Οι εξελίξεις και οι μελλοντολόγοι
Την πιθανότητα ο Οικουμενικός Πατριάρχης, μετά 50 χρόνια, να μην είναι Έλληνας και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όταν ποτέ επαναλειτουργήσει, οι ιεροσπουδαστές της να είναι Σύροι, Αρμένιοι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι και Τούρκοι, έθιξαν στα δημοσιεύματά τους στην εφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ» (5 Ιουλίου και 2 Αυγούστου) ο κ. Μ. Σ. Βάρδας και ο δρ Γ. Τσέτσης, Μ. πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο πρώτος μίλησε για πιθανότητα, ενώ ο δεύτερος διατύπωσε, προφανώς, τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ότι η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπως και πριν, θα έχει «πανορθόδοξη αποστολή ”ενταγμένη” στο διακόνημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των ιδρυμάτων της».
Εκείνο που προβληματίζει όχι μόνο τον γράφοντα, αλλά και όσους γνωρίζουν καλά την ιστορία της σχολής αυτής, είναι κατά πόσον θα επανεύρει τον εαυτόν της μετά 38 χρόνια αναγκαστικής σιωπής της και μετά τη συρρίκνωση της πάλαι ποτέ ακμαζούσης ελληνικής ομογένειας της Πόλης. Και σημειώνω τούτο επειδή οι προερχόμενοι ιεροσπουδαστές από την Πόλη ήταν πάντοτε εγγύηση για τη λειτουργία της σχολής, όταν, σε δύσκολους καιρούς, οι Τούρκοι έθεταν περιορισμούς στους έξωθεν προερχόμενους υποψηφίους για να φοιτήσουν σ’ αυτήν. Και δεν θέλουμε να πιστέψουμε την άποψη κάποιων ότι η επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης παίζεται σε πολλά ταμπλό.
Σύμφωνα με όσα διαρρέουν από την πλευρά των αρμοδίων τουρκικών αρχών, αν, και όταν, επαναλειτουργήσει η σχολή, το επίπεδό της θα είναι επίπεδο τουρκικού λυκείου. Δηλαδή θα είναι πιο κάτω από εκείνο το οποίο της αναγνώριζαν οι τουρκικές αρχές μέχρι που ανέστειλαν τη λειτουργία της.
Όπως τότε, το ίδιο και στο νέο στάδιο της σχολής, ο θεολογικός της κύκλος θα είναι τετραετής και, οπωσδήποτε, θα εφαρμοστεί ο παλαιός κανονισμός λειτουργίας της, χωρίς να αλλάξει η διαδικασία εισόδου σ’ αυτήν υποψηφίων ιεροσπουδαστών. Με τον κανονισμό αυτό, που δεν θα έχουν αντίρρηση οι τουρκικές αρχές να εφαρμόζεται εφόσον θα πρόκειται για καθαρώς επαγγελματική σχολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προκειμένου από τους αποφοίτους της να αναδεικνύει τα στελέχη του, θα αποκλείονται οι αλλοεθνείς εκείνοι τους οποίους έχει κατονομάσει ο κ. Μ. Σ. Βάρδας.
Δεν πρέπει να συγχέονται οι γεωπολιτικές εξελίξεις, που σημειώνονται στις μέρες μας, με το αμετάβλητο καθεστώς, το διεθνώς αναγνωρισμένο, του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Βέβαια, η αναφορά του δρα Γ. Τσέτση στις δήθεν βολές που δέχεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο, να μου επιτρέψει ο ομογάλακτος αυτός αδελφός να διαφωνήσω και να του πω ότι σε όποια κριτική γίνεται την αφορμή δίνουν αδέξιες ενέργειες ή δηλώσεις του σημερινού Προκαθημένου του Φαναρίου κ.κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος μ’ αυτές θίγει σοβαρώς εθνικά και εκκλησιαστικά συμφέροντα της Ελλάδος.
Το Φανάρι είναι η έδρα του επιτελείου της Οικουμενικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και εκείθεν η Παναγιότης του να ασκεί την εποπτεία του στον χώρο της αρμοδιότητάς του και εκείθεν να συντονίζει τη συνεργασία όλων των Ορθόδοξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Πρέπει να παύσει να θεωρεί τους κατά τόπους Ιεράρχες βοηθούς Επισκόπους του ή να κάνει επεμβάσεις στις ανεξάρτητες απ’ αυτόν Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Αυτό απέφυγαν οι προκάτοχοί του. Οι φόβοι για ανάδειξη, μετά 50 χρόνια, μη έλληνα Οικουμενικού Πατριάρχη ή της Μόσχας σε τρίτη Ρώμη, έχουν διασκεδαστεί με δημόσιες δηλώσεις του αειμνήστου Πατριάρχη Μόσχας Αλεξίου. Η ρωσική Εκκλησία δεν θα διεκδικήσει ποτέ μερίδιο οικουμενικότητας από το Φανάρι, αλλ’, όπως φαίνεται, δεν πρόκειται να αφήσει κανέναν να μπει σφήνα σε χώρους δικούς της.
Τις εκκλησιαστικές μεταβολές, οι οποίες έγιναν όταν η ίδια βρισκόταν σε διωγμό, σήμερα, από θέση ισχύος, τις ακυρώνει.
Η πλανηταρχική αντίληψη του Προκαθημένου του Φαναρίου είναι αντίθετη με την υφή, την παράδοση και τους διοικητικούς κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Επί της ουσίας, οι μελλοντολόγοι με τις εκτιμήσεις που κάνουν πάνω στις σημερινές και τις ενδεχόμενες στο μέλλον γεωπολιτικές εξελίξεις, τόσο για τον Οικουμενικό Θρόνο του Φαναρίου όσο και για τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, εάν ποτέ επαναλειτουργήσει (και το ευχόμαστε από βάθους καρδίας) μόνο αδικαιολόγητους φόβους προκαλούν στην ελληνική κοινή γνώμη. Καλά θα κάνουν να αποφεύγουν τέτοιες εκτιμήσεις και προβλέψεις.
Δρ Π. Γ. Φούγιας