«Το νόμιμο είναι και ηθικό»
Kάθε νόμος, κάθε πολιτειακός θεσμός συγκροτείται ως οργανική ενότητα από τη συνύπαρξη και συλλειτουργία δύο στοιχείων: της τυπικής κανονιστικής του διατύπωσης και του ηθικολογικού και αξιακού του περιεχομένου. Το πρώτο οριοθετεί τις πράξεις και τις επιλογές των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων, προκειμένου να αναδειχθεί και να επιτευχθεί το περιεχόμενο αυτό, η δημοκρατική ουσία, οι ηθικές πτυχές μιας νομικής-κανονιστικής διατύπωσης.
Όμως αυτό το ηθικολογικό περιεχόμενο του νόμου δεν μπορούν να το αναδείξουν από μόνες τους οι τυπικές διατάξεις εάν τα ίδια τα ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα δεν το συνειδητοποιούν και δεν επιθυμούν να το καταστήσουν κυρίαρχο στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής πράξης. Οι νόμοι συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας ανώτερης, ελεύθερης, συνείδησης εάν τα ίδια τα άτομα συνειδητοποιούν το δημοκρατικό τους περιεχόμενο. Δεν μπορούν όμως, από μόνες τους, οι νομικές διατάξεις να το επιβάλλουν.
Ο νόμος μπορεί να αναγνωρίζει τα άτομα ως ελεύθερα και ίσα, όμως εάν οι ίδιοι οι πολίτες δεν μπορούν να κατανοήσουν το περιεχόμενο της ελευθερίας, της ισότητας και της ισοτιμίας τους και τηρούν απλώς τις τυπικές διατάξεις του νόμου προς αποφυγήν του κολασμού, τότε ο νόμος αποτελεί ένα απλό λειτουργικό τυπικό πλαίσιο χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Γιʼ αυτό και το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος αναθέτει την τήρησή του «στον πατριωτισμό των Ελλήνων». Επιδιώκει δηλαδή την ανάδειξη των ουσιωδών περιεχομένων της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ιστορικής συνείδησης που αποτελούν τα ουσιώδη συστατικά του έθνους, της πατρίδας μας. Αν, αντίθετα, επεδίωκε την τυπική τήρηση των διατάξεων αυτών, θα ανέθετε την προστασία του Συντάγματος σε νομικούς θεσμούς, σε ομάδες συνταγματολόγων και δικαστικών…
Εάν αγνοήσουμε αυτήν τη βασική διάκριση μεταξύ της ηθικής / νομικής ιδέας και της νομικής – δικαιικής περιγραφής της, τότε τα πράγματα γίνονται εξόχως εύκολα ή καλύτερα απολύτως κυνικά. Η νομική διάταξη / περιγραφή αποσυνδέεται από το περιεχόμενο του νόμου, αυτονομείται, και επιδιώκεται η εξωτερικού τύπου νομιμοποίησή της με την επίκληση μιας αφηρημένης «λαϊκής βούλησης», η οποία και θα πρέπει να πραγματωθεί, στην περίπτωσή μας, μέσω της καταψήφισης της υποψηφιότητας του νυν Προέδρου Κάρολου Παπούλια…
Αυτή ακριβώς η μετατροπή του «μέσου», δηλαδή της νομικής διάταξης, σε «σκοπό», δηλαδή στην έκφραση της λαϊκής βούλησης μέσω βουλευτικών εκλογών, συνιστά «εργαλειοποίηση» της συνταγματικής διάταξης και μετατροπή του προσώπου του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας σε «μαριονέτα» των πολιτικών επιλογών της ηγεσίας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης (εάν φυσικά λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τη δήλωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ ότι θα καταψηφίσει τον κ. Παπούλια ως αντιπολίτευση, ενώ θα τον υπερψηφίσει ως κυβέρνηση…).
Ασφαλώς εδώ και δεκαετίες, διατάξεις του Συντάγματος χρησιμοποιούνται από τα κόμματα της διακυβέρνησης για να εξυπηρετήσουν στην πράξη κομματικές επιδιώξεις και σκοπιμότητες. Το πρόβλημα όμως δεν λύνεται με το να απαριθμεί το κάθε κόμμα τις παραβιάσεις του άλλου, προκειμένου να αποκτήσει κάποιο «πλεονέκτημα». Γιατί τέτοιο πλεονέκτημα δεν υπάρχει, αφού έβλαψαν και «βλάπτουν και οι δύο τη Συρία το ίδιο»…
Ούτε βεβαίως είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές επίσημες δηλώσεις εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ που διακήρυξε με «πολιτική λεβεντιά» ότι «η εφαρμογή και η ερμηνεία του Συντάγματος δεν μπορούν να λειτουργούν σε βάρος του εθνικού συμφέροντος»… Ώστε, κύριοι της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, το Σύνταγμα λειτουργεί (ενίοτε) σε βάρος του εθνικού συμφέροντος… Μα τότε πρωταρχικό αίτημα θα έπρεπε να προβληθεί η αλλαγή του Συντάγματος χάριν της προάσπισης του εθνικού συμφέροντος… Δυστυχώς η ακρισία και η επιπολαιότητα δεν γνωρίζουν όρια, προκειμένου να προωθηθεί το κομματικό συμφέρον.
Από τη δική της πλευρά η κυβερνητική παράταξη «ποιεί την νήσσαν» όχι γιατί ενδιαφέρεται για την προστασία του περιεχομένου των συνταγματικών θεσμών, αλλά γιατί θέλει να αποφύγει μια εκλογική αναμέτρηση που την οδηγεί με σοβαρές πιθανότητες στην ήττα. Με την οπτική αυτή, και η ΝΔ «εργαλειοποιεί» τη συνταγματική διάταξη, προτάσσοντας όμως το περιεχόμενο του θεσμού και όχι την τυπική διάταξη, όπως πράττει το ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για τη συνήθη αντιστροφή των ρόλων…
Ανεξάρτητα όμως από τις μικροκομματικές σκοπιμότητες, γεγονός είναι ότι στο πολίτευμα της Προεδρευομένης Δημοκρατίας η ανάδειξη του Προέδρου συντελείται μέσω της συναίνεσης των κομμάτων στο Κοινοβούλιο και όχι μέσω της έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Ο νομοθέτης, επιδιώκοντας τη συναίνεση αυτή, τη θεωρεί ταυτοχρόνως απόρροια της βούλησης του λαού, ο οποίος επιθυμεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να στηρίζεται και να νομιμοποιείται όχι από μια οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά από μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση.
Η περίπτωση προσφυγής στην εκλογική αναμέτρηση επιλέγεται ως εσχάτη λύση όταν δεν επιτυγχάνεται η συναίνεση στο πρόσωπο του Προέδρου (και όχι βέβαια η συναίνεση στις πολιτικές στρατηγικές των κομμάτων). Τότε, ασφαλώς, κάθε κόμμα μπορεί να επιλέξει τον κατάλληλο υποψήφιο με βάση τα δικά του κριτήρια (που υποτίθεται ότι μπορούν να διασφαλίσουν την ευρύτερη συναίνεση).
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε ευθέως να υποδείξει άλλον υποψήφιο εκτός του νυν Προέδρου και να οδηγήσει τον τόπο σε εκλογές. Αυτή θα ήταν μια έντιμη πολιτική επιλογή. Όχι μόνο δεν ακολουθεί αυτόν τον δρόμο, αλλά εμμέσως αποδυναμώνει την υποψηφιότητα του Κ. Παπούλια και τον οδηγεί μεθοδικά σε παραίτηση με τη λήξη της θητείας του. Και για όλα αυτά επικαλείται την ανάγκη έκφρασης της λαϊκής βούλησης…
Πιστεύουμε ότι ο κ. Παπανδρέου επιδιώκει (μετά μια, πιθανή, νίκη του στις εκλογές) να κυβερνήσει και όχι να ορκιστεί ως (εφήμερος) πρωθυπουργός. Όμως με τέτοιου είδους μεθοδεύσεις όπου επικρατεί η σκοπιμότητα και ο πολιτικός κυνισμός, ούτε η αξιοπιστία της πολιτικής μπορεί να αποκατασταθεί ούτε η λαϊκή εντολή έχει σταθερά θεμέλια…
Το χειρότερο απʼ όλα είναι ότι με τη στάση της αυτή η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται στον πιο πιστό εκφραστή της ρήσης του κ. Γ. Βουλγαράκη, που υποστήριζε ότι «το νόμιμο είναι και ηθικό». Μια ρήση που πριν από λίγους μήνες το ίδιο το ΠΑΣΟΚ καταδίκαζε με δριμύτητα…