέρας μου με την καρδιά του, αν και ήθελε να γίνουμε θεατρίνες του σοβαρού θεάτρου».
// Ξεσηκώνατε και τον Ωνάση και τον Νιάρχο;
«Ναι, και τον Μπενάκη. Όταν πήγα στην Αμερική, που πήγα για πλάκα, πέτυχα στην οντισιόν, είχα ατζέντη τον ατζέντη του Φρανκ Σινάτρα, γιατί το είδος μου πούλαγε τρελά. Οι Αμερικανίδες τρελαίνονταν με τα παπούτσια μου. Κίτρινο φουστάνι, κίτρινο παπούτσι, φούξια φούστα, φούξια γόβα. Χάζευαν τα πόδια μου. Να είναι καλά τα παπούτσια του Σεβαστάκη. Έκλεισα μεγάλα συμβόλαια… Ο Κοκότσης, μεγάλος ζωγράφος που ζούσε στην Αμερική, γεροντάκι, τρελάθηκε. Ήρθε, με είδε και μου έκανε το πορτρέτο μου. Μου λέει: “Θέλω να σε ζωγραφίσω έτσι όπως είσαι στη σκηνή, Τσιγγάνα. Τραγουδούσα την Τσιγγάνα του Μουζάκη”. Και από την Αμερική έφυγα πάλι για την πλάκα μου. Ο Σκούρας με ήθελε για δουλειά στην Αμερική, αλλά ο νέος άνθρωπος… Εγώ ήθελα να φάω το ψαράκι μου στην Ελλάδα. Ο Λαναράς με τα υφάσματα μου λέει: “Ζωζώ, θέλω να έρθεις τρεις μέρες να τραγουδήσεις στο Βελιγράδι”. Λέω “τι να κάνω;”. Εγώ τραγουδούσα στην Πλατεία Αμερικής στην “Πεταλούδα” με τον Μουζάκη, την Μπέμπα Μπλανς, την Καραγιάννη, την Τζένη Βάνου… Πήγα όμως και τραγούδησα το “Μπριτζίτ ντε Μπαρντό” με ολόσωμο άσπρο μαγιό, με άσπρα μαντίλια και όπως φυσούσε ο αέρας και ήμουν μαυρισμένη εφτά χιλιάδες κόσμος φώναζε: “Μπράβο Ζώγια”. Το είδος μου περνούσε πολύ έξω».
// Καταλάβατε ποτέ πόσο θελκτική γυναίκα ήσασταν;
«Δεν κατάλαβα ποτέ τίποτα για τον εαυτό μου. Στη Νέα Υόρκη με είχαν σαν τη Μονρόε. The Greek dancer. Η αδερφή μου είπε κάποτε “δεν κατάλαβες ποτέ την αξία σου και δεν κατάλαβες ποτέ τι λεφτά έβγαλες”. Πώς να το καταλάβω, αφού τα πετούσα; Τα ξόδευα στην γκαρνταρόμπα μου, ουσιαστικά και πάλι στο θέατρο. Όλα στα καπέλα, στα στράπλες φορέματα, δαντελωτές φούστες. Ποτέ δεν ήμουν δεύτερη. Πάντα φίνα. Το απόγευμα δούλευα καθημερινά στο θέατρο και μετά καπάκι στα μπουζούκια. Μια στο “Κάστρο”, μια στην “Κομπαρσίτα”. Ντουμπλάζ. Θυμάμαι τη μάνα μου να βγάζει τον ιδρώτα από τον σβέρκο με οινόπνευμα. Πολλή δουλειά για να πετύχω και να έχω χρήματα για να ράβω τρία φορέματα την ημέρα. Γι’ αυτό νευριάζω σήμερα για τους νέους που τα έχουν όλα και όλα τους φταίνε. Ο νέος που θα δουλέψει σκληρά θα πάει μπροστά. Τίποτα δεν χαρίζεται στη ζωή. Δεν ξεσήκωσα καμία σταρ, δεν αντέγραψα καμία. Είχα φαντασία και όρεξη για δουλειά».
// Υπάρχει Ζωζώ σήμερα;
«Όχι. Όπως και δεν υπάρχει Αλίκη, Τζένη, Φωτόπουλος, Αυλωνίτης, Βλαχοπούλου. Αλλά αν με έβαζες δίπλα στη Βίσση, στη Βανδή για τρία τέταρτα, ξέρω ότι μπορώ να σου χορέψω με άνεση γιατί είμαι καλά. Είμαι σίγουρη για τον εαυτό μου. Το απέδειξα στο Ηρώδειο. Στην αρχή μούδιασα, αλλά μόλις άκουσα το “είσαι θεά” αμολήθηκα. Η επιθεώρηση είναι η ζωή μου και είμαι η μόνη που έχω απομείνει από τους παλιούς σ’ αυτό το είδος. Ο Μπέζος, ο Φιλιππίδης, ο Χαϊκάλης, ο Φασουλής είναι ταλαντούχοι. Αλλά ένα πράγμα θα σημειώσω: Ότι ο Γκιωνάκης, ο Χατζηχρήστος, ο Αυλωνίτης, ο Σταυρίδης, η Ρένα Ντορ, η Καλουτά δούλευαν όλοι μαζί. Έξι ονόματα, όλα πρώτα, μαζί. Τώρα δεν ξέρουν το μαζί. Εγώ ήμουν η πιο μικρή στο θίασο και αν έκανα κάτι λάθος την έτρωγα με μια βίτσα. Αλλά όλο αυτό μου έκανε καλό, γιατί έμαθα να σέβομαι τον μεγαλύτερο. Να μην είμαι ψώνιο. Έβγαζα χρήματα από μικρή και αγόραζα χαλιά για να κάνω την προίκα μου. Δεν υπήρξα νεόπλουτη. Έβγαζα 2.000 τη βραδιά αλλά πλήρωνα τότε ενοίκιο 4.000 δραχμές στο Μουσείο. Έζησα ωραία, αλλά τα πλήρωνα από μόνη μου. Αφού τα έβγαζα από μόνη μου και τα μπιζού και τα στολίδια, γιατί να πουληθώ στον κάθε πλούσιο; Υπήρχε μια εποχή που γύριζα την ταινία “Το θύμα”, μετά θέατρο και ήθελαν από το κέντρο “Βράχος” να δουλέψω μαζί τους. Μου λένε “έλα, Ζωζώ”. Τους λέω “δεν έχω ανάγκη”. “Έλα, μου λένε, και όταν βάλεις κάτω από το μαξιλάρι σου πέντε χιλιάρικα κάθε βράδυ θα ζεσταθείς και θα ξεκουραστείς”». Έβγαζα λεφτά και είχα μια λεβεντιά πάνω μου».
// Είχατε άγχος με την εμφάνισή σας;
«Όχι. Γιατί δεν κάπνιζα, δεν έπινα, έτρωγα υγιεινά και έκανα μπάνιο και τον χειμώνα. Και τώρα νιώθω νέα. Δεν κάνω τη νέα. Άλλες είναι σαράντα και νιώθουν γριές, αλλά εγώ πετάω. Εγώ έφτιαξα αυτό το εξοχικό και το χάρηκα».
// Πού πήγαν οι άνδρες σήμερα, κ. Σαπουντζάκη;
«Ατυχία μεγάλη για τις κοπελιές σήμερα. Οι άνδρες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο. Εμείς ζήσαμε το φλερτ, τον άνδρα που μας χόρευε όλο το πρωί στην “Αθηναία” “τσικ του τσικ” και δεν είχαμε τίποτα. Και την άλλη μέρα μου έστελναν λουλούδια. Εγώ ήμουν δύσκολη. Αν δεν ήμουν ερωτευμένη, αν δεν τον ήθελα, δεν προχωρούσα σε σχέση. Ο πατέρας μου έκλεψε τη μάνα μου 14 χρόνων στη Θεσσαλονίκη και δούλευε σαν σκυλί. Δεν μας έλειψε τίποτα. Αυτό είναι πρότυπο άνδρα. Οι σημερινές μάνες έκαναν αγόρια κακομαθημένα, που δεν ξέρουν τι θα πει ευθύνη. Άνδρες στα μπαρ μόνοι τους. Τρέχουν σαν ρομπότ κουρδισμένοι, γιατί; Γιατί αφού στο τέλος τίποτα. Να βρω φίλο μέσω του κομπιούτερ; Πες μου στον Θεό σου αν δεν δεις τον άλλο τι καπνό φουμάρει, θα βγεις με τον άγνωστο ραντεβού; Τον βλέπεις από τη φωτογραφία και αν δεν κάνει ο άνθρωπος, πού το ξέρεις; Κι αυτό που σας έλεγα με τα μπαρ. Είναι διασκέδαση αυτή ή τρελάδικο; Στριμωγμένες καρέκλες, ο ένας πάνω στον άλλο, απολαμβάνεις τη Μαρινέλλα, τον Πάριο, αλλά δεν διασκεδάζεις. Το μαγαζί, όταν έβγαινα στις πίστες, ήταν τίγκα αλλά ήμασταν μια παρέα».
// Όλα αυτά τα έχετε γράψει σε βιβλίο;
«Ναι, πρόσφατα από τις εκδόσεις “Λιβάνη” και έχει κυκλοφορήσει και φωτογραφικό άλμπουμ “Μια ζωή Ζωζώ”, του Δελαπόρτα. Υπάρχει και μια πρόταση για να γυριστεί η ζωή μου σε τηλεοπτική σειρά, αλλά στο τέλος θέλω να παίξω εγώ. Ελπίζω αυτήν τη σειρά να τη δω όσο ζω. Γιατί στην Ελλάδα τα κάνουν όλα μετά θάνατον. Μόνο εδώ στην Κινέτα με λατρεύουν και το δείχνουν, γιατί έχω κάνει πολλά για τον τόπο τους».
// Με την πολιτική δεν ασχοληθήκατε;
«Δεν κάνω εγώ για την πολιτική. Είμαι ειλικρινής. Αλλά από έναν άνθρωπο που του δόθηκε η ευκαιρία από τους Έλληνες και δεν έκανε τίποτα, μ’ αυτόν έχω στενοχωρηθεί και έχω απογοητευθεί. Εγώ θέλω να δω ξανά το χαμόγελο στα χείλη των Ελλήνων. Θα γίνει αυτή η αλλαγή;».
// Το πιο ωραίο κομπλιμέντο που έχετε ακούσει;
«Ότι με γνωρίζουν από μακριά στο δρόμο, ότι είμαι η Ζωζώ. Γιατί μερικές δεν τις αναγνωρίζουν. Με ρωτάνε γιατί δεν εμφανίζομαι, μετά το Ηρώδειο ειδικά. Ναι, θέλω να δουλέψω, αλλά δεν είναι εύκολο, όταν κουβαλάς μια ιστορία, να γίνεσαι μαϊντανός στην τηλεόραση. Καθημερινά δεν μπορώ να βγαίνω στην τηλεόραση. Άλλωστε, δεν μου αρέσει η τηλεόραση. Εμείς κάναμε δημόσιες σχέσεις στα ουζερί του Απότσου και του Ορφανίδη. Από στόμα σε στόμα η ζωντανή διαφήμιση. Ό,τι έγινε, έγινε με εμάς. Ό,τι γράφτηκε, γράφτηκε, ό,τι έμεινε, έμεινε».
// Θέλετε ένα σύντροφο στη ζωή σας;
«Μακάρι. Το αφήνω στον Θεό. Το χρειάζομαι και μου αξίζει, αλλά δεν ήμουν τυχερή στα προσωπικά μου. Στα επαγγελματικά μου, ναι. Η γυναίκα δεν ζει μόνη της και ας έχει σπίτια και χρήματα. Τώρα έχω μια ξένη οικιακή βοηθό και με βοηθάει. Θα μου πεις γιατί δεν έχω Ελληνίδα. Γιατί η Ελληνίδα δεν σφουγγαρίζει πια, ούτε ο Έλληνας φτιάχνει κήπους. Γι’ αυτό γεμίσαμε μετανάστες. Και μας πειράζει όταν τους βλέπουμε να προοδεύουν. Αφού δουλεύουν σαν σκυλιά και οι δικοί μας τεμπελιάζουν; Στην Αμερική οι Έλληνες έπλεναν πιάτα, τι έγινε τώρα; Φέρτε μου μια Ελληνίδα και την παίρνω τώρα. Μια Ελληνίδα προσέλαβα μια φορά και με ρώτησε τι ώρα θα ξυπνάει γιατί θέλει να κάνει τη γυμναστική της. Ήμουν άτυχη γιατί έχασα το παιδί που περίμενα από τον Ανδρέα. Δούλευα και έπαθα παλίνδρομο. Μου κακοφάνηκε πολύ. Αλλά μεγάλωσα τα ανίψια μου και δεν μου έλειψαν τα παιδιά. Και πάλι όμως σκέφτομαι και να είχα ένα παιδί θα είχε πάρει το δρόμο του και πάλι μόνη θα ήμουν. Στη ζωή όλα είναι γραμμένα, αλλά πρέπει να κουνάμε κα τα χέρια μας. Έχει ένα τραγούδι ο Κατσαρός που λέει: “Έχει ο Θεός και θα φανεί μια άσπρη μέρα, μέρα γαλανή, μέρα γιορτινή, υπομονή”. Μόνο υγεία να έχω…».


Σχολιάστε εδώ