ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ… ΥΓΙΕΙΣ!

Η «προσωπική άποψη» είναι κάτι για το οποίο δεν μπορεί κανένας να τον κατηγορήσει, γιατί είναι όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, θα την έλεγα, του «θεατρικού μαέστρου», φτάνει βέβαια «να του βαστάν τα κότσια», όπως άλλωστε συμβαίνει με τον καθ’ όλα άξιο Γιάννη Μπέζο, όταν παίρνει στα χέρια του ένα κλασικό κείμενο και το αποδίδει με τις δικές του ικανότητες, αξιοποιώντας τη διαχρονικότητα του έργου, χωρίς να απομακρύνεται από την ουσία. Και να μην ξεχνάμε ότι στα κλασικά κείμενα δεν υπάρχουν σκηνοθετικές οδηγίες, εκτός μόνο από την ανάγνωση του κειμένου. Και σ’ αυτήν την ελεύθερη πρόσβαση οφείλονται και οι περισσότερες εκτρωματικές παραστάσεις που κατά καιρούς φιλοξενήθηκαν και στα αρχαία μας θέατρα κάνοντας έξαλλους θεατές και κριτικούς.

Χαρακτηριστικοί τύποι λοιπόν οι «κατά φαντασία ασθενείς», ξεκινώντας παλαιότερα από τα γιατροσόφια και τους κομπογιαννίτες, που, χωρίς να πάσχουν από τίποτα, ήθελαν να πιστεύουν ότι υποφέρουν από ύπουλες αρρώστιες, αποζητώντας άλλοτε συμπαράσταση και πιο συχνά αποφυγή ευθυνών, μια και ο «πάσχων» συνήθως εξαιρείται -εκτός αν κατηγορείται σαν συνένοχος στο σκάνδαλο της Ζήμενς, οπόταν και Κυριακάτικα, με 43 βαθμούς το θερμόμετρο, τον στέλνουμε κρατούμενο στον ανακριτή, ετοιμόρροπο με το μπαστουνάκι του, πρώτη είδηση στα δελτία ειδήσεων της περασμένης Κυριακής και εδώ βέβαια αναρωτιέσαι, τόσα χρόνια κανένας εισαγγελέας και κανένας ανακριτής δεν ήξερε για το «σύστημα εξαγοράς» που χρησιμοποιούσε ανέκαθεν η γερμανική εταιρεία, όχι τώρα αλλά και από προπολεμικά, με τις ευλογίες του Γκέμπελς επί μεταξικής δικτατορίας ή για την ιστορία Βουλπιώτη, τίποτα δεν ήξεραν, τίποτα δεν άκουσαν; Μην τρελαθούμε και κοίτα, κύριε, πού μας το πήγε η κουβέντα και με τους «κατά φαντασία υγιείς ανακριτές»…

Θυμάμαι σαν χαρακτηριστική περίπτωση «κατά φαντασία ασθενή» και τον Γιάννη Γκιωνάκη, με τη μεγάλη ερμηνευτική του ικανότητα, συνήθως άδικα σπαταλημένη σε επιλογές με οδηγό τον οικονομικό παράγοντα με το μεγάλο «κασέ» που απαιτούσε, αντίθετα με τις πενταροδεκάρες που πήρε σαν αμοιβή του, όταν ανεβάσαμε με τον Αλέξη Σολομό στο «Μινώα» το «Λουτρό» του Μαγιακόφσκι, αλλά που δεν κράτησε περισσότερο από ένα μήνα, επειδή ο κόσμος είχε συνηθίσει σε έναν «άλλο Γκιωνάκη».

Η πρώτη του κουβέντα, μετά την «καλημέρα», ήταν «δεν είμαι καλά σήμερα, από το γιατρό μου έρχομαι», κουβαλώντας στις τσέπες του ένα μικρό φαρμακείο από χάπια, που τα περισσότερα δεν τα έβαζε ποτέ στο στόμα του, γι’ αυτό άλλωστε και κανέναν δεν έπειθε για τις αρρώστιες του. Μια από τις τελευταίες κουβέντες που είχα μαζί του, λίγο πριν φύγει, καθηλωμένος στο κρεβάτι, ήταν «δεν είμαι καλά, Γιώργο μου, και το χειρότερο είναι που κανένας δεν θέλει να το πιστέψει».

Όμως το πρόβλημα δεν είναι οι «κατά φαντασία ασθενείς» που σε κάθε περίπτωση αποτελούν ασήμαντη έστω και βαρειαλγούσα μειοψηφία, περίπου σαν την εικόνα που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, αλλά όλοι εμείς που θα πρέπει να χαρακτηριστούμε μάλλον σαν «κατά φαντασία υγιείς», χρησιμοποιώντας σαν διαγνωστικό μας μέσο τον πανικό των κινδύνων της νέας γρίπης, με την οποία μας απειλούν με κάθε τρόπο, ακόμα και με καθημερινές εμφανίσεις υπουργών για να μας διαβεβαιώσουν ότι η κρατική μέριμνα αγρυπνά για τη σωτηρία μας.

Και που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, παίρνοντας για παράδειγμα τη συνηθισμένη αναποτελεσματικότητα της «κρατικής μέριμνας», πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας σαν «κατά φαντασία υγιείς».

Εκτός αν όλος αυτός ο συναγερμός της επερχόμενης επιδημικής γρίπης είναι κι αυτός μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού μας από τα τόσα και τόσα άλλα προβλήματα στα οποία εκείνα ειδικά είμαστε στην κυριολεξία «κατά φαντασία υγιείς» και χωρίς κανενός εμβολίου αισιοδοξίας.

Δεν φταίμε εμείς, η κατάσταση είναι που μας αναγκάζει να είμαστε καχύποπτοι και πονηροί και μάλιστα χωρίς καμιά φαντασία…

ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟ

ΛΕΞΙΚΟ

(…πάντα επίκαιρο, παρά

την ηλικία του!)

Ήρθε στα χέρια μου ένα απρόβλεπτο λεξικό που μόλις κυκλοφόρησε και πρέπει να πω ότι έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στα λεξικά γενικώς. Επιβεβαιώνουν μια αμφίβολη γνώση σου, ενώ συγχρόνως ανοίγουν τις πόρτες σε καινούργιες γνώσεις που πολλές φορές ούτε τις υποψιαζόσουν. Το λεξικό αυτό λοιπόν, παρά τη μακραίωνη ιστορία των περιεχομένων του, έρχεται και κάπως επίκαιρα σε μια εποχή που η εκκλησιαστική ιεραρχία τα έχει και πάλι ελαφρώς θαλασσώσει, από τη μια, με τις «ιατρικές» συμβουλές της στο πρόβλημα της αντιμετώπισης της επιδημίας της νέας γρίπης που μάλλον στερούνται σοβαρότητας και, από την άλλη, η άσκηση λογοκρισίας από την ιστορικής σημασίας ταινία του Κώστα Γαβρά σχετικά με τις κατά καιρούς βάρβαρες επιδρομές κατά του Παρθενώνα, από τις οποίες δεν λείπουν και ρασοφόροι. Το λεξικό που είπαμε από την αρχή τιτλοφορείται «Ερμηνευτικό και Ιστορικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης» γραμμένο από τον δικηγόρο κατ’ επάγγελμα κ. Αντώνιο Κουκουλά, με επιμέλεια Απόστολου Τζαφερόπουλου, των εκδόσεων «Γεωργιάδη» και αποτελεί προϊόν πολυετούς μόχθου για τη συγκέντρωση και την ανάλυση χιλιάδων λημμάτων που αφορούν πρόσωπα και θέματα της Καινής Διαθήκης, όπως αναφέρονται στις 300 σελίδες του.

Στο «αναγνωστικό» πρόγραμμα των διακοπών έχει πάρει τη θέση του, έστω και για ένα απλό φυλλομέτρημα του όγκου των σελίδων του, με τη βεβαιότητα ότι δίνει πολλές απαντήσεις σε απορίες, αμφιβολίες, αμφισβητήσεις και άγνοιες για θέματα διαχρονικής σημασίας, ιδιαίτερα για μια Διαθήκη που, από λίγο ως πολύ και για μερικά και «ως πάρα πολύ», το περιεχόμενό της αποτελεί στοιχείο της κρίσιμης καθημερινότητάς μας. Θα σας το συνιστούσα.

ΟΥΤΕ «ΦΩΣ» ΟΥΤΕ ΚΑΙ

«ΣΚΟΤΟΣ»

(…δηλαδή συν και πλην

ίσον μηδέν!)

Όπως το είχαμε προβλέψει, από την περασμένη Κυριακή, ματαιώθηκε τελικά η πολυσυζητημένη -χωρίς βέβαια κανένας να καταλάβει γιατί η τόση συζήτηση-, αλλά και αμφιλεγόμενη παράσταση του παντελώς αγνώστου μας σκηνοθέτη Άμος Γκιτάι, με το επίσης ουσιαστικά ανύπαρκτο έργο «Ο πόλεμος των υιών του φωτός κατά των υιών του σκότους», βασισμένο στην ιστορία του Ιουδαϊκού πολέμου, γραμμένο τον 1ο μ.Χ. αιώνα από τον «πασίγνωστό» (;) Ιώσηπο Φλάβιο και που για τη ματαίωσή της διατηρούνται αμφιβολίες αν αυτή οφείλεται στην αδιαθεσία της κατά τα άλλα κοτσονάτης Ζαν Μορό.

Ενώ η έγκαιρη και προβλεπτική αποχώρηση του Δημήτρη Καταλειφού από την προετοιμαζόμενη παράσταση επιβεβαιώνει την προχειρότητα της προπαρασκευής, μια και ένας έμπειρος ηθοποιός μυρίζεται εγκαίρως τα σάπια. Με αποτέλεσμα να μείνει κλειστό το θέατρο της Επιδαύρου και να βλαστημάνε τα φαγάδικα του Λιγουριού που στερήθηκαν την πάντα ορεξάτη πελατεία τους.

Στην ουσία βέβαια, κέρδος η απραγματοποίητη παράσταση αν ήταν για να προστεθεί σαν μια ακόμα στις μη επιτυχημένες επιλογές του κ. Λούκου, αν και αρκετά λιγότερες από τις περσινές -για να είμαστε δίκαιοι- και συγχρόνως μια σύσταση για περισσότερη φρόνηση και προσοχή, παίρνοντας για μάθημα και παράδειγμα τις επιλογές κάποτε του Θόδωρου Κρίτα, όταν τροφοδοτούσε το Φεστιβάλ Αθηνών με προσωπικότητες διεθνούς αναγνώρισης και μάλιστα σε εποχές πολύ πιο δύσκολες από κάθε άποψη και λόγω δύσκολων συνεννοήσεων και με δόγμα του το «ουκ εν τω πολλώ το ευ»!

***

ΜΙΑ «ΡΟΥΜΠΑ» ΣΕ ΞΥΛΙΝΟ ΠΟΔΙ…

Παίζεται μια ταινία για την οποία οι περισσότεροι περί τα κινηματογραφικά ασχολούμενοι συντάκτες έκαναν τις καλύτερες συστάσεις. Δανείζομαι χαρακτηριστικό το σχόλιο του συνήθως δύσκολου Δημήτρη Δανίκα, που έγραφε «να το δείτε οπωσδήποτε, στυλάτο διαμάντι, παίρνει τα σώβρακα όλων των υπερπαραγωγών και των μπιγκ σταρ της εβδομάδας».

Πρόκειται για την ταινία «Ρούμπα», μια απρόβλεπτη συμπαραγωγή Γαλλίας και Βελγίου, με εντελώς άγνωστους πρωταγωνιστές, χωρίς αυτό να την εμποδίζει να είναι ένα αριστούργημα, ακριβώς επειδή αξιοποιεί τη σημασία της κινηματογραφικής τέχνης, ενώ παράλληλα είναι και ένας ύμνος στην ανθρώπινη θέληση. Αλλά εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η εικόνα της «κινηματογραφικής αγοράς», όπως λειτουργεί και στη χώρα μας, όχι τώρα αλλά δεκαετίες ολόκληρες. Δηλαδή της ασφυκτικής μονοπωλιακής δικτατορίας με οδηγίες που έρχονται κατευθείαν από την Αμερική. Δηλαδή «μην αφήνετε ανάσα σε ανεξάρτητες παραγωγές και σε μικρούς εισαγωγείς και πνίξτε ό,τι δεν είναι αμερικανικό». Απόδειξη η «Ρούμπα», εισαγωγής μιας νέας μικρής εταιρείας, που παίζεται μόνο σε δύο κινηματογράφους, την «Άνεση» στους Αμπελοκήπους και στο «Σινέ Ψυρρή» που χρειάζεσαι… πιλότο για να το ανακαλύψεις στην περιοχή της Πλατείας Κουμουνδούρου, κάπου εκεί στο δαίδαλο των στενών του Ψυρρή! Αντίθετα οι εκπρόσωποι της χολιγουντιανής μονοκρατορίας παίζουν σε 24 κινηματογράφους μια δεύτερης διαλογής ταινία με τον Μάικλ Ντάγκλας και σε 20 ένα αστυνομικό πιστολάτο με τον Τζον Τραβόλτα στις χειρότερες ώρες του, πάντα με την άποψη των κινηματογραφικών κριτικών. Και χωρίς βέβαια η «Ρούμπα» με το ξύλινο πόδι και το δεκανίκι των δύο κινηματογράφων να φιλοξενείται από κανένα από τα «πολυ-σινεμά» που συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη κινηματογραφική πελατεία. Γι’ αυτό θα το ξαναπώ, επιτρέψτε μου και από ακριβά πληρωμένη πείρα, είναι «ηρωισμός» και μεράκι συγχρόνως, αν όχι και μια καλοπρόθετη δόση τυχοδιωκτισμού το να ασχολείσαι με τον κινηματογράφο σε οποιαδήποτε δραστηριότητά του (παραγωγή, διακίνηση, εκμετάλλευση έργου) κάτω από αυτές τις αποπνυκτικές και φαταουλικές συνθήκες από τη στιγμή που το αμερικανικό κινηματογραφικό συνδικάτο έχει στα χέρια της τη σημαδεμένη τράπουλα και που αργά ή γρήγορα οι χολιγουντιανοί δεινόσαυροι θα σε καταβροχθίσουν. Έτσι όπως αντίστοιχα αντιμετωπίζουν το Αφγανιστάν και χρησιμοποιούν το Γκουαντανάμο. Μπορεί να αλλάζει το τοπίο, το σενάριο όμως παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο…


Σχολιάστε εδώ