ΨΕΚΑΣΤΕ… ΣΚΟΥΠΙΣΤΕ… ΤΕΛΕΙΩΣΑΤΕ…

Ίσως να είναι και εντελώς περιττή ακόμα και μια βιαστική ματιά στα πολλά και τα τόσα ενός ακόμα πολυθεατρικού και πολυτραγούδιστου Αυγούστου, πιστού στις καθιερωμένες του αποδράσεις από το συσσωρευμένο άγχος των έντεκα ομοίων του, με μια πάνδημη καλλιτεχνική πολυπροσφορα εφ’ όλης της ελληνικής επικράτειας, όπου κάθε δήμος με το φεστιβάλ του και κάθε χωριό με το φεστιβαλίδι του, έτσι που να θυμίζουν την ομαδική έξοδο των σαλιγκαριών μετά από μια ευεργετική ανοιξιάτικη βροχή.

Αλλά και με μια αιφνιδιαστική περιφερόμενη συρροή παραστάσεων και συναυλιών, ίδια με εκείνη την παλιά διαφήμιση του «Ψεκάστε-Σκουπίστε-Τελειώσατε», προτού δηλαδή η όποια φήμη προλάβει την αποδοχή ή την απόρριψη όσων δεν πρόλαβαν να «ψεκαστούν» και έμειναν «ασκούπιστοι». Κάπως έτσι…

Να ανοίξουμε λοιπόν για μια ακόμα Κυριακή τα παλιά μας τεφτέρια, μήπως και «ψεκαστούμε» καλύτερα..

Το «λίφτινγκ» μιας
γηραιάς κυρίας…

Μια ιστορική γωνία της Αθήνας αποκτά το καινούργιο της πρόσωπο, όπως το συνηθίζουν οι περισσότερες μεγάλες κυρίες που εξαφανίζοντας τις ρυτίδες τους αξιοποιούν καλύτερα τις αναμνήσεις τους. Μιλάμε για τη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, όπου τα θέατρα «Βρετανία» και «Αθηνών», που ήδη φόρεσαν τις επισκευαστικές τους «πιτζάμες» για να μας αποκαλύψουν το φθινόπωρο τις καινούργιες τους όψεις. Όπως το είχαμε ξαναγράψει, ο απελθών προηγούμενος υπουργός Πολιτισμού Μιχάλης Λιάπης βλέποντας το άθλιο χάλι της εξωτερικής εμφάνισης των δύο θεάτρων και μάλιστα απέναντι στο απαστράπτον «Παλλάς», προθυμοποιήθηκε να δώσει 30.000 ευρώ για ένα πρόχειρο έστω «μερεμέτισμα» που, όπως και πολλές άλλες γενναιόδωρες χειρονομίες, ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν και έτσι ο θεατρικός παραγωγός Κάρολος Παυλάκης, που εδώ και 30 χρόνια διαχειρίζεται πρώτα τη «Βρετανία» και αργότερα και το «Αθηνών» αποφάσισε να προχωρήσει μόνος του στο «λίφτινγκ» του κτιρίου που θα ξεπεράσει τις 150.000 ευρώ.

Εκεί ακριβώς, ως το 1923, ήταν το σπίτι κάποιας Ολλανδέζας κυρίας Μαργαρίτας, που της το είχε παραχωρήσει ο Γεώργιος ο Α’ «διά παρασχεθείσας υπηρεσίας», επειδή έραβε τα πουκάμισα της βασιλικής οικογένειας, μια και όλη εκείνη η περιοχή ήταν βασιλική περιουσία, όπως και ολόκληρο το τετράγωνο Πανεπιστημίου-Βουκουρεστίου-Σταδίου-Αμερικής που ήταν οι βασιλικοί στάβλοι, εκεί δηλαδή που έγινε το κτιριακό τετράγωνο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Με άλλα λόγια δηλαδή, βασιλικά άλογα και εστεμμένες φοράδες σε απόσταση αναπνοής!

Η «Βρετάνια» στην αρχή λειτούργησε σαν κινηματογράφος, που ο επιχειρηματίας κάποιος Σταύρος Τριβέλας, σαν άνδρας μπορεί να μην ήταν και τόσο φανατικός, όμως σαν πιστός του κινηματογράφου ήταν από τους φανατικότερους. Το χαρακτηριστικό του ήταν να στέκεται κάθε βράδυ στην είσοδο της «Βρετανίας», την οποία είχε μόνος του χαρακτηρίσει και σαν «κινηματογράφο της αριστοκρατίας» και να μετράει πόσο «πρωτοκλασάτο κοινό» είχε έρθει στη βραδινή προβολή των δέκα και μετά χειροφιλήματος μάλιστα στις «λαίδες» των Αθηνών, για να τρέξει την άλλη μέρα στα κινηματογραφικά γραφεία και να φωνάξει θριαμβευτικά: «Καλέ! Χτες το βράδυ σκίσαμε πάλι. Είχαμε πενήντα πέντε γούνες…».

Αργότερα σαν θέατρο, δηλαδή από την Κατοχή και μετά, φιλοξένησε θιάσους προσωπικοτήτων, μεταξύ των οποίων της Κατερίνας Ανδρεάδη στο «Παράξενο Ιντερμέτζο» του Ο’Νιλ με τον Δημήτρη Χορν, τον Αντώνη Γιαννίδη, τον Θόδωρο Μορίδη και τον Ανδρέα Φιλιππίδη, το «Τέλος του ταξιδιού» με τον Μάνο Κατράκη και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τους «Ελεύθερους Καλλιτέχνες» με επικεφαλής τον Αιμίλιο Βεάκη, το μοναδικό δράμα του Νίκου Τσιφόρου «Σ.Ο.Σ. Μιντανάο», την πρώτη εμφάνιση της Μελίνας Μερκούρη με το θίασο του Γιώργου Παπά κ.ά.

Η άλλη αίθουσα, όπου είναι σήμερα το θέατρο «Αθηνών», λειτούργησε πρώτα σαν καμπαρέ «Φέμινα», που με το «Μαξίμ» της οδού Αμερικής -όπου σήμερα το «Αλίκη»- αποτελούσαν την αφρόκρεμα της νυχτερινής ζωής. Στη «Φέμινα», μεταξύ άλλων, είχε εμφανιστεί η Ροζίτα Σεράνο, προς τιμήν της οποίας ο γείτονας Ζώναρς… εγκαινίασε και την πάστα «σεράνο», καθώς και η μεγάλη βεντέτα του γερμανικού κινηματογράφου Ζάρα Αεάντερ, που λόγω των νωπών ακόμα αναμνήσεων της γερμανικής κατοχής είδε… πόρτα και δεν έμεινε περισσότερο από δύο μέρες. Αργότερα, στη δεκαετία του ’50, ο Τζώρτζης Βέμπος, αδελφός της Σοφίας, πήρε τη «Φέμινα» και τη μετέτρεψε σε θέατρο, το «Αθηνών» όπου και έπαιξε για αρκετά χρόνια ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο οποίος και πέθανε μέσα στο καμαρίνι του, παίζοντας τον «Τελευταίο τίμιο» των Τσιφόρου-Βασιλειάδη. Σ’ εκείνο το καμαρίνι ο Βασίλης Λογοθετίδης, όταν του προτείναμε να παίξει και στον κινηματογράφο το «Ένας βλάκας και μισός» του Ψαθά, που ήταν μεγάλη θεατρική του επιτυχία, τότε που την κάναμε ταινία με τον Γιάννη Δαλιανίδη, θυμάμαι την απάντηση που μου έδωσε με υγρό το βλέμμα του: «Ευχαριστώ, αλλά να μη σου κάνω ζημιά, φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω να την τελειώσω…».

Σε ένα μήνα έφυγε και είναι κάτι που ποτέ δεν θα το ξεχάσω. Έτσι έπαιξε το ρόλο του στον κινηματογράφο ο Χρήστος Ευθυμίου.

Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν ο Δημήτρης Μυράτ με τη Βούλα Ζουμπουλάκη, δίνοντας εξαίρετες παραστάσεις, συνέχισαν η Κατερίνα Μαραγκού με τον άντρα της, τον παραγωγό Βίλη Ανδρέου, και τελικά τα τελευταία χρόνια ανήκει στον Κάρολο Παυλάκη, που θα συνεργαστεί και φέτος με τον Γρηγόρη Βαλτινό στη «Βρετάνια» και με τον Γιώργο Κιμούλη στο «Αθηνών».

Ο Κάρολος
των χαμηλών τόνων…

Ο Κάρολος Παυλάκης, εκτός από προσωπικός φίλος μου εδώ και πολλά χρόνια, είναι πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό στη θεατρική κοινότητα και χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης και εμπιστοσύνης. Χαρακτήρας χαμηλών τόνων, ηθοποιός και ο ίδιος, διακριτικός στην παρουσία του και με έναν τίτλο που τον συνοδεύει σε όλα αυτά τα χρόνια της παράλληλης θεατρικής του επιχειρηματικότητας, που παίζει, θα έλεγα, και μια από τις προϋποθέσεις παραμονής του στο συνήθως υπονομευμένο θεατρικό «χαράκωμα», δηλαδή την άψογη συμπεριφορά του, χωρίς τη διαμαρτυρία ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.Έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές, μεταξύ των οποίων σε δύο έργα μου με τον Θανάση Βέγγο, σε επιθεωρήσεις, αλλά και σε δύο περιπτώσεις που αξίζει τον κόπο να τις θυμηθώ.

Η μία ήταν με το σεισμό του 1981, όταν τα πάντα είχαν νεκρώσει και ενώ όλα τα θέατρα ήταν κλειστά, χωρίς καμιά προοπτική να ξανανοίξουν, ήταν ο πρώτος που με φώναξε να ανεβάσουμε όσο γινόταν πιο γρήγορα επιθεώρηση στη «Βρετανία», λέγοντας:

«Τώρα είναι που το θέατρο πρέπει να δώσει κουράγιο στον κόσμο για να ξαναρχίσει η ζωή…».

Όπως και έγινε. Σε χρόνο μηδέν δώσαμε την πρώτη… μετασεισμική παράσταση. Αλλά αυτό που μας συνδέει περισσότερο είναι μια τραγική ιστορία, θα την έλεγα και αστεία -αν μια αποτυχία μπορεί να θεωρηθεί αστεία- από αυτές που δύσκολα μπορείς να τις ξεχάσεις, γιατί στο θέατρο όλα μπορούν να συμβούν.

Μια αποτυχία που…
σπάει κόκαλα!

Ήταν το καλοκαίρι του 1979, όταν ο Κάρολος Παυλάκης είχε πάρει και το Κηποθέατρο της οδού Μαυροματαίων -που ούτε κι αυτό βέβαια υπάρχει πια- και του είχαμε προτείνει με τον Κώστα Καραγιάννη ένα «μιούζικαλ» με θέμα τις «Σταυροφορίες», παίρνοντας στοιχεία από το βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου, όπως και το αναφέραμε άλλωστε, αλλά με μια ιστορία εντελώς δική μας, με αφορμή τότε την ένταξή μας στην κοινή αγορά και την απειλή την παγκοσμιοποίησης, με σκηνοθεσία δική του και κείμενα δικά μου. Ο Παυλάκης το άκουσε με ενθουσιασμό, χωρίς την παραμικρή άρνηση στα έξοδα που απαιτούσε το έργο και με ένα θίασο που ούτε Κρατική Σκηνή δεν θα τον τολμούσε. Τριάντα πέντε ηθοποιοί, οι περισσότεροι γνωστοί, έως και πρωταγωνιστές, όλοι με κανονικό μισθό και κανένας ποσοστούχος με το σύστημα δηλαδή «αν τα φέρετε… θα τα πάρετε».

Αναφέρω μερικούς: Γιώργος Φούντας, Αλέκος Λειβαδίτης, Μάρθα Βούρτση, Στέφανος Στρατηγός, Χρήστος Νέγκας, Καίτη Λαμπροπούλου, Βασίλης Μπουγιουκλάκης, Μαίρη Ραζή, Μάκης Δεμίρης, Μάρκος Λεζές, Αρτέμης Μάτσας, Ανέστης Βλάχος, Αντώνης Παπαδόπουλος, Βαγγέλης Τραϊφόρος, Έφη Πίκουλα, Ανθή Γούναρη, Τόλης Πολάτος και άλλοι τόσοι και ένας θαυμάσιος «νεοκυματικός» τραγουδιστής, ο Χρήστος Λετονός, που είχε τραγικό θάνατο και που τραγουδούσε μερικά από τα ωραιότατα τραγούδια που είχε γράψει ο Γιάννης Κάραλης. Σκηνικά του Τάσου Ζωγράφου, με ένα ολόκληρο χωριό και μια τεράστια γαλέρα που αποβίβαζε τους σταυροφόρους του Βιλεαρδουίνου, με 200 κοστούμια, μουσική, χορογραφίες, τραγούδια και ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε μια μεγάλη παραγωγή, όπως την είχαμε φανταστεί, χωρίς την παραμικρή άρνηση του παραγωγού.

Τι έφταιξε στην αποτυχία; Κάτι που δεν το είχαμε προβλέψει. Το ότι δίπλα στο Κηποθέατρο ήταν δύο μεγάλα αναψυκτήρια, το «Άλσος» του Γιώργου Οικονομίδη, που λιγότερο μας έφταιξε, και δίπλα ακριβώς, κολλητό σχεδόν, το αναψυκτήριο του «Γκρην Παρκ», που όλα τα μεγάφωνα ήταν γυρισμένα επάνω μας, έτσι που στις πιο κρίσιμες στιγμές που έπρεπε να ακούγεται η πρόζα του έργου, εκείνα που κυριαρχούσαν ήταν τα μεγάφωνα του «Γκρην Παρκ» σε πρώτο πλάνο, ακολουθούσαν τα μεγάφωνα του «Άλσους» και όταν φύσαγε και λίγο αεράκι, παίρναμε και μια ισχυρή δόση από το μιούζικαλ που έπαιζε λίγο πιο επάνω στο δικό της Κηποθέατρο η Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Θα θυμηθώ την πιο τραγική ατάκα που έγινε στην πρεμιέρα. Ήταν η μεγάλη σκηνή του έργου που το χωριό της Ψωροκώσταινας ξεσηκώνεται από τη βάρβαρη επιδρομή των Σταυροφόρων και ενώ όλοι περιμένουν τον σωτήρα που θα κατέβει από το βουνό και που είναι και η πρώτη εμφάνιση του Γιώργου Φούντα στο έργο που παίζει τον ρόλο του Ελευθερωτή, φωνάζοντας τη λέξη «Σταθείτε», αυτό που ακούστηκε ήταν η φωνή του… Δημήτρη Μητροπάνου (που εκείνη την εποχή εμφανιζόταν στο «Γκρην Παρκ») να έρχεται στη διαπασών από τα μεγάφωνα, τραγουδώντας:

«Κάνε κάτι λοιπόν, θα χά-ά-ά-άσεις το τρένο…».

Ως τώρα αναρωτιέμαι ποιος θεός βοήθησε που εκείνο το βράδυ δεν έπαθα εγκεφαλικό, γιατί εύκολα είναι να καταλάβει κανένας κάτω από ποιες συνθήκες συνεχίστηκε η παράσταση με χίλιους τόσους θεατές μέσα σ’ εκείνο το τεράστιο Κηποθέατρο… Άδικα την άλλη ημέρα τρέξαμε στον μακαρίτη πια Γιώργο Τζιβουτζίδη που είχε το «Γκρην Παρκ» να τον παρακαλέσουμε να χαμηλώσει τα μεγάφωνα.

«Τρελαθήκατε, ήταν η απάντηση, εγώ αυτό πουλάω…».

Και είχε δίκιο ο άνθρωπος. Μητροπάνο πουλούσε, δεν πουλούσε Βιλεαρδουίνους.

Το αποτέλεσμα ήταν σε μερικές ημέρες οι «Σταυροφορίες» να έχουν άδοξο τέλος, χωρίς τίποτα να εμποδίσει τον ταμία της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων να εισπράξει από τον συνεπέστατο Κάρολο Παυλάκη τα συγγραφικά δικαιώματα, ενώ μια προεκλογική επιθεώρηση που ακολούθησε να κάνει ουρές στα ταμεία του Κηποθέατρου και με τα δικά μας μεγάφωνα αυτή τη φορά γυρισμένα στο «Γκρην Παρκ» και δικαιολογημένα επειδή και εμείς… αυτό πουλούσαμε!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

Και ένα υστερόγραφο, σχετικά με εκείνες τις «Σταυροφορίες» για όποιον ενδεχομένως ενδιαφέρεται, είναι στο βιβλίο «Αστείοι… ως Έλληνες» του υπογράφοντος που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Ι. Σιδέη», Σόλωνος 116.


Σχολιάστε εδώ