Μια φορά και έναν καιρό

Ήταν και τότε, σαν σήμερα, Δεκαπενταύγουστος. Το «Πάσχα», που λένε, του καλοκαιριού. Μέσα όμως σʼ ένα καλοκαίρι αλλιώτικο, με διάχυτη στην ατμόσφαιρα τη μυρωδιά του… μπαρουτιού. Μπορεί οι μάχες στην ηπειρωτική Ευρώπη να έληξαν με τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, αλλά ο πόλεμος συνεχίζεται με τη σχεδιαζόμενη από τους Γερμανούς επιχείρηση «Θαλάσσιος Λέων» για να εισβάλουν στην Αγγλία και τους συνεχείς αεροπορικούς βομβαρδισμούς του Λονδίνου και άλλων βρετανικών πόλεων, που τους βλέπαμε με άνεση στα «Επίκαιρα» του Σινεάκ. Έτσι, αν και η Ελλάδα παραμένει ουδέτερη, οι Αθηναίοι νιώθουν πως κάποια στιγμή «ο Άρης» θα χτυπήσει και την πόρτα μας. Κάτι προσκλήσεις εφέδρων για μετεκπαίδευση στα νέα όπλα, συν οι προσκλήσεις για τρίμηνη εκπαίδευση των «αγύμναστων». Εκείνων, δηλαδή, που εξαγόρασαν τη θητεία τους αντί πινακίου φακής και τώρα τους μπαγλαρώνουν. Βάλε και τις ασκήσεις παθητικής αεραμύνης με δοκιμές σειρήνων και… πιρουέτες προβολέων στον σκοτεινό ουρανό, όλα εξοικειώνουν με το κλίμα τους πολίτες.

Λόγω των πολεμικών συνθηκών, ματαιώθηκαν τα τουριστικά ταξίδια κι έτσι οι ξενιτεμένοι Ελληνοαμερικάνοι, με τις χρυσές αλυσίδες στο γιλέκο, απέμειναν με τη νοσταλγία, μη μπορώντας να επισκεφθούνε την πατρώα γη. Ούτε και Αιγυπτιώτες ήρθαν για να παραθερίσουνε στον τόπο μας, όπως συνήθιζαν μέχρι και πέρυσι. Αυτοί αποτελούσαν κυρίως τους αποκαλούμενους τότε περιηγητές και ο ερχομός τους ήταν μια χαρούμενη ατραξιόν στη ζωή της Αθήνας. Αποβιβάζονταν στην προβλήτα του Αγίου Νικολάου στον Πειραιά, όπου το τελωνείο, κι από εκεί, με κάμπριο ταξί επτά θέσεων, μεταφέρονταν στα ξενοδοχεία του Φαλήρου, στο Κάρλτον, στο Φαληρικόν, στο Αύρα ή το Λίντο, όλα τους εξοχικά, που προσέφεραν δροσιά και πεντακάθαρα νερά για κολύμπι απέναντι στον Φλοίσβο και τον Μπάτη, μακριά από την τύρβη της πόλεως. Εκείνους πάλιν που αναζητούσαν κάτι το σπέσιαλ, τα τρένα των ΣΠΑΠ τούς πήγαιναν στο Λουτράκι, στο Ξυλόκαστρο ή στα Λουτρά Καϊάφα για κοσμοπολίτικες διακοπές.

Οι γηγενείς περνάνε ευχάριστα τα αθηναϊκά τους βράδια σουλατσάροντας στο Σύνταγμα, στο Ζάππειο, ή απλώνουν την αρίδα τους στις αναπαυτικές πολυθρόνες του Ζαβορίτη, ρουφώντας νωχελικά με καλαμάκι τη γρανίτα. Οι πιο ντιστεγκέδες φλερτάρουν θηλυκά με… γαμπίτσες τορνευτές, κατά το άσμα της εποχής, στου «Γιαννάκη». Αντίκρυ, παρέκει, στην ολοκαίνουργια πτέρυγα του «Μετοχικού», τρία πολυτελή στέκια, του «Ζώναρ’ς», του «Φλόκα» και το «Adam’s bar», άρτι ανοίξαντα τις φιλόξενες πύλες τους στο κοινό της πρωτευούσης, προσελκύουν τις κομψές Ατθίδες με τα μοντελάκια τους, συνοδευόμενες από ματσωμένους ευπατρίδες… Την εικόνα της χλιδής συμπληρώνουν τα καινούργια κίτρινα τραμ, που μοιάζουν με οτομοτρίς και πηγαινοέρχονται στην Πανεπιστημίου. Κι ακόμα, στη γωνία με τη Βουκουρεστίου, ένας ευθυτενής τροχονόμος, με την καλοκαιρινή του άσπρη «κάσκα», ρυθμίζει την κίνηση των τροχοφόρων. Αργά, αλλά σταθερά, το κλεινόν και ιοστεφές άστυ παίρνει την όψη μεγαλούπολης κι όλο προσπαθεί να ταιριάξει το προφίλ του πάνω σε ευρωπαϊκά αχνάρια. Φύτεψαν ακόμα στην άσφαλτο των κεντρικών δρόμων καρφιά μπρούντζινα, σαν πιατάκια του καφέ, γυαλιστερά, να τα… πιεις στο ποτήρι. Μπήκαν για να οριοθετούνται οι διαβάσεις των πεζών και να μην περνάει ο καθένας απέναντι κατά πού του καπνίσει, αλλά πειθαρχημένα και όμορφα, όπως αρμόζει σε πρωτευουσιάνους. Καμιά δεκαριά μέρες πρωτύτερα γιορτάστηκε μεγαλοπρεπώς η επέτειος της 4ης Αυγούστου, με θριαμβικές αψίδες στο κέντρο, σημαιοστολισμούς και κάθε λογής πανηγύρια. Μέχρι και τα άλογα στον Ιππόδρομο Φαλήρου με ειδικό έπαθλο μετείχαν στους εορτασμούς…

Και τα μερόνυχτα κυλούσαν γενικώς με λίγο άρτο και πολλά θεάματα. Στο βαριετέ «Όαση» Ζαππείου θριάμβευε το παιδί-θαύμα, η Νινή Ζαχά, και στη «Μάντρα» του ο Αττίκ θρηνούσε τα «τελευταία γιασεμιά που για μια νέα γνωριμία ξεχνιούνται πάνω στο τραπέζι…».

Και ξημέρωσε η Πέμπτη 15 Αυγούστου με τη γιορτή της Μεγαλόχαρης, την πιο μεγάλη γιορτή του καλοκαιριού, που κορυφώνεται στην Τήνο. Σαν κάθε χρόνο, από το απόγευμα της παραμονής κατάφορτα αποπλέουν για το νησί καράβια με προσκυνητές που θα παραστούνε στη λειτουργία και στη λιτάνευση της Εικόνας. Ταυτόχρονα, αμέτρητοι είναι οι εορτάζοντες. Μαρίες, Δέσποινες και Παναγιώτηδες. Ειδικώς για τις Μαρίες, ένας άγραφος κανόνας, που τότε τον τηρούσανε, ήθελε οι ανύπανδρες να γιορτάζουν στις 21 Νοεμβρίου και οι παντρεμένες τον Δεκαπενταύγουστο. Από κείνη τη χρονιά όμως φαίνεται πως τα πράματα άλλαξαν και προκειμένου να «εξευρωπαϊσθούμε» και να μη θεωρούμαστε «καράβλαχοι», νέες συνήθειες άρχισαν να επικρατούν, με πρώτη την κατάργηση του πατροπαράδοτου εορτασμού στο σπίτι. Απανωτές ήσαν τότε οι επισκέψεις για τα «χρόνια πολλά». Κατέφθαναν από νωρίς οι μουσαφιραίοι συνοδεία πακέτου με γλυκά από κάποιο ζαχαροπλαστείο ονόματι «Κοσμοπολίτ» ή «Μερβέιγ». Επακολουθούσε το… ανταποδοτικό τρατάρισμα με ζελεδάκι φρούτου, πάστα φλώρα και «τσέρι» οικιακής κατασκευής για τις ευχές.

Τώρα, ένας καινούργιος τρόπος ζωής άρχισε να καθιερώνεται, μοντέρνος, με ταξίδια, εκδρομές και γενικά αποδράσεις, λες και θέλανε να προλάβουν να γευτούνε χαρές που θα τους στερούσε ο επί θύραις πόλεμος. Ο Παύλος Παλαιολόγος, με χρονογράφημά του στα «Αθηναϊκά Νέα» της ημέρας, με νοσταλγία αναφέρεται στο «Παρελθόν», το οποίον ενσαρκώνει ένας παλαιικός κύριος, επίσημα ντυμένος, με μια μαραμένη από την ταλαιπωρία ανθοδέσμη στο χέρι, να κάθεται περίλυπος σ’ ένα παγκάκι της Πλατείας Συντάγματος και να εξομολογείται με θλίψη το πάθημά του: Σε όσες Μαρίες επισκέφθηκε τον περίμενε η απογοήτευση, καθώς τον πληροφορούσε η υπηρέτρια πως «η κυρία πήγε εκδρομή…». Γράφει ο Παλαιολόγος: «…Η κυρία Μαρία δεν δέχεται. Πού να τη βρεις την κυρία Μαρία; Εφόρεσε το μαγιό και πήρε τη βουτιά της στο Σαρωνικό. Δεν έμεινε Μαρία σπίτι της. Αλλά και ποιος έμεινε; Διαταγή εκκενώσεως δεν θα είχε τόσο ραγδαίο αποτέλεσμα». Και σε άλλο σημείο αναφέρεται στον παρήλικα κύριο «Παρελθόν» με το σκληρό κολάρο και το ημίψηλο που έγινε αντικείμενο χλεύης «όταν ο άλλος πληθυσμός έβγαλε καπέλλα και γραβάτες, ξεκούμπωσε πουκάμισα, κατήργησε κι αυτές τις καλτσοδέτες για να κάμνη ρολά τις κάλτσες του…». Όπως διαφαίνεται από το χρονογράφημα του κορυφαίου επί πολλά χρόνια χρονογράφου, η αθηναϊκή κοινωνία προσαρμοζόταν σε πιο απελευθερωμένα πρότυπα και η ξενοιασιά κυριαρχούσε τη γιορτινή εκείνη μέρα, όταν έσκασε σαν βόμβα η τρομερή είδηση πως τορπιλίστηκε στην Τήνο το καταδρομικό μας «Έλλη». Η «Έλλη» μας… Λιγοστές και μετρημένες ήσαν οι ειδήσεις που ο κόσμος μάθαινε από τα ελάχιστα υπάρχοντα ραδιόφωνα και ώρα με την ώρα αναβρασμός άρχισε να επικρατεί, ανάκατος με αγανάκτηση, γιατί ο τορπιλισμός δεν θεωρήθηκε μια οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια, αλλά προσωπική προσβολή ενάντια στα όσια και τα ιερά του καθενός μας. Ανέκαθεν η εορτή της Παναγίας της Τήνου ταυτιζόταν με εθνική εορτή και οι προσκυνητές που πήγανε γονυπετείς να εκπληρώσουν κάποιο τάμα στη θαυματουργή εικόνα της ήτανε όλοι δικοί μας άνθρωποι. Κι έρχεται αναίτια ο άλλος και σε φτύνει κατάμουτρα…

Όσο η ώρα περνά η οργή του κόσμου μεγαλώνει. Οι συζητήσεις πρεσάρουν τα νεύρα και αβίαστα προβάλλει το συμπέρασμα πως ο πόλεμος έφτασε. Πολλοί ήσαν εκείνοι που περίμεναν αυθημερόν συνέχεια και, καθώς δεν υπάρχουν περαιτέρω εχθρικές ενέργειες, αδυνατούν να εξηγήσουν το ύπουλο χτύπημα… Πένθος και κατήφεια απλώθηκε μεμιάς στην Αθήνα. Εκδηλώσεις ματαιώθηκαν. Εκδρομείς έσπευσαν άρον άρον να επιστρέψουν στα σπίτια τους και, όπου υπήρχαν εορτάζοντες, μια «παγωνιά» επικρατούσε στην ομήγυρη που μόνον γιορτή δεν θύμιζε… Οι κυβερνητικές ανακοινώσεις μιλούσαν για νεκρό και τραυματίες…

Αυθόρμητα, το βράδυ της επομένης χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν το λιμάνι του Πειραιώς για να υποδεχθούνε τους τραυματίες της «Έλλης» και τους προσκυνητές που επέστρεφαν με βαπόρια που στάλθηκαν ειδικά για να τους παραλάβουν. Όπως έγραψαν οι εφημερίδες, τα πλοία συνόδευαν, για λόγους ασφαλείας, σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού, με επικεφαλής τον αρχηγό του Στόλου, και υπερίπταντο δύο υδροπλάνα. Ήταν η πρώτη ελληνική νηοπομπή που σχηματίστηκε στις θάλασσές μας και έμοιαζε προφητικά με «μερικές σκηνές» του έργου που θα βλέπαμε προσεχώς…


Σχολιάστε εδώ