«Εθνική» ομολογία για κινδύνους στην Τουρκία!

Δυστυχώς για τον κ. Αράπογλου, οι κίνδυνοι –και ειδικότερα αυτοί που αφορούν τις οικονομικές εξελίξεις– δεν βρίσκονται πλέον μόνο στη σφαίρα των θεωρητικών αναζητήσεων, αλλά αποτελούν πραγματική απειλή για την Εθνική: Τα απογοητευτικά στοιχεία για τη μείωση κατά 13,8% του τουρκικού ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο, αλλά και η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας να σταματήσει τις γενναιόδωρες μειώσεις επιτοκίων, που υποστήριξαν την κερδοφορία των τραπεζών το πρώτο εξάμηνο, ωθούν ακόμη και τον κορυφαίο οικονομολόγο της Finansbank σε δυσμενείς προβλέψεις.

Ο Ινάν Ντεμίρ, μιλώντας τις τελευταίες εβδομάδες σε διεθνή πρακτορεία, τόνισε ότι η συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 13,8%, που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση της Τουρκίας από το 1945 (!), «είναι ένα πολύ άσχημο ποσοστό, χειρότερο και από την κρίση του 2001», τότε που το πιστωτικό σύστημα της χώρας είχε κλονιστεί συθέμελα και αρκετές τράπεζες οδηγήθηκαν σε πλήρες οικονομικό αδιέξοδο. Το ίδιο κορυφαίο στέλεχος της Finansbank τόνιζε σε άλλες δηλώσεις του ότι «το τέλος της διαδικασίας μείωσης των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα θα οδηγήσει και σε μείωση της κερδοφορίας των τραπεζών».

Αξίζει να σημειωθεί ότι το «Π» έχει αποκαλύψει πως τα κέρδη της Finansbank για το πρώτο τρίμηνο του 2009, για τα οποία έχει μιλήσει με ιδιαίτερη υπερηφάνεια ο κ. Αράπογλου, κατά το ένα τέταρτο προήλθαν από «επιδοτήσεις» της μητρικής Εθνικής Τράπεζας, η οποία αγόρασε θυγατρική της Finansbank στη Μάλτα και επέτρεψε στην τουρκική τράπεζα να εγγράψει ένα σημαντικό κεφαλαιακό κέρδος.

Στο ενημερωτικό δελτίο για την αύξηση κεφαλαίου, όπου η Εθνική είναι θεσμικά υποχρεωμένη να αναφερθεί αναλυτικά στους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει, η τράπεζα περιγράφει διεξοδικότερα από κάθε άλλη φορά τις απειλές που μπορεί να κρύβει το άνοιγμά της στην τουρκική αγορά: από τους προφανείς οικονομικούς κινδύνους ως τους κινδύνους από την πολιτική αστάθεια, την ένταση στο Ιράκ, ή ακόμη και τις εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Αυτοί οι κίνδυνοι, που τώρα γίνονται πιο ορατοί από ποτέ, φαίνεται ότι σκόπιμα υποτιμήθηκαν από τη διοίκηση της Εθνικής, προκειμένου να κλείσει τη μεγάλη συμφωνία για την υπερτιμημένη εξαγορά της Finansbank.

Σημειωτέον ότι το υπερβολικό τίμημα της εξαγοράς, σε σχέση με τη λογιστική αξία της τουρκικής τράπεζας, έχει ανοίξει «τρύπα» 2,4 δισ. ευρώ στα ίδια κεφάλαια της ΕΤΕ, σε μια περίοδο κρίσης που η ισχυρή κεφαλαιακή βάση είναι πιο αναγκαία από κάθε άλλη φορά για τις τράπεζες.

Η «ομολογία»

Στο ενημερωτικό δελτίο εκτίθενται όλοι οι πιθανοί ή λιγότερο πιθανοί κίνδυνοι από την «τουρκική περιπέτεια», σε ειδικό κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Η επέκταση στην Τουρκία ενέχει μακροοικονομικούς και πολιτικούς κινδύνους», όπου σημειώνονται μεταξύ άλλων τα εξής:

• Η Τουρκία είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία που, παρά τη σταθερότητά της, δεν είναι απαλλαγμένη από πολιτικές αβεβαιότητες.

• Η Τουρκία έχει πολλά χαρακτηριστικά μιας αναπτυσσόμενης οικονομίας (…) Η τουρκική οικονομία αντιμετώπισε σειρά οικονομικών κρίσεων, όπως κατά τα έτη 2000 και 2001, καθώς και μακροοικονομικών ανισορροπιών, όπως σημαντικά ελλείμματα στον προϋπολογισμό, ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών, υψηλά ποσοστά πληθωρισμού και υψηλά επιτόκια.

• Η Τουρκία εξακολουθεί να εξαρτάται από εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης και η οικονομία της είναι εκτεθειμένη στη μειωμένη παγκοσμίως διαθεσιμότητα πιστώσεων και ρευστότητας. (…) Τον Δεκέμβριο του 2008, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ανακοίνωσε ότι η Τουρκία μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια του ΔΝΤ προκειμένου να ικανοποιήσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της για το 2009.

Η αναμενόμενη μείωση της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας αυτήν τη χρονιά μπορεί να έχει δυσμενή αντίκτυπο στις δραστηριότητες της Finansbank στη χώρα.

• Η πολιτική αστάθεια στο Ιράκ, αλλά και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή έχουν αυξήσει τον πολιτικό και τον οικονομικό κίνδυνο στην περιοχή.

• Ιστορικά, η ισοτιμία του νομίσματος της Τουρκίας έναντι του ευρώ και άλλων νομισμάτων παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις. (…) Αυτές οι διακυμάνσεις ενδέχεται να επηρεάσουν την αξία της επένδυσης στη Finansbank και την εν γένει κερδοφορία του Ομίλου. Στο παρελθόν έχουν ληφθεί μέτρα για να μειωθεί η έκθεση του Ομίλου στις συναλλαγματικές διακυμάνσεις της τουρκικής λίρας και υπάρχει η πρόθεση να συνεχιστεί η εφαρμογή παρόμοιων μέτρων. Όμως η κάλυψη αυτή μπορεί να μην είναι διαθέσιμη με όρους τόσο ευνοϊκούς όσο στο παρελθόν ή να μην είναι διαθέσιμη καθόλου.

• Ο Όμιλος θεωρεί ότι τα επίπεδα μακροοικονομικού και πολιτικού κινδύνου στην Τουρκία είναι υψηλότερα απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, με πιο ανεπτυγμένες οικονομίες και τραπεζική αγορά, οι οποίες είναι ήδη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αν και ο Όμιλος εκτιμά ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης της τραπεζικής αγοράς στην Τουρκία, εντούτοις δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτή η ανάπτυξη θα επιτευχθεί ή ότι, εάν επιτευχθεί, η Finansbank θα ωφεληθεί από αυτήν.

• Οι σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας έχουν δοκιμαστεί από περιόδους έντασης.

Ως εκ τούτου, η Finansbank είναι πιθανό να επηρεαστεί δυσμενώς από αρνητικές αντιλήψεις που ενδέχεται να έχει μερίδα πελατών της Finansbank για την Ελλάδα. Τυχόν απώλεια σημαντικής μερίδας πελατών θα μπορούσε να έχει ουσιώδη δυσμενή επίδραση στην ανάπτυξη των εργασιών του Ομίλου στην Τουρκία, καθώς και στη συνολική του κερδοφορία.

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι η Εθνική παραλείπει να αναφερθεί σε έναν ακόμη κίνδυνο, που γίνεται ακόμη πιο επίκαιρος, ιδιαίτερα αυτήν την εποχή της αυξημένης τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο, με αφορμή και την απόφαση της Chevron να αρχίσει έρευνες για πετρέλαιο στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κύπρου:

Στην απευκταία περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ποια θα είναι η τύχη της μεγαλύτερης ελληνικής επένδυσης στην Τουρκία;


Σχολιάστε εδώ