ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ, Η ΒΟΥΛΗ ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ, Η ΦΥΛΗ ΤΩΝ ΦΑΩ-ΦΑΩ ΚΑΙ ΟΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΤΑΦΟΙ

Αχ, τρυφερά παρθένα μου
στόν τάφο σου επάνω
μύρια θά φέρω λούλουδα
κι έναν σταυρό θά κάνω.

Θά ψάλω ύμνο τής ταφής
καί τής αθανασίας.
Πές μου γιατί απέθανες
πρίν έλθει ο Μεσσίας;

Γιατί τό σώμα τό αγνό
τ’ άφησες νά σαπίσει
πρίν νά χαρείς τόν έρωτα
όπου χαρίζει η φύση;

Γιατί κορίτσι άμοιρο
μπήκες βαθιά στόν τάφο
κι έρχομαι τώρα ο φτωχός
στήν πλάκα σου καί γράφω;

«Ενθάδε κείται η πτωχός
καί δύσμοιρη Ελλάδα
θύμα ακόλαστων ταγών
ξηρά περικοκλάδα».
Ποιός σέ εμάρανε βοριάς
ποιός Νότος σέ ξηραίνει
ποίος Πουνέντες σέ χτυπά
κι ο Αυγερινός δέν βγαίνει;

Γεμάτος ο ορίζοντας
εκ πλήθους γενιτσάρων
κι εσύ στό κέντρο μοναχή
θύμα αισχρών βαρβάρων.

Καί οι φωστήρες οι εδώ
-πικρόχολη κινίνη-
ακίνητοι, αργόσχολοι
κομπάρσοι, θεατρίνοι.

Τί ωφελεί στόν τάφο σου
λουλούδια νά σού φέρνω
όταν τά αγριόχορτα
μ’ αγγίζουνε στό στέρνο.

Μνήμα απεριποίητο
μέ βάτα καί τσουκνίδες
μέ τράγους ν’ αφοδεύουνε
καί νά πηδάνε γίδες.

Έρημο κοιμητήριο
λυσσομανούν οι μπόρες
λυσσομανούν γυπαετοί
πού λέγεις: ΦΥΛΕΣ ΧΩΡΕΣ.

Τής ερημίας σήμαντρα
λοξοί κωδωνοκρούστες
λιβάνια πιά συνθετικά
καί οι ναοί μέ σούστες.

Μέ σούστες νά λικνίζονται
σημαιοστολισμένες
οι κούρσες τού Βουληδιστάν
κι οι γειτονιές καμένες.

Κλείνει ο κύκλος τής ζωής
γκρεμίζονται τά πάντα
κι εσύ νεκρή, ακίνητη
στού κόσμου τή Λοκάντα*

μέ τούς μεθύστακες μεθάς
νεκρή, μά δέν πειράζει
στών βρικολάκων τό μαντρί
είσαι καί σύ γρανάζι.

«Φεύγω πικραμένος
καί σ’ αφήνω
ακυβέρνητη
στή θάλασσα σανίδα,
δέν μπορώ τό αίμα μου
νά δίνω
σέ μιάν άρρωστη
συνέχεια πατρίδα».**

********************************
* λοκάντα = ταβερνείο
** «Λαϊκά Προάστια», Σωτηρία Μπέλλου


Σχολιάστε εδώ