Το πολιτικό «κοκτέιλ» της κρίσης στο Ταμείο Πρόνοιας

Η περίπτωση του Ταμείου Πρόνοιας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς οι ασκούμενες πολιτικές στο Ασφαλιστικό αυξάνουν αντί να λύνουν τα προβλήματα.

Το εφάπαξ των δημοσίων υπαλλήλων είναι ανταποδοτική παροχή των εισφορών που καταβάλλουν στον εργάσιμο βίο.

Η ένταξη όμως κατηγοριών και ομάδων και η επιδίκαση υψηλότερης παροχής με δικαστικές αποφάσεις και «όχημα» τις επιλογές ή τις ευλογίες των κυβερνήσεων είχαν και έχουν αποτέλεσμα την απώλεια 1,3 δισ. ευρώ από το αποθεματικό κεφάλαιο του ταμείου.

Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι χωρίς αυτήν την αφαίμαξη οι 15.000 συνταξιούχοι, που αναμένουν 15 και πλέον μήνες τη χορήγηση του εφάπαξ, για το οποίο απαιτούνται 600 εκατομμύρια, δεν θα αντιμετώπιζαν αδιέξοδο και το ταμείο θα ήταν σχετικά εύρωστο.

Παράλληλα και ταυτόχρονα η συνέχιση και η επέκταση της πολιτικής των χαμηλών βασικών μισθών, στη βάση των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές, η διάσπαση και οι ταχύτητες εργασιακών σχέσεων -ακόμη και ανασφάλιστης εργασίας στο Δημόσιο- σε πάνω από 80.000 εργαζομένους (συμβασιούχους παντός είδους) που δεν ασφαλίζονται στα ταμεία των δημοσίων υπαλλήλων υπονομεύουν συστηματικά και μόνιμα τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος του Δημοσίου.

Εάν εδώ υπολογιστεί το κόστος που προέκυψε και από τα δύο κύματα μαζικής φυγής από την πολιτική κατεύθυνση, πρακτική, των ασφαλιστικών «μεταρρυθμίσεων» -Το πρώτο με το γνωστό ως «σχέδιο Γιαννίτση», όπου σημειώθηκε αύξηση 55% των αιτήσεων συνταξιοδότησης, και το δεύτερο με το νομοσχέδιο της παρούσας κυβέρνησης, που οδήγησε σε αύξηση των αιτήσεων κατά 110%- αποδεικνύεται η πολυμορφία των πολιτικών που παράγουν περισσότερα προβλήματα και είναι αντιφατικές και αποκλίνουσες στην πράξη, στην ουσία, από τις διακηρύξεις, τις ευχές και το αποτέλεσμα.

Η επανάληψη αντίστοιχων λαθών, αστάθμητων, πρόχειρων, συγκυριακών επιλογών στην αντιμετώπιση της απαράδεκτης απόφασης του ΔΕΚ για τα όρια συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών (δεδομένου ότι ακυρώνει τον κοινωνικό χαρακτήρα της ασφάλισης), με τις εικαζόμενες (από διαρροές) ρυθμίσεις αυξομειώσεων, μπορεί να οδηγήσει σε ένα τρίτο κύμα, με κάποιες δεκάδες χιλιάδες γυναίκες να αποχωρούν (έχουν κατοχυρώσει δικαίωμα, δεν το ασκούν, αλλά στον κίνδυνο της κατάργησης θα κάνουν χρήση), με αποτέλεσμα ένα πολλαπλό δημοσιονομικό κόστος και πορεία του ταμείου από την κατάρρευση στην πλήρη αποσύνθεση.

Είναι εμφανές ότι η λύση είναι στην αναστροφή των πολιτικών που συνθέτουν ένα είδος «κοκτέιλ» κρίσης και στη βαθμιαία απόδοση των οφειλόμενων πόρων στο ταμείο.

Η υπέρβαση της κρίσης στο ταμείο, όπως και ευρύτερα, είναι εφικτή, αρκεί να δράσουμε γρήγορα, με ένταση, λογική, ορθότητα και, πρώτα απ’ όλα, με στρατηγική, νέο προσανατολισμό, υπευθυνότητα και πίστη στις κοινωνικές αξίες.


Σχολιάστε εδώ