Ο Ελληνισμός συνεχίζει την ιστορία του

Είναι η αποστομωτική απάντηση του γνωστού θαρραλέου ακαδημαϊκού και πανεπιστημιακού Κ. Ι. Δεσποτόπουλου στα όσα έγραψε πρόσφατα στην επιφυλλίδα του στην «Καθημερινή της Κυριακής» ο καθηγητής Χρ. Γιανναράς με τίτλο «Πότε τελείωσε ιστορικά ο Ελληνισμός».

Ο κ. Δεσποτόπουλος σε άρθρο που έστειλε στην «Καθημερινή» σημειώνει ότι:

«Υπερέβη ο κ. Γιανναράς τα εσκαμμένα της στοχαστικής ευτολμίας και τα όρια της θεμιτής του δημόσιας προβολής προσωπικής γνώμης αρνητικής της εθνικής του λαού του ιδιότητας».

Και με ευθύνη απέναντι στον τόπο όπου γεννήθηκε και ζει και με ιστορικές αναφορές που με απόλυτη ευθυκρισία και αντικειμενικότητα έχει καταγράψει στα βιβλία του, ο κ. Δεσποτόπουλος διακηρύσσει:

«Δεν λησμονώ άλλωστε και τις μαύρες σελίδες της αρχαίας και της μεσαιωνικής ιστορίας του Ελληνισμού. Και δεν παρασύρομαι να πρεσβεύω ιστορικό τέλος του Ελληνισμού.

Παρά τη γεωπολιτική ουτοπία και την αντιδρομή των καιρών, ο Ελληνισμός, πιστεύω ακράδαντα, συνεχίζει την Ιστορία του, και μάλιστα με τα ίδια ελαττώματα, όπως και στο ένδοξο παρελθόν, και με ικανά χαρίσματα δημιουργικότητας και ηθικότητας, έστω και όχι εφάμιλλα προς εκείνα των μεγάλων στιγμών της Ιστορίας του».

Και συνιστά προς κάθε πλευρά ο ακαδημαϊκός, ο οποίος τιμά το αξίωμά του:

«Εμείς οι πρεσβύτεροι οφείλομε να μην αποθαρρύνομε τη νέα γενιά των Ελλήνων, αλλά να την παροτρύνομε προς ηθική έξαρση και πνευματική μεγαλουργία και προς τους άλλους τρόπους του ευ ζην».

Όμως και σημαντικά και πολύ ενδιαφέροντα είναι και άλλα σημεία της απάντησης του κ. Δεσποτόπουλου στον κ. Γιανναρά, στον οποίο θυμίζει το πώς ξεκίνησε η Ελλάδα και πώς είναι σήμερα:

«Ας μου συγχωρηθεί να διαμαρτυρηθώ και για την άδικη αυτή καταδίκη της από το 1833 ελληνικής πολιτείας, μικρής έστω κοιτίδας του ανά την οικουμένη Ελληνισμού.

Ας αναλογισθούμε σήμερα πώς ξεκίνησε το ελλαδικό αυτό κρατίδιο το 1833: με τη χώρα ερειπωμένη σε μέγα βαθμό στη διάρκεια της εννέαχρονης Επαναστάσεως (το εν τρίτο του ενεργού πληθυσμού και τα δύο τρία του παγίου κεφαλαίου ήταν οι απώλειες του ένδοξου Αγώνα), με πληθυσμό αναλφάβητο σε υψηλό ποσοστό, με τις αντιθέσεις ως προς τη γλώσσα μεταξύ οπαδών της καθαρεύουσας και οπαδών της δημοτικής, αλλά και ως προς την αναδοχή των αξιών πολιτισμού από τη σύγχρονη Ευρώπη ή από την αρχαία Ελλάδα ή το εγγύτερο Βυζάντιο ή τη λαϊκή παράδοση, και προπάντων με το βάρος της αλυτρωτικής πολιτικής, δηλαδή του χρέους προς απελευθέρωση των υπό την οθωμανική ακόμη εξουσία Ελλήνων, πολυπληθέστερων κατά πολύ από τους Έλληνες του μικρού ελεύθερου κράτους.

Ας μην λησμονούμε τις απελευθερωτικές Επαναστάσεις: της Νότιας Θεσσαλίας το 1841, της Κρήτης το 1841, το 1866, το 1896. Ήταν όλες ενισχυμένες ή και υποκινημένες από το ελεύθερο κρατίδιο.

Και όμως, το μικρό ελεύθερο κράτος, με την πολύτιμη εξάλλου συμπαράσταση των πέραν των συνόρων του Ελλήνων, κατόρθωσε πολλά και σπουδαία. Και παράγων κύριος υπήρξε ο βαθύβλυστος πατριωτισμός των όπου γης Ελλήνων (παράδειγμα εντυπωσιακό, το 1912: το ήμισυ του ελληνικού στρατού ήταν Έλληνες του εξωτερικού εθελοντές)».


Σχολιάστε εδώ