Στρατηγική ηγεμονικής δύναμης
Πρόκειται για το φαινόμενο της «φινλανδοποίησης» όπου αδύναμες και ανίσχυρες χώρες αναπτύσσουν την πολιτική τους συμπεριφορά επί τη βάσει του τι αντιλαμβάνονται ότι θα επιθυμούσε ή θα ενοχλούσε πολιτικά τον ηγεμόνα της περιοχής. Το σύνδρομο της φινλανδοποίησης αναπτύχθηκε με αφετηρία τη φοβική συμπεριφορά της μεταπολεμικής Φινλανδίας έναντι του σοβιετικού imperium και έκτοτε αναφέρεται σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που αδύναμες χώρες διακατεχόμενες από τον φόβο έναντι μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους, όπως είπαμε, στην πολιτική βούληση του ηγεμόνα. Η Τουρκία προσπάθησε να αναπτύξει αυτήν την παράσταση έναντι των τρίτων χωρών της ευρύτερης περιοχής της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, και της Υπερκαυκασίας.
Χρησιμοποίησε την Κύπρο ως αφετηρία οικοδόμησης αυτής της πολιτικής, όπου, όσο παράξενο και αν φαίνεται, η διεθνής παρανομία της Τουρκίας στο Κυπριακό, παρά τις καταδικαστικές αποφάσεις του ανίσχυρου Ο.Η.Ε., της απέφερε τον σεβασμό της διεθνούς κοινότητας των κρατών, ως της χώρας εκείνης που σχεδιάζει πολιτικές, έχει στρατηγική και μπορεί να επιτύχει στόχους που, όπως στην περίπτωση της Κύπρου, εθεωρούντο όχι μόνο ανέφικτοι αλλά και αδιανόητοι ως προς την πραγματοποίησή τους. Έτσι είναι η διεθνής κοινότητα. Σέβεται εκείνους που είναι ισχυροί και επιτυγχάνουν ακόμη και παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες της διεθνούς κοινότητας, φτάνει να είναι «νικητές» και να μπορούν να εξισορροπούν το κόστος της παρανομίας με συμφέροντα και διεθνείς συμμαχίες. Η Τουρκία θέλησε να επιβάλει τη θέλησή της και έναντι της Ελλάδος, αλλά και έναντι της Συρίας, εξαγγέλοντας ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 το δόγμα των «δυόμισι πολέμων», που σήμαινε πως η Τουρκία θα έπρεπε να είναι σε θέση να διεξάγει ταυτόχρονα δυόμισι πολέμους, έναν έναντι της Ελλάδος, έναν δεύτερο κατά της Συρίας και τέλος τον πόλεμο κατά των Κούρδων.
Ταυτόχρονα έπρεπε να κλείσει το μέτωπο με τη Βουλγαρία, να εξομαλύνει τη σχέση της με την Αρμενία και να εμπεδώσει καλές φιλικές σχέσεις με το Ιράν. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης βοήθησε την Τουρκία να ελέγξει πλέον μέσω της τουρκικής μειονότητας το νέο καθεστώς της Βουλγαρίας, η υπόθεση Οτσαλάν συνέτεινε αποφασιστικά στην ακύρωση του συριακού μετώπου και στην πλήρη αποδυνάμωση του κουρδικού μαχητικού στοιχείου, το άνοιγμα στο Ιράν μετά την κρίση της χώρας των μουλάδων με τις Η.Π.Α. απέβη καρποφόρο, αφού η Τουρκία εμφανίζεται πλέον ως ο μόνος ενδιάμεσος παράγοντας που συνδέει την Τεχεράνη με την Ουάσινγκτον και με τη Δύση.
Απέμεινε η Ελλάδα μόνη πλέον, υπολογίσιμη στρατιωτικά και πολιτικά, δύναμη που εξακολουθεί να είναι ενεργά αντίθετη, διαθέτουσα στρατιωτική ισχύ και πολιτική δύναμη, στα σχέδια της τουρκικής ηγεμονίας και φινλανδοποίησης της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Η Κύπρος διατηρεί την πολιτική της ισχύ, ούσα μέλος της Ε.Ε., ενώ παράλληλα όλη η διεργασία και η εμφάνιση του Σχεδίου Ανάν, που απετέλεσε μέγα λάθος των κυβερνήσεων Σημίτη, Γιώργου Παπανδρέου και Κληρίδη, παρά την ευτυχή απόρριψή του, αποστιγμάτισε την Τουρκία από το ένοχο βάρος της κατοχικής δύναμης. Η Αθήνα είναι υποχρεωμένη σήμερα να αντιμετωπίσει μια αναχρονιστική δύναμη που εξακολουθεί να χρησιμοποιεί μέσα επιβολής των περασμένων τριών αιώνων, να ενισχύσει τη στρατιωτική της αποτρεπτική απειλή, να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της στο Αιγαίο, που διασαλεύθηκε από τα Ύμια και εντεύθεν, και να δώσει στην Άγκυρα να καταλάβει πως η Αθήνα δεν είναι ούτε Δαμασκός ούτε Σόφια.
Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που επιβάλλει η υποχρέωση της χώρας να προασπίσει την κυριαρχία και την ακεραιότητα της, καθώς επίσης και να συμβάλει αποτελεσματικά στην ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή.