ΤO ΣΟΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Είναι κάποιες έννοιες τόσο αυτονόητες που, όσο τις λέμε και τις ξαναλέμε, προσβάλλουν περισσότερο αυτούς που τις λένε, χωρίς να αγγίζουν εκείνους τους μόνιμους κατοίκους του Περαβρεχειστάν στους οποίους απευθύνονται.

Λέω για την απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κάρολου Παπούλια, που αποφάσισε την κατάργηση όλου εκείνου του «σόου της Δημοκρατίας» στο Προεδρικό Μέγαρο κάθε 24 Ιουλίου, περιορίζοντας τον εορτασμό σε μια μικρή και αξιολογημένη συνάθροιση, για να τιμήσει την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ύστερα από μια καταγέλαστη εφτάχρονη δικτατορία και ελαφρώς «της πλάκας», παρά τα θύματα και τις ζημίες που βαραίνουν τις ενοχές της, αλλά που η κατάργησή της δεν παύει να είναι από τις σημαντικότερες ώρες της ιστορίας μας. Τα πρώτα εκείνα χρόνια, ο εορτασμός της είχε την ιδιαίτερη σημασία του, επειδή αποτελούσε φόρο τιμής σε εκείνους που από λίγο ως πολύ έκαναν το κατιτίς τους για να τελειώνουμε με την Παπαδοπουλο-Πατακο-Ιωαννιδική μπαταρέλα που άλλο δεν πήγαινε. Και ακόμα περισσότερο επειδή ήταν δεμένη με την υπόθεση της Κύπρου, την επιστροφή του Καραμανλή και τα προανακρούσματα της εισόδου μας στην Ευρώπη. Και ακόμα περισσότερο γιατί ήταν και μια επισήμανση για την απαιτούμενη προσοχή που θα έπρεπε να δείξουν οι επόμενοι διαχειριστές της ξαναγεννημένης και πάντα ευαίσθητης Δημοκρατίας.

Έτυχε να έχω πάει μία και μοναδική φορά σε μια από τις πρώτες προεδρικές δεξιώσεις, προσκαλεσμένος από τον Τάκη Λαμπρία, παλιό φίλο και γνώριμο από την εποχή των «Εικόνων» της Ελένης Βλάχου. Και είχε συγκίνηση εκείνη η συνάντηση, κάτι που θύμιζε λιγάκι τις συνεστιάσεις των παλιών συμμαθητών, ο ένας πιο γνωστός από τον άλλο, χωρίς ιδιαίτερες φανφάρες και λούσα, με μια συγκρατημένη επισημότητα και μια λογική οικειότητα και είχε ακόμα και το χιούμορ του ίδιου του Καραμανλή, που ερχόταν κατά τη συνήθειά του σε άμεση επαφή με τους δημοσιογράφους, όπως με το σπανακοπιτάκι που είχε προσφέρει ο ίδιος στον Φρέντυ Γερμανό για να του δείξει ότι λίγο λογάριαζε τις κόντρες που του έκανε η τότε νεογέννητη «Ελευθεροτυπία».

Ύστερα, με τον καιρό, όλη αυτή η ιστορία του εορτασμού του Προεδρικού Μεγάρου χάλασε, φτήνυνε, συμμορφώθηκε με το πνεύμα της εποχής του «λάιφ εντ στάιλ» και όλη η ιστορία έγινε για το ποιος και ποια θα εξασφαλίσουν την περιπόθητη πρόσκληση, για να επιβεβαιωθεί σε κάποια στιγμή η παρουσία τους σε κάποιο πέρασμα της τηλεκάμερας, όπως περίπου και στις δεξιώσεις του ΑΝΤ-1 για τα καλλιστεία και για τους άντρες και για τις τσούπρες της χρονιάς ή κάπως έτσι -αν όχι και χειρότερα. Και με όλη εκείνη την «πασαρέλα» της σκάλας να κατεβαίνουν οι επίσημοι και ημι-επίσημοι καλεσμένοι, με τη σειρά προσέλευσης, κάπως έτσι όπως εμφανίζονται και στην επιθεώρηση πρώτα οι δευτεροκλασάτοι ηθοποιοί, μέχρι να βγει στο φινάλε θριαμβευτικά, περίπου σαν τον Σταμάτη Φασουλή στο «Κλουβί με τις τρελές», ο πρώτος πολίτης και «πρωταγωνιστής» της χώρας!

Κάτι μου λέει ότι δεν ήταν ούτε η δαπάνη της δεξίωσης και σιγά τώρα μην πέσει έξω ο προϋπολογισμός για μερικές ντουζίνες περισσότερα ποτά και μερικά παραπανίσια καναπεδάκια, όταν παίρνει 1.000.000 δραχμές την ημέρα ο κ. Αράπογλου της Εθνικής και θα μου πεις «τι σχέση έχει;», για σκέψου το καλύτερα και θα δεις αν έχει. Ούτε και η γενικότερη κρισιμότητα των ημερών θα πρέπει να ήταν η αφορμή. Κρισιμότητες και δαπάνες έχουμε κάθε μέρα κι όμως καταφέρνουμε ακόμα και μας κολλάει ύπνος. Αυτό που πρέπει να οδήγησε τον κ. Κάρολο Παπούλια στην απόφασή του είναι μάλλον το ότι ο ίδιος κατάλαβε τη γελοιότητα αυτής της πασαρέλας, την οποία και ο ίδιος θα έκλεινε αναγκαστικά σαν βεντέτα του «σόου» και έβαλε μια οριστική τελεία και μια μεγαλοπρεπέστατη παύλα σε όλη αυτή την ιστορία και αυτή είναι, στο λόγο της τιμής μου, μια αιτία που τον εκτιμώ περισσότερο.

ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

(…και για όσους κουτσούς και στραβούς, στον Άγιο Επιδαύριο Παντελεήμονα!)

Διαβάζοντας μερικά πληροφοριακά για τα θεάματα και τα ακροάματα που έχει προγραμματίσει ο κ. Γιώργος Λούκος στο φετινό αισθητά περιορισμένο Φεστιβάλ Αθηνών, δεν νομίζω να μην είναι εύλογες μερικές απορίες. Χωρίς βέβαια αυτό να υποβαθμίζει την καλή του πρόθεση να το καταστήσει σαν ένα γεγονός παγκοσμίου καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος, σαν ένα θα τον έλεγα «ομφαλό» της εν δράσει θεατρικής δημιουργίας σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι όμως μερικά που δεν «καταπίνονται», όπως τουλάχιστον μας τα πληροφορούν οι αρμόδιοι για την ενημέρωσή μας.

Όπως π.χ. το σύνθετο θέαμα «Ο πόλεμος των υιών του φωτός κατά των υιών του σκότους», βασισμένο στην ιστορία του Ιουδαϊκού πολέμου, γραμμένο τον 1ο μ.Χ. αιώνα από τον Ιώσηππο Φλάβιο, όπως θα το παρουσιάσει ο σκηνοθέτης Άμος Γκιτάι, αλλά που κάπως μπερδεμένα και ακαταστάλαχτα μας τα λέει σε σχετική του συνέντευξη και που «κάπως χλιαρό ήταν και το χειροκρότημα της πρώτης βραδιάς που δόθηκε στην Αβινιόν», συμπληρώνοντας η ανταπόκριση ότι «η σύλληψη παρέμεινε στις προθέσεις», παρά και τη συμμετοχή της παλιάς δόξας του γαλλικού σινεμά, της ογδοντάχρονης και βάλε Ζαν Μορό, που παίζει αυτή τη φορά το ρόλο του δολώματος στο αγκίστρι αδέξιου ψαρά.

Διαβάζω επίσης τη διαμαρτυρία γνωστού και έγκριτου κριτικού για την «ανίερη καταπάτηση της θυμέλης» και μάλιστα με τον «πιο βάναυσο τρόπο» από θίασο του Εθνικού Θεάτρου του Ηνωμένου Βασιλείου που έπαιξε τη «Φαίδρα» του Ρακίνα στο θέατρο της Επιδαύρου, συμπληρώνοντας ότι «η θυμέλη ήταν ο κατ’ εξοχήν χώρος, που για πέντε δεκαετίες οι Έλληνες θεατράνθρωποι (Ροντήρης, Μιχαηλίδης, Μινωτής κ.ά.) απαγορευόταν αυστηρά ακόμα και να αγγιχτεί η θυμέλη από τους ερμηνευτές».

Τι γίνεται εδώ, κ. Λούκο, με τους φιλοξενούμενους με δόξες και τιμές ερμηνευτές-καταπατητές του Ηνωμένου Βασιλείου; Καινούργιος Έλγιν μας προέκυψε και μέσα στα μάτια μας;

Και «σαν να έτρωγες χλιαρή σούπα σε ρηχό πιάτο», χαρακτηρίζει ο ίδιος κριτικός την παράσταση μιας ομάδας με τον τίτλο «Ρίμινι Πρότοκολ», καλεσμένη κι αυτή από το Φεστιβάλ Αθηνών, όπου τέσσερις αυθεντικοί Αιγύπτιοι μουεζίνηδες ιστορούν (στη γλώσσα τους με το «σαλάμ αλέκουμ») την καθημερινότητά τους, ενώ σε οθόνες πίσω τους προβάλλονται εικόνες από τις φτωχογειτονιές που ζούνε, με όλο τον κίνδυνο, επισημαίνει ο κριτικός, «να επικρατήσει η αλήθεια και να κουκουλώσει το θέατρο».

Αν αυτό είναι θέατρο και με φιλοξενία του στην Επίδαυρο κάτω από τον μανδύα ενός Φεστιβάλ, τότε μαζέψτε, κύριε Λούκο, και όλους αυτούς της συμμορίας των δολοφόνων, που κάθε μέρα απασχολούν τα τηλεοπτικά δελτία, ανεβάστε τους σε μια σκηνή και αφήστε τους να μας «παίζουν» τα τηλεφωνήματά τους, που ασφαλώς θα έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από τις περιγραφές των μουεζίνηδων της Αιγύπτου. Τόσα λεφτά λοιπόν μας περισσεύουν και δεν το ξέρουμε;

***

ΤΟ «ΓΑΛΑ» Α ΛΑ ΠΟΛΩΝΕΖ!

Η είδηση έρχεται από τη Βαρσοβία, όπως δημοσιεύεται ακριβώς στην πολωνέζικη εφημερίδα «Dziennik», που έχω στα χέρια μου, με σχόλιο της θεατρολόγου Αγκνιέσκα Μιχάλεκ, που μεταφέρω στη συνέχεια και που αναφέρεται στη θεατρική παράσταση «Το γάλα» του Έλληνα συγγραφέα Βασίλη Κατσικονούρη και σε σκηνοθεσία του Σεμπάστιαν Χονδροκώστα, που αφηγείται τη ζωή μιας οικογένειας μεταναστών από τη Γεωργία στην Ελλάδα.

Και η είδηση συνεχίζει: «Θα ξαφνιαστούν αυτοί που περίμεναν από το θέατρο “Καμιένικα” της Βαρσοβίας αποκλειστικά ψυχαγωγία γιατί το “Γάλα”, που ανέβασε ο Σεμπάστιαν Χονδροκώστας, είναι μια έντονα δραματική υπόθεση που αφορά μια γυναίκα, η οποία δεν αποδέχεται την αρρώστια του γιου της και που σ’ αυτό τον ρόλο είναι έξοχη η Άννα Σοντακόβσκα που πρωταγωνιστεί και που αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα επιτεύγματα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας».

Όπως διαβάζω στο ολοσέλιδο αφιέρωμα της πολωνέζικης εφημερίδας, μεταφρασμένο βέβαια γιατί πολωνέζικα δεν ξέρω ούτε την καλημέρα, «το έργο περιγράφει μια οικογένεια μεταναστών που προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα της πραγματικότητα, ενώ ο σκηνοθέτης δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα σημεία αυτά, όσο στο πολυδιάστατο δράμα της μητέρας με τον ανίατο γιο της. Ο σκηνοθέτης (και εδώ είναι φανερό ότι ο κ. Χονδροκώστας, μόνιμα εγκαταστημένος και θεατρικά δραστηριοποιημένος, όπως πληροφορούμαι, στην Πολωνία) δούλεψε με μια “άλλη ματιά” επάνω στο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, χωρίς να συγχωρέσει ή να δικαιολογήσει τους ήρωες του έργου, χωρίς κι αυτοί να φοβούνται τη γελοιότητα και την ενδεχόμενη ασχήμια που παρουσιάζουν οι χαρακτήρες τους, ενώ ο καθένας είναι άρρωστος με το δικό του τρόπο» και το σχόλιο καταλήγει: «Ο Ραφαέλ Φουντάλεζ, που αποδίδει με έξοχο τρόπο το προβληματικό παιδί, είναι απέναντι στη μάνα του άλλοτε χυδαίος και αδιάντροπος και άλλοτε ήπιος, σαν να χλευάζει την κατάπτωσή του, ξέροντας ότι το νοσοκομείο από το οποίο προσπαθούν να το προφυλάξουν είναι το ίδιο το σπίτι του, σε έναν κόσμο όπου η μόνη ελευθερία είναι ο θάνατος». Και το σχόλιο καταλήγει σε πολλά υμνητικά τόσο για το έργο όσο και για την παράσταση, της οποίας και το ενδιαφέρον του κοινού είναι σημαντικό και ειδικά για μια χώρα με αναπτυγμένο θεατρικό ένστικτο, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται με τα διάφορα, τοπικά θεατρικά φεστιβάλ στην Πολωνία.

Θέλω να πω ότι με συγκίνησε ιδιαίτερα η είδηση, που ενώ κοινοποιήθηκε σε όλες τις εφημερίδες, από καμιά δεν φιλοξενήθηκε και γιατί άλλωστε να τύχει τέτοιας «τιμής» αφού δεν αφορούσε τη συμμετοχή μας σε καμιά «Γιουρο-β-ρίζιον» με κάποια τραγουδιστική πατσαβούρα (γιατί για πατσαβούρες μιλάμε και ας μη μας τρομάζουν οι λέξεις) ακριβοπληρωμένης όμως δημοσιότητας από το χρεοκοπημένο Δημόσιο Ταμείο.

Τον Βασίλη Κατσικονούρη τον γνωρίζω από την πρώτη του είσοδο στη θεατρική μας πραγματικότητα, από την εποχή της επιτυχίας που είχε το «Γάλα», τόσο από το Εθνικό θέατρο από την επιτυχημένη παράσταση του Νίκου Μαστοράκη και στη συνέχεια από την Άννα Βαγενά. Άνθρωπος διακριτικός, χαμηλών τόνων, αποστασιοποιημένος θα έλεγα από το θόρυβο και τις κοσμικότητες, συνεχίζοντας να παραμένει δάσκαλος σε νυχτερινό σχολείο εργατικής συνοικίας, εντελώς αντίθετος με τηλεοπτικούς επιμηθείες που το ύφος τους προπορεύεται από το ανύπαρκτο εγκεφαλικό τους περιεχόμενο.

Για την παρουσίαση και την προώθηση του έργου στην Πολωνία, ούτε φύλλο δεν κουνήθηκε από κρατικής πλευράς και ευτυχώς δηλαδή, γιατί αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, το λιγότερο που θα γινόταν από επιτροπή σε επιτροπή και από άποψη σε άποψη, τελικά το «Γάλα» θα κινδύνευε να γίνει… γιαούρτι! Όλη η ιστορία ξεκίνησε από ιδιωτική πρωτοβουλία, από το ενδιαφέρον που έδειξε ο σκηνοθέτης Σεμπάστιαν Χονδροκώστας από τη στιγμή που το έργο ήρθε στα χέρια του και από ένα δημοσιογράφο, τον Νίκο Κομίνη, που υπηρετεί στο Γραφείο Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στην Πολωνία, που εντελώς ανιδιοτελώς και μόνο «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο» βοήθησε όσο μπορούσε για να γευτούν και οι θεατρόφιλοι της Βαρσοβίας το «γάλα αλά πολωνέζ»!

Οι πληροφορίες μου λένε ότι το έργο έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον και από άλλες ευρωπαϊκές εστίες και υπάρχει πιθανότητα να το παρουσιάσει το χειμώνα και η «Ελληνική Θεαμάτων» σε ένα από τα θέατρά της και η οποία επίσης έχει προγραμματίσει να παρουσιάσει στα καθιερωμένα «Δευτερό-τριτα» έναν μονόλογο του Βασίλη Κατσικονούρη με τον προσωρινό τίτλο «Το μπουφάν της Χάρλεϊ» που θα αποδώσει στο θέατρο «Δημήτρης Χορν» η Άννα Παναγιωτοπούλου. Μπράβο, Βασίλη, χαρά μου οι «καλημέρες» σου…

Γ.Λ.


Σχολιάστε εδώ