Στρατηγικές σχέσεις με Γαλλία και Ρωσία

Αντιθέτως, ενώ αναμένεται η αξιολόγηση, τον προσεχή Δεκέμβριο, της ευρωπαϊκής της πορείας, δεν διστάζει να εντείνει τις αμφισβητήσεις, να επαναφέρει τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» και να επιχειρεί με παράνομες μονομερείς ενέργειες να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Διαπιστώνουμε δηλαδή στην πράξη ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που υποστηρίζει η ισχύουσα θεωρία και πολιτική: Ότι δηλαδή η Ελλάδα έχει δήθεν «στρατηγικό συμφέρον» στην υποστήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας χωρίς την επίλυση προηγουμένως των υπαρχόντων προβλημάτων, γιατί αυτά θα λυθούν δήθεν κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής πορείας, με καταλύτη την ίδια την ευρωπαϊκή πορεία. Επαναλαμβάνεται, άλλωστε, στερεοτύπως για τον λόγο αυτό ότι η υποστήριξη της Ελλάδος δεν είναι λευκή επιταγή, αλλά παρέχεται «με όρους και προϋποθέσεις».

Πότε όμως θα τεθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις; Έχει ήδη παρέλθει μια δεκαετία από τότε που η κυβέρνηση Σημίτη, με υπουργό Εξωτερικών τον σημερινό αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ανέτρεψε τη διαχρονική και διακομματική εθνική στρατηγική και εξήγγειλε ότι η Ελλάδα «θα σύρει το κάρο της Τουρκίας στην Ευρώπη» για το δικό της δήθεν «στρατηγικό συμφέρον»!

Πού είναι όμως, κατά τη διάρκεια αυτή, η προβολή όρων και προϋποθέσεων; Πού είναι η αλλαγή της τουρκικής πολιτικής έναντι της Ελλάδος στο πνεύμα των προβαλλομένων προσδοκιών και της επιβεβλημένης από το ευρωπαϊκό διαπραγματευτικό πλαίσιο «καλής γειτονίας»;

Το μόνο που επανέρχεται κάθε τόσο είναι η φημολογία για το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης, που διαψεύδεται συνεχώς. Ακόμη όμως και αν γίνει αυτό, είναι ικανό αντάλλαγμα για το άνοιγμα από την Ελλάδα στην Τουρκία της πόρτας της ΕΕ, στο μέτρο τουλάχιστον που

εξαρτάται από αυτήν;

Η πολιτική αυτή οδηγεί την Ελλάδα σε σύμπλευση με τους ανεπιφύλακτους συμμάχους της Τουρκίας και την αφοπλίζει διπλωματικά. Πώς όμως η Ελλάδα θα προβάλει επιτακτικά όρους και προϋποθέσεις που θα είχαν επίπτωση στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, όταν η

ίδια διατείνεται ότι η ένταξη της τελευταίας εξυπηρετεί δήθεν το δικό της στρατηγικό συμφέρον;

Η παραδοξολογία αυτή δεν έχει, βεβαίως, σχέση με την πραγματικότητα. Η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, που τόσο απροκάλυπτα και διακαώς υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ, για τους δικούς τους λόγους, θα είχε δραματικές επιπτώσεις για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη.

Οι σημερινές ευρωπαϊκές ηγεσίες συμπορεύονται, στην πλειοψηφία τους, με τις αμερικανικές επιθυμίες, ενάντια στα αισθήματα των λαών τους, ελπίζοντας ενδόμυχα οι περισσότερες ότι τελικά η ένταξη δεν θα πραγματοποιηθεί, όπως κατ’ εξοχήν η Γαλλία, που έχει δεδηλωμένη θέση ενάντια στην τουρκική ένταξη.

Οι μόνες χώρες που γνήσια και ειλικρινά θέλουν και επιδιώκουν την τουρκική ένταξη είναι χώρες όπως η Αγγλία, η Σουηδία, η Φινλανδία, τα Βαλτικά κράτη και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Τσεχία), που άγονται από το αντιρωσικό σύνδρομο και συμβιβάζονται με την ιδέα μιας Ατλαντικής Ευρώπης,

υπό τη στρατηγική ηγεσία των ΗΠΑ, που θα είναι περισσότερο ζώνη ελευθέρων οικονομικών ανταλλαγών παρά συνεκτική πολιτική ένωση, όπως την οραματίστηκαν οι ιδρυτές πατέρες.

Οι παλαιές χώρες της ΕΕ, με προεξάρχουσες τη Γαλλία και τη Γερμανία, διαβλέπουν ότι ο κόσμος και η Ευρώπη έχουν ήδη αρκετά προβλήματα. Θεωρούν ότι θα ήταν παράλογο να προκαλέσουν και άλλα με μια νεοψυχροπολεμική πολιτική έναντι της Ρωσίας που υποδαυλίζεται από τους ακραίους των ΗΠΑ και από χώρες στην Ευρώπη που λειτουργούν ως βασιλικότεροι του βασιλέως.

Πιστεύουν, αντιθέτως, ότι υπό τις σημερινές συνθήκες η στρατηγική συνεργασία της Ευρώπης με τη Ρωσία είναι απαραίτητος όρος τόσο για την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία στην Ευρώπη, όσο και για την ανάδειξη της τελευταίας σε αυτόνομο διεθνή πόλο, στο πλαίσιο ενός νέου πολυπολικού κόσμου.

Η Γερμανία είναι ήδη στρατηγικός εμπορικός εταίρος της Ρωσίας και ακολουθείται σταθερά από τη Γαλλία, την Ιταλία και άλλες χώρες. Ο γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί δήλωσε επανειλημμένα ότι είναι απαραίτητη για την Ευρώπη μια εταιρική στρατηγική σχέση με τη Ρωσία τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και στον τομέα της συλλογικής ευρωπαϊκής ασφάλειας. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να συμπορεύεται στην Ευρώπη με την πολιτική των ακραίων των ΗΠΑ, που υποβλέπουν σήμερα ακόμη και την πολιτική Ομπάμα προς τη Ρωσία, ή με τη φιλοτουρκική πολιτική της Αγγλίας ή της Σουηδίας.

Είναι φανερό ότι οι δυνάμεις αυτές υπηρετούν μια γεωπολιτική που αναβαθμίζει την Τουρκία και επιδιώκουν την ένταξή της στην ΕΕ, υποστηρίζοντας μια ατλαντική εκδοχή της Ευρώπης, που δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας. Μια Ευρώπη επίσης ζώνη ελευθέρων εμπορικών ανταλλαγών και όχι πολιτικής ένωσης.

Αλήθεια, γιατί ο πρεσβύτερος Καραμανλής επεδίωξε με τόσο πάθος την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΕ; Προφανώς για λόγους γεωπολιτικής και ασφάλειας. Για να γίνει η Ελλάδα σύνορο της Ευρώπης και για να ταυτιστεί η ασφάλειά της με την ευρωπαϊκή ασφάλεια, όπως επίσης η πολιτιστική της ταυτότητα με την ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα και κληρονομιά. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να εξαγγείλει με τυμπανοκρουσίες αλλαγή πολιτικής σε ό,τι αφορά την τουρκική ένταξη. Επιβάλλεται όμως να θέσει επιτέλους σοβαρά και άμεσα τους περίφημους όρους και τις προϋποθέσεις, με τις οποίες συνδέει την υποστήριξή της προς την τουρκική ένταξη.

Δεν είναι δυνατόν η Τουρκία:

– Να συνεχίζει και να εντείνει προκλητικά τις υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά στο Αιγαίο κι αυτό να μην έχει επιπτώσεις στη στάση της Ελλάδος απέναντι στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.

– Να αμφισβητεί ανοικτά το καθεστώς του Αιγαίου και να επιχειρεί ντε φάκτο ανατροπές και η Ελλάδα να συνεχίζει μονομερώς πολιτική προσέγγισης και υποστήριξης στην ΕΕ.

– Να χρησιμοποιεί απροκάλυπτα τη λαθρομετανάστευση ως γεωπολιτικό όπλο κατά της Ελλάδος και η τελευταία απλώς να διαμαρτύρεται.

Αναζήτηση στρατηγικών ερεισμάτων σε δύσκολους καιρούς

Επιπλέον όμως, με δεδομένη την αμερικανική πολιτική, που επιβεβαιώθηκε και από τον νέο αμερικανό Πρόεδρο, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να παίζει συνεχώς το «καλό παιδί» απέναντι στις ΗΠΑ, για λόγους άλλωστε που συνδέονται περισσότερο με το εσωτερικό πολιτικό παιγνίδι και προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες παρά με τις αντικειμενικές δυνατότητες μιας πιο ανεξάρτητης και διεκδικητικής πολιτικής απέναντι στις ΗΠΑ.

Είναι αυτονόητο ότι κάθε χώρα έχει ιερό δικαίωμα να υπερασπίσει τα καλώς νοούμενα ζωτικά της συμφέροντα κι αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό και εν μέρει σεβαστό και από αυτούς ακόμη που υπερασπίζουν άλλα δικά τους αντιτιθέμενα συμφέροντα.

Μια πιο διεκδικητική και σαφής πολιτική μπορεί επίσης να συνεγείρει και να κινητοποιήσει τον απόδημο Ελληνισμό της Αμερικής, που περιθωριοποιήθηκε από την πολιτική της υποτιθέμενης φιλίας και προσέγγισης με την Τουρκία, που λειτούργησε ως όπιο αδράνειας και παθητικής αναμονής.

Παραλλήλως όμως η Ελλάδα έχει απόλυτη και άμεση ανάγκη να διαφυλάξει και να ενισχύσει ουσιαστικά δύο στρατηγικά ερείσματα, που μπορούν να αντισταθμίσουν στρατηγικά και διπλωματικά τη μονομερή και άδικη σε βάρος της Ελλάδος αμερικανική πολιτική. Είναι οι σχέσεις με τη Γαλλία και τη Ρωσία.

Η Γαλλία είναι η χώρα που πήρε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία της ΕΕ. Είναι η χώρα που θέλει πραγματικά να εξελιχθεί η ΕΕ σε μια συνεκτική πολιτική ένωση, με αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της και με κοινές βασικές πολιτικές. Είναι η χώρα που δεν θέλει να διαχυθεί η ΕΕ σε μια ασπόνδυλη και χωρίς καθορισμένα σύνορα ζώνη ελευθέρων εμπορικών ανταλλαγών, στην οποία θα χωρούν οι πάντες, με προεξάρχουσα την Τουρκία, στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποίησης ποδηγετούμενης από το ανεξέλεγκτο χρηματιστικό κεφάλαιο των μεγάλων πολυεθνικών.

Αυτό το κεφάλαιο που είδαμε πού οδήγησε τον κόσμο με τις άκρως νεοφιλελεύθερες πολιτικές της παγκοσμιοποίησης, που κατέληξε στη γνωστή παγκόσμια χρηματιστική και οικονομική κρίση.

Η Γαλλία είναι εκ των πραγμάτων αντικειμενικός σύμμαχος της Ελλάδος και η σχέση μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να ενισχυθεί όχι μόνο στο διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο, αλλά και στο κρίσιμο πεδίο της ασφάλειας και της εθνικής άμυνας.

Υπενθυμίζεται σχετικά ότι η αμυντική συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ των δύο χωρών μετά το 1974, όπως απεκάλυψε πρόσφατα ο πρώην γάλλος Πρόεδρος Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, περιελάμβανε, σε μυστικό πρωτόκολλο, όρο αεροπορικής συνδρομής της Γαλλίας, εάν η Ελλάδα υφίστατο αεροπορική επίθεση εκ μέρους της Τουρκίας, πριν από την παράδοση των παραγγελθέντων τότε αεροσκαφών τύπου Μιράζ. Και αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αποφασιστικό κριτήριο στη χάραξη της αμυντικής πολιτικής της χώρας και στην αγορά ιδίως αεροσκαφών νέας γενιάς, που αποτελούν την αιχμή του δόρατος της εθνικής άμυνας.

Κατά τον ίδιο τρόπο οι σχέσεις με τη Ρωσία πρέπει να διαφυλαχθούν και να ενισχυθούν σε στρατηγικό επίπεδο, στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης εξισορροπημένης πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πούτιν βρέθηκε στην Άγκυρα την τελευταία εβδομάδα. Η Άγκυρα, αφού συνέπλευσε με τις ΗΠΑ και τους ευρωπαίους Ατλαντιστές, που επιδιώκουν την παράκαμψη της Ρωσίας με τον αγωγό φυσικού αερίου Ναμπούκο, κάνει ταυτόχρονα τα γλυκά μάτια στη Μόσχα και προσπαθεί να παίξει ρόλο επιτήδειου ενδιάμεσου και για τις δύο πλευρές. Διευρύνει επίσης τη συνεργασία της με τη Ρωσία ακόμη και στον στρατιωτικό τομέα, συζητώντας την αγορά, μεταξύ άλλων, ρωσικών επιθετικών ελικοπτέρων.

Η Ελλάδα πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσει την τουρκική πολιτική «φιλίας» προς τη Μόσχα, που αποβλέπει γενικότερα στην αναγνώρισή της από τη Μόσχα ως σημαντικού εταίρου και περιφερειακού παράγοντα και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα Ελληνοτουρκικά στην ουδετεροποίηση του ρωσικού παράγοντα σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου.

Η στρατηγική αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία επιβάλλει στενότερη σύμπλευση της Ελλάδος με την ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών που υποστηρίζουν τη στρατηγική συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας.

Επιβάλλει επίσης, ειδικότερα, τη διεύρυνση της συνεργασίας όχι μόνο στον ενεργειακό τομέα, αλλά σε άλλους τομείς επίσης, περιλαμβανομένου του αμυντικού. Η Ρωσία δεν εκπροσωπεί σήμερα κανένα πολιτικοϊδεολογικό σύστημα που ανταγωνίζεται γενικά τη Δύση. Η Ελλάδα δεν συμμερίζεται την άποψη των ακραίων της Ουάσινγκτον ή των βασιλικότερων εκφραστών της στην ΕΕ ότι η Ρωσία είναι δήθεν απειλή για τη Δύση.

Για την Ελλάδα η Ρωσία είναι μια μεγάλη, ομόδοξη φίλη χώρα με πανάρχαιους ιστορικούς δεσμούς. Οι δύο χώρες έχουν επίσης συγκλίνοντα συμφέροντα. Η Ελλάδα δεν πρέπει να έχει φόβους και αναστολές.

Μπροστά στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει και αφορούν την εθνική της άμυνα και ασφάλεια, οι στρατηγικές σχέσεις με τη Γαλλία και τη Ρωσία είναι μονόδρομος. Είναι ανάγκη και εθνική επιταγή.


Σχολιάστε εδώ