Μια φορά και έναν καιρό

Η μαμά Μαρίκας και η μαμά Δημητράκη, καθισμένες η μια παραπλεύρως της άλλης, φιλοσοφούσανε επί της ματαιότητος των εγκοσμίων. Είχαν ήδη ρουφήξει «ξεγυρισμένες» γουλιές από το μαυροζούμι που τους σέρβιραν υπό την παραπλανητική ονομασία «καφές» και είχαν μασήσει επιτροχάδην μερικά τραγανιστά παξιμαδάκια. Ως πλέον χειροδύναμη, η μαμά Μαρίκας ξεβίδωσε την τάπα του έμπροσθέν τους φιαλιδίου με την ετικέτα που ανέγραφε με χρυσά γράμματα «Απόσταγμα οίνου παλαιόν», πλαισιωμένο από εικόνες βραβείων, μεταλλίων και διπλωμάτων, περιέχον το παγκοσμίως γνωστό προϊόν της οινοποιίας Αφών Καραμπούρδα.

Στην πραγματικότητα ήταν ένα μείγμα ύδατος, ενδεχομένως ακατάλληλου προς πόσιν, οινοπνεύματος κατάλληλου μόνον για εντριβή και απροσδιόριστου αρώματος, κατάλληλου προς απομάκρυνση επιβλαβών ζωυφίων.

Η μαμά Μαρίκας γέμισε τα ποτηράκια με το αηδές υγρό, ύψωσε το δικό της υποτυπωδώς σαν πρόποση και είπε στη διπλανή της: «Άντε, στη γεια μας. Να ζήσουμε και να τον θυμόμαστε…».

«Να ζήσουμε», αποκρίθηκε η μαμά Δημητράκη και το κατέβασε μονορούφι με σχετικό πλατάγισμα της γλώσσας. Η συνάντηση πραγματοποιείτο σε αίθουσα κοινωνικών εκδηλώσεων μετά την τέλεση μνημοσύνου, οι δύο δε κυρίες, άγνωστες μέχρι προ ολίγου μεταξύ τους, αισθάνθηκαν να τις συνδέει δεσμός αίματος και διερωτήθηκαν από μέσα τους «μπας κι ήσαν απολεσθέντα αδέλφια», από εκείνα που αναζητούνται τηλεοπτικώς τις νυκτερινές ώρες εκάστης Παρασκευής. Αποκλείσασαι -πάλιν από μέσα τους- το ενδεχόμενον συγγένειας, άνοιξαν και δεύτερο φιαλίδιο κονιάκ, οπότε σκέφτηκαν: «Αφού δεν είναι συγγενείς, τι τις εμποδίζει να γίνουν;». Καθ’ όσον η μια μαμά διέθετε κοτζάμ λεβέντη Δημητράκη και η άλλη τη μονίμως σε ώρα γάμου θυγατέρα της Μαρίκα. Μεταξύ της τελευταίας γουλιάς καφέ, τραγανιστού παξιμαδίου και στραγγίσματος τρίτου φιαλιδίου, ο κύβος ερρίφθη, η συμφωνία τους επισφραγίσθηκε με θερμή χειραψία και έλαβαν θέση στην ουρά για ν’ αποχαιρετίσουν τους πενθούντας. Προς άρση κάθε παρεξηγήσεως, η φράση «Τα συλλυπητήριά μου» που επλανάτο απευθύνετο στους συγγενείς του μακαρίτη και δεν αποτελούσε αιχμή για το συντελεσθέν προξενιό.

Ο Δημητράκης, φέρελπις νέος, για τον οποίον η μητέρα του έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό, ήταν μαθητευόμενος σε βιοτεχνία υποδημάτων και έδειχνε τέτοιο ζήλο και εργατικότητα για να εμπεδώσει τα μυστικά της δουλειάς, ώστε υπήρχε διάχυτη η βεβαιότης πως πριν κλείσει τα τριάντα θα είναι ένας περιζήτητος κάλφας. Αφοσιωμένος στην εκμάθηση της τέχνης, παρέμεινε απληροφόρητος για τον λόγο που υπάρχουν οι γυναίκες επί της γης… Η Μαρίκα, αντιθέτως, «κάτι είχε ακούσει για τον φόνο», χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις πως υπήρξε και μάρτυς. Πανευτυχής, η μαμά Δημητράκη, το ίδιο απόγευμα και πριν αναχωρήσει ο γιος της για τον κυριακάτικο περίπατό του στο Ζάππειο, με μεγάλη διπλωματικότητα του ανακοίνωσε πως τον αρραβώνιασε. Εκείνος, επιδεικνύοντας έναν αξιέπαινο για την εποχή μας σεβασμό, αποκρίθηκε «καλά», ωσάν να μην του προξένησε το γεγονός ιδιαίτερη εντύπωση. Αντέδρασε σαν να τον πληροφορούσε πως θα του μαγειρέψει κουνουπίδι…

Η μαμά Μαρίκας αντιθέτως, μόλις έφτασε ελαφρά τρικλίζοντας στο σπίτι, είδε την κόρη της καθισμένη στο κρεβάτι ανακούρκουδα να κάνει πεντικιούρ και, γεμάτη χαρά, φώναξε: «Έλα, μωρή, να δεις τι σου ‘φερα»… Η μικρή είδε το σακουλάκι με τα κόλλυβα και όρμησε, διότι τα θεωρούσε θεσπέσιο έδεσμα και τα καταβρόχθιζε με βουλιμία. Η μάνα της τα άρπαξε απότομα από το χέρι της, σκίστηκε το σακούλι και σκόρπισαν ανάκατα με ζάχαρες και κουφετάκια στο πάτωμα.

«Λυσσάρα», είπε φιλώντας την και της ανήγγειλε το ευτυχές γεγονός του αρραβώνα της με κάποιον Δημητράκη, αγνώστων λοιπών στοιχείων… Και της εξήγησε, καθότι ολίγον χαζοβιόλα, πως απ’ το μνημόσυνο δεν της έφερε δώρο κόλλυβα, αλλά κοτζάμ αρραβωνιάρη, που μπορεί ν’ αποδειχθεί και καλός σύζυγος. Η κοπελιά εξέφρασε επιφυλάξεις: «Καλός σε όλα;» ρώτησε, κλείνοντας το μάτι αινιγματικά. Γνωρίζουσα εκ πείρας η μάνα της πως σ’ αυτά δεν χωράνε προγνωστικά, είπε κοφτά: «Θα δούμε…». Οι δυο μητέρες, σαν εχέφρονες άνθρωποι, συναντήθηκαν σε λίγες μέρες για να ρυθμίσουν μερικές λεπτομέρειες προτού οι μνηστευμένοι γνωριστούν μεταξύ τους. Διότι καθώς έλεγε ο παππούς της Μαρίκας που χρημάτισε αγωγιάτης: «Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε». Και η γνώμη του, λόγω ειδικότητος, είχε βαρύτητα. Αφού ανταλλάξανε απόψεις γενικού ενδιαφέροντος, ήρθαν και στο προκείμενο και η μαμά Δημητράκη ρώτησε αν έχει μαζί της καμιά φωτογραφία της «προκομμένης της» να τη δει ο γιος της. «Μην πάρει γουρούνι στο σακί…». Βέβαια, η φρασεολογία της κυρίας συμπεθέρας δεν ήταν η αρμόζουσα. Έστω εκείνο «της προκομμένης σου» το μπέρδευε με την προκοπή και το είπε σαν φιλοφρόνηση. Αλλά όχι και γουρούνι στο σακί… Τσίνησε. Έβγαλε από την τσάντα της μια καλλιτεχνική φωτογραφία τραβηγμένη στο Φώτο Ρίτα και την έδωσε ολίγον χολωμένη. Η μαμά Δημητράκη έβαλε τα πρεσβυωπικά της γυαλιά κι άρχισε να την περιεργάζεται.

«Αυτή η ελιά που έχει στο μάγουλο είναι δικιά της ή την έβαλε ο φωτογράφος;», ρώτησε. Η άλλη το πέρασε για κακόβουλο υπαινιγμό και είπε αυστηρά: «Τι ξέρεις εσύ για τον φωτογράφο;». Η αντίδραση ήταν ακαριαία: «Υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να ξέρω;». Η μαμά Μαρίκας κατάλαβε την γκάφα της και γέλασε καθησυχαστικά: «Εκείνες οι φωτογραφίες που της τράβηξε με τα μπούτια έξω ήταν καθαρά φωτογραφίες αρτιστίκ και τίποτα παραπάνω». Ξεροκατάπιε η συμπεθέρα μουρμουρίζοντας: «Ξεσκολισμένο το χρυσό μου…».

Ύστερα έβγαλε κι έδωσε τη φωτογραφία του Δημητράκη της. Ήταν τραβηγμένη προ οκταετίας, τότε που κατατάχτηκε νεοσύλλεκτος στο KEN Καλαμών. Ο πλανόδιος φωτογράφος εκείνη τη μέρα δεν ήταν στο φόρτε του και τον έκανε να μοιάζει με κακούργο. Την επέστρεψε χωρίς να ρίξει ούτε ματιά. Τη συμβούλευσε μονάχα να την κρύψει, μην τη δει το παιδί και… τρομάξει. Είπανε και πολλά άλλα και συμφώνησαν πως ήρθε πια η ώρα τα παιδιά να γνωριστούνε. Η συνάντηση ορίστηκε για την επόμενη Κυριακή στο σπίτι της Μαρίκας…

Ήρθανε. Ο Δημητράκης ήταν ελαφρώς μπουλούκος, ελαφρώς κοκκινοτρίχης, ίδρωνε και ξεφυσούσε συνέχεια. Σταύρωσε τις παλάμες του κι έπαιζε με τους αντίχειρες κάνοντας κύκλους. Η Μαρίκα, από την άλλη, καθόταν κάπως άβολα σ’ ένα πουφ και όλο τράβαγε τη φούστα της, που δεν έφτανε ως το γόνατο. Η μέλλουσα πεθερά της, για να δει τι «ψάρια θα πιάσει» έκανε δοκιμαστικά επίδειξη… κουμάντου και είπε ολίγον αυστηρά: «Σιγά με τη φούστα σου, κορίτσι μου. Τράβα τράβα, θα την ξεχειλώσεις. Ασε να δούμε λίγο μπούτι κι ΕΜΕΙΣ…». Μαμά και κόρη δαγκώθηκαν, αλλά έκαναν πως δεν κατάλαβαν το «καρφί». Η Μαρίκα πήρε θέση σεμνότερη και η μαμά της, αλλάζοντας κουβέντα, ρώτησε: «Γιατί ο κύριος Δημητράκης δεν μας μιλά; Δείχνει να πλήττει»… «Μίλα», τον διέταξε η μάνα του, και μήτε παλαβού το πεις. Χειμαρρώδης αποδείχτηκε, αρχίζοντας να τους εξηγεί πώς κατασκευάζεται το παπούτσι. Μίλησε για βακέτες και χοιροδέρματα, για φόντια και για ψίδια. Τους ανέλυσε τη διαδικασία που ακολουθούν στο «ξώραφο» και πώς δουλεύεται η βενζινόκολλα. Καμάρωνε η μάνα του, μα οι άλλες, που βαριόντουσαν σαν σκύλοι, καμώνονταν πως κρέμονταν απ’ τα χείλη του και έπνιγαν το χασμουρητό. Εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος και τους αποκάλυψε πώς ξεχωρίζουνε τα καλά σολοδέρματα. Παρεμπιπτόντως, τους ανέλυσε τις ιδιότητες των κρεπ, που είναι μαλακά και ζεστά, αλλά γρήγορα γίνεται η σόλα τους λεία και γλιστρούν. Τόνισε πως γιʼ αυτό πρέπει να τα αποφεύγουν οι γέροι, γιατί

όπως λένε «ο γέρος πάει ή από πέσιμο ή από…». «Σους», τον διέκοψε απότομα η μάνα του. Και για ν’ απαλύνει τις εντυπώσεις, είπε χαμογελαστή:

«Είναι ένα αθυρόστομο παλιόπαιδο, που θέλει στη γλώσσα του πιπέρι…». Και απευθυνόμενη στη Μαρίκα, της είπε συμβουλευτικά:

«Τώρα που θα παντρευτείτε, να του απαγορεύσεις τις ελευθεροστομίες και τις χυδαιότητες, ειδικά στο κρεβάτι». Και κοιτάζοντας την περίεργα στα μάτια πρόσθεσε στακάτα: «Ξέρεις εσύ τι εννοώ…».

Η Μαρίκα, από ευγένεια και για να δείξει πως συμφωνεί μαζί της, απάντησε ναζιάρικα: «Ξέρω!»…

Ε, το «ξέρω» αυτό στάθηκε η αιτία που διαλύθηκε επιτόπου ο αρραβώνας…


Σχολιάστε εδώ