«Κάνημη ένα σηνηάλου μη του μαντήλ…»
«εν Μοίρους τη 24η ιουλήου 1911
βάια όταν ηγό πήγα στου πουτάμ να κουλημπήσου κη σήδα στου πουτάμ να πέρνς νηρό μη τη φτσέλα κη λαχτάρση η καρδηάμ κη αλήθηα ση λέου.
όταν ηγό μάζηβα καναδηό τσηρένια χουρτάρ στου ληκουστόμ, σήδα να μη κητάς απού αλάργα απού πήσου απού τη θημουνηά κησή αγάπησα πουλή κη θέλου να ση παντρηφτού.
μηθάβρηου στου παγγήρ θα πάου στην εκλησηά κη μόλης η παπάς απουλής την εκλησηά, ηγό θα ήμη μη τάλα πηδηά απού κάτου απού την ακακήα στου ηψουματάκ γηα να ση βλέπου που θα χουρέβς στου σηργηάν.
ση στέλνου τούτου του γράμα μητή γηάνηνα κηδόστου να στου δηαβάσουν.
βάια πρόσηχη ναμή του μάθ η μανηάς κη του μάθ όλου του χωρηό.
άμα μαγαπάς κησή κη θέλτς να ση παντρηφτού, όταν ηγό γηρνάου απού τα πρόβατα μη του γάλα, μήα αξάλ ήληους, θα ήμη μπρουστά στη ρούγα απτού σπήτη κη κάνημη ένα σηνηάλου μη του μαντήλ κηγό θα καταλάβου να του που στη μανηάμ να του πη στουν πατέραμ κη τη μάναμ.
η μάναμ θατουπή στη γηάνηνα η ουπήα θα του πη στουν πατέρας, κηάμα θηλής η πατέρας κη συμφουνής μη τουν πατέραμ, ηγό θα πάου στην καρδήτσα κη θα ση πάρου ένα σταβρό.
Γιώργος»
Ακριβές αντίγραφον του πρωτοτύπου ευρισκομένου εις χείρας του Λαρισαίου κ. Κων/νου Παπαθανασίου. Το πρωτότυπο είχε πάρει ο πατέρας του κ. Κ. Παπαθανασίου από έναν συστρατιώτη του ονόματι Ζιάκας, καταγόμενον από το χωρίον Μοίρους Καρδίτσης.
φτσέλα = ξύλινο βαρελάκι το οποίο έπαιρνε περίπου 5 κιλά νερό
τσιρένη = μικρός σωρός από χορτάρι
λυκοστίμι = χορτολιβαδική τοποθεσία
θημωνιά = μεγάλος σωρός από μπάλες χόρτου ή από δέματα σταχυών προς αλωνισμό
αλάργα = μακριά
μανιά = γιαγιά
αξάλη = βουκέντρα
ρούγα = αυλή