Μια φορά και έναν καιρό

Σε μια θέση δίπλα σε παράθυρο καθόταν ένας σοβαρός και αξιοπρεπής κατά τα άλλα κύριος, με κολλημένη τη μύτη στο τζάμι, που μελέταγε την αρχιτεκτονική των κτιρίων, αδιαφορώντας παντελώς για όσα ταπεινά συνέβαιναν εντός του οχήματος. Κάποτε έφτασε και σʼ αυτόν ο φίλεργος ελεγκτής και του εζήτησε ευγενικά το εισιτήριό του, πλην όμως, είτε επειδή ήταν ολίγον βαρήκοος, είτε διότι ήτο συνεπαρμένος με το θέαμα που παρακολουθούσε και επʼ ουδενί ήθελε να χάσει, αδιαφόρησε. Επίμονος ο άλλος επανέλαβε το αίτημα, οπότε ο σοβαρός και αξιοπρεπής κύριος, ωσάν να ξύπνησε από βαθύ λήθαργο, και επιδεικτικά χολωμένος που του διέκοψε τις μελέτες, έδειξε πως ξαφνιάζεται και άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του.

Όρθιος πλάι του, με Ιώβειο υπομονή περίμενε ο ελεγκτής την έρευνα των θυλακίων, πλην όμως, φευ, εισιτήριο δεν ανευρίσκετο, γεγονός που με οδύνη ανέφερε ο αξιοπρεπής κύριος λέγοντας πως προφανώς το έχασε… Ο ελεγκτής σαν πολιτισμένος άνθρωπος επέδειξε τη δέουσα κατανόηση και απάντησε «δεν πειράζει», και με το πηγαίο χιούμορ που διέθετε, συμπλήρωσε πως με τα 60 ευρώ πρόστιμο που θα πληρώσει, δεν πρόκειται να το ματαχάσει έστω κι αν ζήσει δυο ζωές… Και βγάζοντας το μπλοκάκι, ζήτησε τα στοιχεία του για να του συμπληρώσει το… βιογραφικό.

Έξαλλος έγινε ο ελεγχόμενος, που πλην του εισιτηρίου έχασε και την ψυχραιμία του και άρχισε να φωνάζει πως είναι αναιδής και πως θα τον καταγγείλει επειδή… παραβιάζει ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα. Ατάραχος ο ελεγκτής συνέχισε να συντάσσει την απανταχούσα με μεγαλύτερη ηδονή και από τον Βοκκάκιο συγγράφοντα το «Δεκαήμερό του». Δεν «το έβαζε κάτω» όμως ο… χασούρας και άρχισε να διαμαρτύρεται εντόνως, επειδή με την ανάρμοστη συμπεριφορά του τον έκανε ρεζίλι και χαχανίζουν μαζί του οι επιβάτες. Ο φιλοπαίγμων ελεγκτής τού αποκρίθηκε ότι στην τιμή εισιτηρίου, πλην της μεταφοράς, περιλαμβάνονται και παρόμοια θεάματα, και ευγενέστατα του επέδωσε το «μπουγιουρντί» και απεχώρησε αγέρωχος ψιθυρίζοντας «πάμε γιʼ άλλα»…

Ενώ το λεωφορείο συνέχιζε την πορεία του, ο διασυρθείς αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί στους συνεπιβάτες του, που ήδη είχαν χωρισθεί σε δύο στρατόπεδα, άλλοι με το μέρος του κακίζοντας τους αγροίκους υπαλλήλους με τη χυδαία συμπεριφορά, και άλλοι υπεραμυνόμενοι εκείνων που κάνουν το καθήκον τους… Τότε βρήκε την ευκαιρία και παρενέβη ένας κύριος σεβαστής ηλικίας, αρχίζοντας «διάλεξη» για το «Τις πταίει;» με τα παρατράγουδα στις συγκοινωνίες και τι συνέβαινε επί των ημερών του, τις οποίες επικαλέστηκε σαν παράδειγμα στην… αγόρευσή του:

– Στις μέρες μας, άρχισε ατενίζοντας την οροφή του αυτοκινήτου λες και καθρεφτιζόταν εκεί το παρελθόν, τα λεωφορεία δεν ήταν ξεμάντρωτα, μπείτε σκύλοι αλέστε… Ίσως ήταν μικρά για τα σημερινά μας μέτρα, άντε αν θέλετε και ελαφρώς σαραβαλιασμένα, και για να σας κάνω το χατίρι ήσαν και βρώμικα. Διέθεταν όμως, εκτός από τον απαραίτητο οδηγό, τον πιο απαραίτητο εισπράκτορα, που ουσιαστικά διαφέντευε το λεωφορείο. Απʼ αυτόν έπρεπε να ζητήσεις να κάνει στάση, κι αυτός έδινε την εντολή για αναχώρηση στον σοφέρ μʼ ένα κοφτό «Φύγαμε». Αυτός διέτασσε τους εισερχόμενους να «προχωρήσουν στον διάδρομο», γιατί όπως πάντα, μπορεί να δίναν «κλοτσοπατινάδα» για να μπουν, μόλις όμως βρίσκονταν μέσα μουλάρωναν και δεν κουνούσαν ρούπι από την πόρτα. Αλλά το κυριότερο, πέραν από το γενικό κουμάντο έπρεπε να εισπράττει το εισιτήριο, το οποίο δεν είχε ενιαία τιμή όπως τώρα για ολόκληρη τη διαδρομή, αλλά ποίκιλλε ανάλογα με την απόσταση. Και μπορεί να φαίνεται αστείο σήμερα το μία και τριάντα, ή το δύο δραχμές, αλλά πολλοί ήσαν εκείνοι που αποβιβάζονταν μια στάση πριν το σπίτι τους για να κάνουν οικονομία, με κέρδος τη διαφορά, λίγες δεκάρες δηλαδή. Είχε μια τσάντα κρεμασμένη ο εισπράκτορας από τον λαιμό του διαγωνίως, που ήταν το «ταμείο» του, το… λογιστήριό του, και η αποθήκη όπου φύλαγε τα μπλοκ εισιτηρίων που του χρέωναν. Εκεί αποταμίευε τις εισπράξεις δίνοντας και ρέστα, διότι ελάχιστοι κατέβαλαν το «ακριβές αντίτιμο», και είχε επιπλέον τα μάτια του «δεκατέσσερα» μην του διαφύγει κανείς χωρίς να πληρώσει, διότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος και αυτός θα εύρισκε τον μπελά του αν ερχόταν ο έλεγχος. Έπρεπε ταυτόχρονα να είναι και λογιστής, γιατί σε κάθε δρομολόγιο και σε κάθε αλλαγή τιμής, κατέγραφε σʼ ένα φύλλο ελέγχου τα εισιτήρια που έκοψε. Έμπαινε ο ελεγκτής, καλή ώρα, σοβαρός, μουρτζούφλης και αμίλητος, με δυο ασημιά σιρίτια στο πηλήκιο που υπογράμμιζαν τη βαθμολογική του ανωτερότητα, και αφού τσεκάριζε τη «φυλλάδα», συνέχιζε με τους επιβάτες. Αλίμονο αν του διέφευγε κοπανατζής. Μια φορά, κάποια «Μαμζέλ Μαρί» ανύπανδρη, ετών εβδομήντα, φέρουσα αιωνόβιο καπελάκι με βέλο και φορτωμένη χαϊμαλιά, είδε στο σινεμά ένα έργο για τη Μάτα Χάρι, και αμέσως της «καρφώθηκε» πως «ήταν γεννημένη ντετέκτιβ» κιʼ αποζητούσε ευκαιρία να τʼ αποδείξει…

Έτσι κάποτε, επιβαίνουσα λεωφορείου, όταν στην ερώτηση «Ποιος δεν πήρε εισιτήριο;» που επανελήφθη δις, κανένας δεν απάντησε, πετάχτηκε από τις πίσω θέσεις όπου καθόταν και φώναξε δείχνοντας με το δάχτυλο:

– Κύριε εισπράκτωρ, κύριε εισπράκτωρ! Εισιτήριο δεν έκοψε εκείνος εκεί μπροστά με τη ριγέ γραβάτα…

Το τι επακολούθησε είναι περιττό να ειπωθεί. Παρόμοια πραγματικά περιστατικά συνέβαιναν καθημερινά στα μέσα μαζικής μεταφοράς, όπως με μια ευτραφή κυρά με κότσο και ομπρελίνο, που άρχισε να περιλούζει τον οδηγό επειδή βιάστηκε να ξεκινήσει και παραλίγο να γκρεμοτσακιστεί. Έλεγε, έλεγε, τον καταριόταν, τον έβριζε και σταμάτημα η γλώσσα της δεν είχε. Οπότε ο οδηγός που αγανάκτησε, χωρίς να διακόψει την οδήγηση, γύρισε και τη ρώτησε ευγενικά:

– Δεν μου λες, κυρά μου, έχεις κόρη να σε κάνω πεθερά;

Τα λεωφορεία, ένα μωσαϊκό από διάφορες μάρκες, ήταν ιδιωτικά, χρώματος γκρι παλαιότερα, και συχνά τα οδηγούσαν οι ιδιοκτήτες τους, που τους θεωρούσαν… «εφοπλιστές της στεριάς». Το προσωπικό που τα επάνδρωνε δεν ανήκε στους γαλαζοαίματους. «Σοφεράντζες» αποκαλούσαν υποτιμητικά τους οδηγούς, τους δε εισπράκτορες… «εισπρακτοράκια». Μερικοί από δαύτους είχανε «μόρτικο» παρουσιαστικό, όσο για το λεξιλόγιό τους δεν ήταν το ενδεδειγμένο να χρησιμοποιηθεί από κυρίες που δεν είχαν πάρε-δώσε με το Τμήμα Ηθών… Στην αντίπερα όχθη, ήταν η ανταγωνιστική εγγλέζικη ΗΕΜ, περισσότερο γνωστή σαν «Πάουερ». Αυτή εκάλυπτε την πρωτεύουσα με πυκνό δίκτυο τροχιοδρόμων και σε ορισμένες γραμμές τη συγκοινωνία εκτελούσαν και τα μεγάλα κίτρινα λεωφορεία της, με το τιμόνι δεξιά και απομονωμένο τον οδηγό από το υπόλοιπο όχημα. Ήταν ευρύχωρα, φωτεινά, με αναπαυτικά καθίσματα… Κουμπιά υπήρχαν επί της οροφής για τη «στάση», που έγραφαν περιμετρικά «Πιέσατε άπαξ».

Με τους Εγγλέζους της Πάουερ επικρατούσε μια μορφή στρατοκρατίας. Τα αυτοκίνητα έπρεπε να είναι μέσα-έξω καθαρά, χωρίς γρατζουνιές και… τραύματα, και οι εργαζόμενοι όφειλαν να είναι πάντα ξυρισμένοι, καθαροί, με σιδερωμένες τις στολές τους. Όλοι ανεξαιρέτως φορούσαν χακί στολή με λευκό πηλήκιο, είτε τραμβαγέρηδες ήτανε είτε… λεωφορειούχοι, και φάνταζαν από μακριά σαν… στρατηγοί εν ενεργεία. Όταν μάλιστα Φρούραρχος Αθηνών τοποθετήθηκε υποστράτηγος φημισμένος για την αυστηρότητά του, που έριχνε βροχή τις «καμπάνες» σε όσους «δεν απένειμαν τον κεκανονισμένον χαιρετισμόν» στους ανωτέρους τους, ένα βράδυ στο ημίφως, στάθηκε ο υποφαινόμενος «προσοχή» και χαιρέτισε διερχόμενο τραμβαγέρη που κοίταζε απορημένος για «την απόδοση στρατιωτικών τιμών». Εξυπακούεται πως του ζητήθηκε συγγνώμη γιʼ αυτήν τη λόγω σκότους παρεξήγηση…

Πήρε βαθιά ανάσα ο ηλικιωμένος κύριος και ξερόβηξε για να συνεχίσει τις συγκοινωνιακές του αναπολήσεις. Αλλά ο βάρβαρος οδηγός τον προσγείωσε ανώμαλα:

– Τι τσαμπουνάς, ρε μπάρμπα; Φτάσαμε τέρμα και το λεωφορείο άδειασε. Άντε στη μαμάκα σου, άντε μπράβο…


Σχολιάστε εδώ