Ο επικίνδυνος τουρκικός τυχοδιωκτισμός
Και οι προκλήσεις καθʼ εαυτές και κάποιες άλλες συστηματικές μεθοδεύσεις σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων αποτελούν παράγωγα συγκυριακών ενθαρρύνσεων, που παρέχονται από συγκεκριμένα κέντρα ισχύος. Και πρωταρχικά την Ουάσινγκτον. Η οποία –και για λόγους άλλους αυτήν τη φορά από εκείνους της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου– επανακαθιστά την Άγκυρα στρατηγικό τοποτηρητή στην κρίσιμη γεωπολιτική ζώνη που μας διαλαμβάνει.
Αποβαίνοντας ατύπως περιφερειάρχης του ατλαντισμού, η Τουρκία προάγει (με τρόπο που κανονικά θα οδηγούσε σε ανάφλεξη) όλο το φάσμα των μαξιμαλιστικών της στοχοθεσιών όσον αφορά τον Ελληνισμό. Από Θράκη μέχρι Δωδεκάνησα. Κι από Καστελλόριζο μέχρι Κύπρο. Σε μια στρατηγική ατζέντα που διαλαμβάνει τόσο τα μειονοτικά ζητήματα (που θʼ αποτελέσουν τον κρίσιμο συντελεστή των ελληνοτουρκικών προβλημάτων σύντομα) όσο και τα όρια των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος. Τα οποία και θέτει καθημερινά κι εκβιαστικά υπό αμφισβήτηση, με στόχο τη δημιουργία τετελεσμένων, μέσω της αμφισβητήσεως της διακρατικής νομιμότητος.
Το πρώτο βεβαίως που διερωτάται κάποιος είναι: Πού υπάρχει (αν υφίσταται) και πού πάει τελικά η συμμαχική ευθύνη; Και ποιος είναι ο ρόλος επιτέλους της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης; Που δεν εκδηλώνεται ούτε καν θεωρητικά και με ανώδυνες (και ακίνδυνες έστω) παρεμβάσεις.
Η Τουρκία κυριολεκτικώς αλωνίζει. Και καθημερινά πλέον διεμβολίζει τα
όρια γεωπολιτικής κυριαρχίας της Ελλάδος. Δημιουργώντας έτσι νέα τετελεσμένα. Εφόσον δεν βρίσκει αντιστάσεις, πέραν χαλαρών και πλήρως αναποτελεσματικών αντιδράσεων, οι οποίες και κινούνται σε επίπεδα θωπευτικών διαβημάτων. Ενώ την ίδια ώρα, όχι μόνο δεν πιέζεται και δεν νουθετείται από τα ισχυρά κέντρα επιρροής, αλλά διαπιστώνει ότι σʼ αυτά διαμορφώνονται σταθεροί δείκτες επιλογής της ίδιας ως καθαυτό στρατηγικού εταίρου σε όλο το φάσμα της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Για πολλούς και ευανάγνωστους λόγους. Που την καθιστούν εξίσου πολύτιμη με τη θέση που της απέδιδαν και επί Σοβιετίας. Έναντι της οποίας αποτελούσε, υποτίθεται, το πρώτο «επιθετικό ανάχωμα».
Υπό το φως αυτών των αυταποδείκτων (που τεκμηριώνονται άλλωστε και από έγγραφα στρατηγικών think tanks της Ουάσινγκτον και από δηλώσεις αμερικανών αρμοδίων – όπως της επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ), ο Ελληνισμός πρέπει νʼ αναμένει τα χειρότερα. Όχι ασφαλώς μοιρολατρικά. Να το ξέρουμε όμως. Να το αναμένουμε. Και να οπλίσουμε –αν είναι δυνατόν– τις στρατηγικές μας αντιστάσεις ως χώρα και ως έθνος. Με ανάλογες ρεαλιστικές μεν, αλλά αποφασιστικές πολιτικές. Και με
αποτελεσματικώς αποτρεπτική διαχείριση των εξελίξεων, τις οποίες μας επιβάλλει το εξ ανατολών θράσος.
Η Άγκυρα δεν προκαλεί χάριν των προκλήσεων. Ούτε κι επέλεξε τον χρόνο των ενεργειών της χωρίς προμελέτη. Δεν είναι τυχαίο που αυτές οι προκλήσεις συμπίπτουν με άτυπη μεν, αλλά ουσιαστική ανάσχεση της ενταξιακής της πορείας. Με την εν όψει αξιολόγηση των τουρκοκοινοτικών συνομιλιών να προδικάζει απαίτηση των Βρυξελλών για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το λεγόμενο Πρωτόκολλο της Άγκυρας. Και με το Κυπριακό να εισέρχεται σε τελική φάση αποφάσεων για λύση, αλλά κι ενδεχομένως για νέο (κι αυτήν τη φορά τερματικό) αδιέξοδο.