ΜΑΘΕ: ΜΑΧΑΙΡΑΝ ΕΔΩΣΕΣ ΜΑΧΑΙΡΑΝ ΘΑ ΛΑΒΕΙΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΡΟΝΟΣ ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΛΑΒΕΙΣ
Ήτο παιδίον αγαθό
παιδί βασανισμένο
είχε πατέρα δύστροπο
στό σύστημα μπασμένο.
Απ’ τό πρωί εγρύλιζε
ο άρχων τής οικίας
ως λύκος εις οροσειρά
ως τέκνο τής κακίας.
Κρατούσε τό μαστίγιο
καί έδερνε τούς πάντες
είτε οικείοι ήτανε
είτε κάποιος Φιοράντες.
Ήτο δικτάτωρ παλαβός
χτύπαγε καί γελούσε
μέ τήν χαρά εμάλωνε
τό γέλιο τό μισούσε.
Έτσι ο παίς τρελάθηκε
καί χάθηκε μιά μέρα
τήν ώρα πού ο ουρανός
ντύθηκε σάν εταίρα.
Έφτυσε τήν φαμίλια του
καί στά βουνά ανέβη.
Ουδείς ποτέ δέν έμαθε
άν δούλευε ή κλέβει.
Στό τέλος λησμονήθηκε
κι από τήν φαμελιά του
καί στά σκουπίδια έριξαν
αυτόν καί τ’ όνομά του.
Φύγανε χρόνια κάμποσα
χρόνια δυστυχισμένα
η Χώρα μέτραγε παντού
πόλεις, χωριά καμένα.
Ο ένας σκότωνε εδώ
ο άλλος παραπέρα
έμοιαζε η μέρα σάβανο
κι η νύχτα μέ χολέρα.
Ένας Λαός τρελάθηκε
καί στήν αλλοφροσύνη
λιγότεροι ήταν οι σωστοί
καί περισσά τά κτήνη.
Δέν είχε δρόμο γιά φυγή
σοκάκι νά περάσει
ήλιο νά δεί καί νά χαρεί
– είχε ο Λαός γεράσει.
Σερνόταν μέ τά τέσσερα
άκρως ευτελισμένος
ένας σαλίγκαρος σωστός
μέ σάλια ποτισμένος.
Μά ένα βράδι σκοτεινό
στήν πολιτεία εμβαίνει
ένας πελώριος ανήρ
μ’ αυτοκρατόρου χλαίνη.
Τά μάτια του ήτο θολά
καί ασταθές τό βήμα
τό γέλιο του μακάβριο
τό στόμα του έν μνήμα.
Προφήτη καί Σωτήρα τους
τά πλήθη τόν νομίζουν
η σκέψη τους παρέλυσε
κι οι πάντες τόν ψηφίζουν.
Κανείς όμως δέν γνώριζε
τό τού Προφήτου γένος
ποιός ο πατήρ, η μήτηρ του
πού ήτο γεννημένος.
Ήτο ο γιός τού άφρονα
πατέρα καί δυνάστη
ο δραπετεύσας στά βουνά
κι έκτοτε εξεχάστη.
Τώρα τρελός ο έρημος
ήλθε νά κυβερνήσει
καί όντως εκυβέρνησε
τήν γή πού ‘χε μισήσει.
Έκτοτε η Χώρα κλείστηκε
σ’ ένα τρελοκομείον
μέ τούς ηγέτες άφρονες
καί τά Ταμεία μείον.
Διαβάτη εσύ περαστικέ
τήν Χώρα μήν μισήσεις
βρές έναν κάδο σκουπιδιών
κι εντός αυτού νά φτύσεις.
********************************
Κάθε συσχέτιση τής εδώ
αναφερόμενης Χώρας
μέ τήν δική μας, θά είναι
άδικος καί ατυχής.
Ουδεμίαν σχέση έχουν.