ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΤΗΣ… ΑΝΑΙΔΕΙΑΣ!

Και επειδή συνήθιζε να λέει περισσότερα από εκείνα που «έπρεπε» να πει, δημιουργούσε γύρω του ένα κλίμα όχι πάντα φιλικό από όλους εκείνους που λένε λιγότερα ή γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν ή επειδή επιλέγουν τη σιωπηλή συγκατάβαση για να την εισπράξουν αργότερα με την καιροσκοπική τους τακτική.

Ήταν λοιπόν 30 χρόνια από σήμερα, που μέσα στην ατμόσφαιρα του δημοκρατικού μας ενθουσιασμού και του δικαιολογημένου κλίματος απελευθέρωσης από κάθε είδους «δεσμά», ήρθε και το θέμα της κατάργησης της Άδειας Ασκήσεως Επαγγέλματος του Ηθοποιού. Και το περίεργο είναι ότι είχε βρει ένθερμους υποστηρικτές όχι μόνο τη σωρεία των ατάλαντων ή και όσων είχαν συμφέροντα από την κατάργηση, αλλά και από μεγάλο αριθμό κορυφαίων του θεάτρου που η άποψη και η υπογραφή τους μετρούσε, έτσι που και η πολιτεία, μη τολμώντας να το ξανασκεφτεί και να αντιδράσει, έδωσε την ελεύθερη χρήση και για το θέατρο του «μπάτε σκύλοι και αλέστε», με την ίδια ευκολία που η οκά έγινε κιλό και η χώρα γέμισε με αυθαίρετα από τους καταπατητές. Και έγραφε στο «Αυριανό θέατρο» ο Στέφανος σχετικά με αυτή την επιπόλαια και βιαστική κατάργηση:

«Πολλοί και σοβαροί άνθρωποι του θεάτρου μας είναι κατά της αδείας Ασκήσεως Επαγγέλματος του

Ηθοποιού. Πιστεύουν πως ο ηθοποιός δεν χρειάζεται άδεια, ούτε δίπλωμα σχολής για να ξεδιπλώσει το ταλέντο του. Πιστεύουν ότι, όπως ο ποιητής ή ο ζωγράφος ή ο συνθέτης, δεν χρειάζονται άδεια για να γράφουν ποιήματα, να ζωγραφίσουν ή να γράφουν μουσική, έτσι και ο ηθοποιός, μόνο με το ταλέντο του και τη δουλειά του πάνω στο σανίδι, μπορεί να προχωράει στο θέατρο». Και συνεχίζει «δεν είμαστε αντίθετοι στην κατάργηση της Αδείας. Ούτε και πιστεύουμε πως η “άδεια”, το “χαρτί”, κάνει τον ηθοποιό. Όπως και το δίπλωμα του γιατρού δεν κάνει τον γιατρό και τα ράσα τον πατριάρχη. Όμως όχι τώρα, όχι αυτή τη στιγμή, έτσι βιαστικά, λες και η κατάργηση της άδειας θα λύσει αμέσως όλα τα προβλήματα του θεάτρου. Η άδεια χρειάζεται για πολύ καιρό ακόμα, αν τώρα αμέσως και ταυτόχρονα δεν δημιουργηθεί η υποδομή της Παιδείας και της επαγγελματικής συνείδησης. Γιατί με την κατάργησή της, θα μπορεί ο οποιοσδήποτε να ανεβαίνει στη σκηνή σε δεύτερο ή και σε πρώτο ρόλο και δεν θα είναι δύσκολο, όταν το ανώνυμο κοινό, επηρεασμένο από την πλύση εγκεφάλου του Τύπου και των πληρωμένων διαφημίσεων ή και μερικών κριτικών που μπερδεύουν τον κόσμο αντί να τον ενημερώνουν, να συμφωνεί άνετα με αυτό που του το παρουσιάζουν για χρυσό, ενώ είναι ντενεκές…».

Και καταλήγει: «Και είναι δυνατόν αυτήν την τόσο σοβαρή άποψη, ότι όπως ο ποιητής δεν θέλει διπλώματα, έτσι και ο ηθοποιός, να τη λένε σοβαροί πνευματικοί άνθρωποι. Τι σχέση έχει ο ποιητής, ο ζωγράφος και ο συνθέτης με τον ηθοποιό;

Ο ποιητής είναι δημιουργός. Ο ηθοποιός είναι εκτελεστικό όργανο.

Ο ποιητής δημιουργεί από το μηδέν. Ο ηθοποιός αναδημιουργεί, ερμηνεύει, εκτελεί ένα έτοιμο κείμενο.

Ο ποιητής είναι μονάδα. Ο ηθοποιός είναι μέρος κάποιου συνόλου. Και δεν μειώνεται καθόλου η μεγάλη

αξία της προσφοράς στην Τέχνη ότι δεν είναι δημιουργός, όπως ο ποιητής και ο ζωγράφος. Ο ηθοποιός έχει μια άλλη μεγαλύτερη ίσως αξία: Είναι ο ίδιος, την ίδια στιγμή, όργανο και χειριστής οργάνου, είναι η ψυχή και το αντικείμενο μαζί. Και όπως ο πιανίστας μελετάει, ασκείται, χρόνια και χρόνια, για να απαλλαγεί από τα δάχτυλά του και τα πλήκτρα, για να μπορέσει να ακουμπήσει την ψυχή του πάνω στο πιάνο, έτσι και ο ηθοποιός έχει την ανάγκη από συστηματική εξαντλητική προετοιμασία του σώματός του για να μπορέσει να το μετατρέψει σε τελικό εκφραστή του έργου του ποιητή».

Είναι τριάντα χρόνια που η Άδεια Ασκήσεως Επαγγέλματος Ηθοποιού καταργήθηκε. Η Δημοκρατία ικανοποίησε τους εκφραστές της και καλά έκανε, γιατί αυτή είναι η δουλειά της: Να ανοίγει πόρτες, φροντίζοντας όμως να είναι ασφαλισμένα τα παράθυρά της. Και εδώ βέβαια να πούμε ότι και εκείνη η Επιτροπή που έδινε τις άδειες, δεν ήταν ό,τι το καλύτερο, φτάνει να θυμηθούμε ότι με δυσκολία έδωσε την έγκρισή της για να δουλέψουν ως ηθοποιοί η Έλλη Λαμπέτη και ο Κώστας Βουτσάς,

επειδή και οι δύο είχαν ένα «ψεύδισμα» και μια δυσκολία στην «καθαρότητα του λόγου» και που βέβαια χρειάζεται μεγάλη ικανότητα σε μια Επιτροπή για να διακρίνει ότι και αυτά ήταν «χάρισμα», όταν ξέρεις να τα χρησιμοποιείς.

Για την ταυτόχρονη κατάργηση της άδειας, σημείωνε τότε ο Στέφανος Ληναίος, ήταν η άμεση δημιουργία υποδομής και επαγγελματικής συνείδησης. Είδατε μέσα στα 30 χρόνια που μεσολάβησαν να έγινε κάτι τέτοιο; Χώρια που ήρθε και η πρακτική της τηλεοπτικής κρεατομηχανής και έγινε η ιστορία ακόμα χειρότερη, με την είσοδο των τηλεοπτικών «αστέρων» που έγιναν σιγά σιγά και θεατρικοί παράγοντες. Σε πλήρη απουσία θεατρικής παιδείας, χωρίς να παίζουν το ρόλο τους, αλλά απλά «διαβάζοντας» τους διαλόγους επί τροχάδην, με τον ίδιο τρόπο που ακούμε το σπικάρισμα των διαφημίσεων, φροντίζοντας οι περισσότερες για την αποκάλυψη των σωματικών τους πειρασμών (Χριστέ μου, τόσο βυζί δεν το φάγαμε ούτε στη βρεφική μας ηλικία) και οι περισσότεροι επιδεικνύοντας μια μοντέρνα, αμφισβητούμενη αρσενικότητα με δικαιολογημένες επιφυλάξεις.

Βλέπω ελληνικές ταινίες, γυρισμένες πριν από 40 και 50 χρόνια, με πρωτόγονα φωνοληπτικά μέσα και δεν χάνω λέξη ενώ παρακολουθώ επεισόδια σημερινά και είναι αμφίβολο αν ξεχωρίζω ένα 20% από τα λεγόμενα. Επειδή δεν ξέρουν να μιλήσουν, επειδή δεν ξέρουν τι σημαίνει άρθρωση, ανάγκη της ανάσας, σημασία του βλέμματος, ανάγκη της σιωπής, σωστή χρήση των χεριών και ουσιαστική συμμετοχή στο έργο. Ανδρείκελα ενεργούμενα, αμέτοχα, προβάλλοντας συνήθως μια αδικαιολόγητη νευρική κινητικότητα, με όλη τους τη φροντίδα πόσο πιο κοντή θα είναι η φούστα και πόσο πιο έντονα βαμμένο το μάτι, συνήθως με την έκφραση του ψαριού. Αν ένας τροχονόμος σταματήσει τον οδηγό που πέρασε με κόκκινο, το πρώτο που θα του ζητήσει είναι «άδεια και δίπλωμα». Τον τελευταίο καιρό, έχω δει πολλή τηλεόραση, συσσωρευμένη μάλιστα και λόγω των επαναλήψεων και

έχω τρομάξει… Και αναρωτιέμαι αν είναι τόσο μικρότερη παράβαση το «κόκκινο» των αυτοδιορισμένων για να έχουμε καταργήσει εντελώς τον τροχονόμο;

***

Μερικοί το προτιμούν… κλεφτό!

Πάλι στα κινηματογραφικά. Τι να γίνει, φίλτατοι, το αίμα νερό δεν γίνεται… Παίζεται αυτήν την εβδομάδα, βγαλμένη από το χρονοντούλαπο των καλύτερων κινηματογραφικών αναμνήσεων, μια ταινία που δικαιολογημένα ο -πάντα καλά ενημερωμένος- Δημήτρης Δανίκας σημειώνει ότι «ακόμα και ο Σαίξπηρ αν ζούσε το 1959, τότε δηλαδή που έγινε η ταινία “Μερικοί το προτιμούν καυτό” θα την υπέγραφε».

(Εντάξει, είπαμε «το καλό να λέγεται», αλλά όχι και την αθερίνα να βαφτίζουμε συναγρίδα για να την τρώμε πιο ορεξάτοι…). Έτυχε τότε που είχε έρθει η ταινία στην Ελλάδα, να έχω την ευθύνη του γραφείου Τύπου της «Σκούρας Φιλμ» και δεν χρειάζεται να πω τον ενθουσιασμό μας για το «λαχείο» που μας είχε πέσει, με μόνη διαφορά ότι εμένα κάτι μου θύμιζε και, σκαλίζοντας τα χαρτιά, ανακάλυψα ότι η σπουδαία κατά τα άλλα ταινία του Μπίλι Ουάιλντερ ήταν «ριμέικ» μιας αρκετά παλιότερης γαλλικής ταινίας που, αν και προπολεμικής, παιζόταν ακόμα μέχρι και πριν από λίγα χρόνια σε κάποιους καλοκαιρινούς κινηματογράφους και που δεν ήταν άλλη από το «Fanfare d’ amour» (λυπάμαι που δεν θυμάμαι πια τον ελληνικό της τίτλο) με την ιστορία δύο άνεργων μουσικών που αναγκάζονται να ντυθούν τραβεστί σε μια γυναικεία ορχήστρα αντιμετωπίζοντας σπαρταριστές περιπέτειες. Έπαιζαν ο Φερνάν Γκραβέ (κούκλος του γαλλικού σινεμά, στο ρόλο που έπαιξε μετά ο Τόνι Κέρτις) και ο Ζουλιέν Καρέτ, ένας εξαίρετος κωμικός καρατερίστας στο ρόλο του Τζακ Λέμον, ενώ κάποια Γκάμπι Μπάσε, που έπαιζε το ρόλο της Μέριλιν, δεν είχε στη συνέχεια την ίδια καταπληκτική άνοδο της άλλης. Πώς να το κάνουμε, δεν γεννιούνται όλες Μονρόε. Χωρίς βέβαια να γίνεται καμιά αναφορά για την προέλευση του έργου, ούτε και με ψιλά γραμματάκια στους αρχικούς τίτλους, αλλά ούτε και σε κανένα Αλμανάκ ή άλλο σχετικό κινηματογραφικό συναξάρι, όπως συνηθίζεται όταν το έργο έχει άλλο πρωταρχικό δημιουργό.

Μερικά χρόνια αργότερα, είχα αναζητήσει σε μερικά από τα μεγαλύτερα βίντεοκλαμπ στο Παρίσι αν υπήρχε το «Fanfare d’ amour» σε βιντεοκασέτα. Δεν υπήρχε πουθενά και τελικά έμαθα από την εκπρόσωπο της «Ουνιφράνς» στην Ελλάδα, την Αλίκη Λύκου, ότι η ταινία είχε αποσυρθεί από κάθε εκμετάλλευση της κυκλοφορίας της, μετά την αγορά όλων των πνευματικών δικαιωμάτων από τους διασκευαστές της, δηλαδή τον Ι.Α.Π. Ντάιμοντ και τον Μπίλι Ουάιλντερ, όπως πολύ σωστά τους αναφέρει ο κ. Δανίκας, για να εξαφανιστούν όλα τα ίχνη του νομολογημένου «εγκλήματος». Έλα όμως που και οι ταινίες έχουν το δικό τους DNA…

Όταν οι Αμερικανοί δανείζονται θέματα έργων από την Ευρώπη (όπως και με το «Βίκτορ και Βικτόρια», που ήταν παλιότερη παραγωγή του αυστριακού κινηματογράφου) φροντίζουν να κλείνουν κάθε τρύπα από την οποία το σκάφος μπορεί να πάρει νερά. Έτσι όπως έγινε και με το «Κλουβί με τις τρελές» (και συγχωρέστε με που επιμένω, αλλά δεν χωνεύεται εύκολα) που όλη η ιδέα της διασκευής του σε «μιούζικαλ» έγινε από εμένα, όταν το ανεβάσαμε στο θέατρο «Μινώα», χωρίς εγώ να εισπράξω ούτε μισό δολάριο, εκτός από μια τιμητική πρόσκληση στην πρεμιέρα του «Παλλάς» τον περασμένο χειμώνα…

Όπως το ξαναείπαμε, το «Γκουαντανάμο» της Πνευματικής Ιδιοκτησίας στη Χώρα της Ελευθερίας ποτέ δεν πεθαίνει. Ούτε και το σκιάζει φοβέρα καμιά.


Σχολιάστε εδώ