Διακοπές χωρίς «διακοπή»
Οι διακοπές του καλοκαιριού θεωρούνται παραδοσιακά ως μια περίοδος ξεκούρασης, ξεγνοιασιάς, μια αναγκαία τομή στον ετήσιο κύκλο η οποία μας επιτρέπει να αξιολογήσουμε τους μήνες που πέρασαν και να προγραμματίσουμε τους επόμενους μήνες που εκτιμώνται ως μια περίοδος οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων. Η απαλλαγή από τα καθημερινά προβλήματα, η επαφή με τη φύση, η απλή και ειλικρινής επικοινωνία με τους γύρω μας συνιστούν ένα είδος ποιοτικής αναβάθμισης έναντι της ρουτίνας και των προβλημάτων που μας απασχολούν όλον τον χρόνο.
Όλα αυτά τα στοιχεία χάνουν όμως σταδιακά την αξία τους, τον συμβολισμό τους, τον αυθόρμητο χαρακτήρα τους. Οι διακοπές εμπορευματοποιήθηκαν, εντάχθηκαν στους περιορισμένους πλέον οικογενειακούς προϋπολογισμούς, μετεξελίχθηκαν σε μια αναγκαία, ίσως και υποχρεωτική διαδικασία, ένα είδος τυπικού καθήκοντος, σε ένα άλλοθι, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι δυσκολίες και τα προβλήματα που δυστυχώς δεν παύουν να μας απασχολούν, σε ήσσονα ίσως τόνο, και κατά την ίδια την περίοδο των διακοπών.
Όταν η ίδια η καθημερινότητα, όταν η ίδια η ζωή μας, είναι γεμάτες προβλήματα, άγχη, όταν καθορίζονται από πολυεπίπεδες κρίσεις, οικονομικές, κοινωνικές, εργασιακές, τότε οι διακοπές δεν αποτελούν παρά ένα ανεπαρκές «αντίδωρο» που δεν συνιστά παρά το «άλλοθι» μιας «αβάσταχτης» καθημερινότητας, ένα είδος προσωρινής φυγής σε έναν κλειστό κύκλο.
Γι’ αυτό και η ενσωμάτωση των διακοπών στο πεδίο της εμπορευματοποίησης τις αναγορεύει περισσότερο σε «μόδα» παρά σε διαδικασία σωματικής και ψυχο-πνευματικής «απόλαυσης». Οι τόποι των διακοπών αποκτούν ταξική-κοινωνική βάση, διαχωρίζονται σε μοντέρνους (και μεταμοντέρνους) και σε κλασικούς/παραδοσιακούς, οι δεύτεροι των οποίων αφορούν κυρίως τους «ιθαγενείς», τους «συντηρητικούς» και τους πληβείους… Υπάρχει μια κατηγορία πολιτών που επιλέγουν συγκεκριμένα μέρη διακοπών, κυρίως «κοσμικά» νησιά, προκειμένου να διηγηθούν στη συνέχεια στο κοινωνικό ή επαγγελματικό τους περιβάλλον τις συναντήσεις τους με προσωπικότητες του λάιφ στάιλ ή της πολιτικής. Οι διακοπές χρησιμοποιούνται ως μέσον, στην περίπτωση αυτή, προκειμένου τα άτομα αυτά να αυξήσουν το κοινωνικό τους «κεφάλαιο» και όχι βέβαια για να απολαύσουν πράγματι τις διακοπές.
Την «τιμή των διακοπών» τη σώζει η δεύτερη κατηγορία πολιτών, η οποία επιλέγει για τις διακοπές της τους τόπους καταγωγής, τα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, εκεί όπου οι ανθρώπινες σχέσεις είναι περισσότερο αυθεντικές και απο-εμπορευματοποιημένες. Εκεί όπου οι άνθρωποι αισθάνονται ότι οι ειλικρινείς σχέσεις και το γνήσιο περιβάλλον προσφέρουν πράγματι το πλαίσιο για ηρεμία, ψύχραιμη σκέψη, αισθήματα γνήσια και αληθινά. Αυτή είναι ίσως και η μόνη θετική επίπτωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Το ίδιο το καλοκαίρι χάνει σταδιακά τη σημασία του. Από μια εποχή ξεγνοιασιάς, ηρεμίας, απλότητας, πρωτογενούς επαφής με το φυσικό περιβάλλον, εξελίσσεται σε μια περίοδο άγχους, όπου οι απολαύσεις αντικαθίστανται από τους κινδύνους, τις καταστροφές. Η ζέστη του καλοκαιριού μετατράπηκε σήμερα στον εφιάλτη του καύσωνα, στις υψηλές θερμοκρασίες που έχει επιφέρει η ραγδαία καταστροφή του περιβάλλοντος. Το λαμπρό φως του ηλίου, που ύμνησαν οι ποιητές μας, το αυγουστιάτικο φεγγάρι, καλύπτονται τα τελευταία χρόνια από τα νέφη των καταστροφικών πυρκαγιών, που αφανίζουν τα τελευταία μας δάση, ανοίγοντας πολλές φορές τον δρόμο για την οικοπεδοποίηση. Γι’ αυτό και τον θαλάσσιο μπάτη, το δροσερό αεράκι του βουνού και του δάσους το αντικατέστησαν σήμερα τα αιρ-κοντίσιον… από την μια άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη.
Η ιστορική αυτή μετατόπιση στον τομέα της εμπορευματοποίησης έχει όμως σημαντικές και κρίσιμες, ίσως, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Ο τουρισμός σήμερα αναδεικνύεται και προωθείται ως η πλέον αποδοτική και σπουδαία επένδυση, ως πρωταρχική «δομή» ανάπτυξης του τόπου… Ασφαλής ο τουρισμός, με αφετηρία τη δεκαετία των μεγάλων αλλαγών του 1960, αποτελεί μια παραδοσιακή δραστηριότητα για τη χώρα μας και προσελκύει εκατομμύρια τουριστών για το φυσικό κάλλος, τον ιστορικό πολιτισμό και τα μνημεία της πατρίδας μας.
Όμως η άκρατη «καπιταλιστικοποίηση», η μοναδική επιδίωξη του κέρδους, η πλήρης εμπορευματικοποίηση των κάθε είδους υπηρεσιών, οδηγεί στο αδιέξοδο.
Η ακρίβεια, η μέτρια ποιότητα των υπηρεσιών, η πλήρης εξειδίκευση παραθεριστικών τόπων και ξενοδοχειακών μονάδων σε εθνικότητες και εισοδήματα τουριστών διαμορφώνουν ένα εύθραυστο τοπίο ανταγωνισμού που οδηγεί σε άμεσους κινδύνους για το μέλλον. Οι έλληνες πολίτες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο υψηλό κόστος τόσο των ξενοδοχειακών μονάδων όσο και των θαλάσσιων μεταφορικών μέσων, γι’ αυτό και είτε περιορίζουν τον χρόνο των διακοπών τους είτε επιλέγουν φθηνότερους προορισμούς. Θεωρούνται με κάποιο τρόπο «εθνικώς απόβλητοι» από τις χαμηλές τιμές προσφορών που ισχύουν για τους ξένους τουρίστες…
Η σημαντικότερη όμως, μεσοπρόθεσμα, επίπτωση είναι η κοινωνική και πολιτισμική αλλοίωση που υφίστανται οι πληθυσμοί των τουριστικών περιοχών. Το τουριστικό «επάγγελμα» θεωρείται μονόδρομος, εγκαταλείπονται ή υποβαθμίζονται άλλες σημαντικές απασχολήσεις (είτε στον πρωτογενή είτε στον δευτερογενή τομέα) και γενικότερα η διαμορφούμενη κουλτούρα και αισθητική, ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, προσαρμόζονται προς τις απαιτήσεις και τα κριτήρια των ξένων τουριστών… Το «αντάλλαγμα» όμως είναι «σοβαρό»… Από τη δραστηριότητα της (τρίμηνης το πολύ) τουριστικής περιόδου διασφαλίζεται το ετήσιο εισόδημα…
Το φετινό καλοκαίρι είναι όντως ένας σημαντικός σταθμός. Από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, την οικονομική κρίση, τα σκάνδαλα και την απαξίωση των κομμάτων και των πολιτικών, περάσαμε στον «εφιάλτη» του ιού της γρίπης. Και σε λίγες εβδομάδες θα υποστούμε και πάλι τα μέτρα προς «αντιμετώπιση» της οικονομικής κρίσης, θα ζήσουμε τον φόβο της πανδημίας κι όλα αυτά διανθισμένα από το αίτημα της μείζονος αντιπολίτευσης για «πρόωρες εκλογές»… Σε κάθε περίπτωση κι αυτή η μικρή περίοδος των διακοπών είναι ανίκανη να «διακόψει» το κλίμα της ανασφάλειας, της διακινδύνευσης, του φόβου για το μέλλον. Γι’ αυτό και πρέπει να επιμείνουμε στα σημαντικά ζητήματα της ζωής, της κοινωνίας, της πατρίδας μας. Να επιμείνουμε ενάντια στο ρεύμα της παραίτησης και της μοιρολατρίας. Κι αυτή η επιμονή και αντίσταση δεν χρειάζεται ασφαλώς την πολυτέλεια των «διακοπών».