Δημοκρατική παλινόρθωση επί εθνικών ερειπίων
Όχι λοιπόν απλώς για λόγους λιπάνσεως της εθνικής μνήμης, αλλά περισσότερο για την εμπέδωση της ιστορικής συνειδήσεως, είναι ανάγκη αυτές οι επετειακές αναφορές (μαζί με την αυτονόητη ευφροσύνη) να συνάπτονται προς την τραγικότητα των δυναμικών που την πραγμάτωσαν.
Κι αυτές αφενός αναδύονται μέσα από το βαθύτατο τραύμα της Κύπρου, που το εμεθόδευσε η εθνική ατιμία της χούντας και το προκάλεσε η ελλοχεύουσα τουρκική επιδρομική λόγχη. Και αφετέρου συνάπτονται προς το γεγονός ότι τα καταθλιπτικά παράγωγα εκείνου του σιαμαίου εγκλήματος (που υπήρξε η αφορμή καταρρεύσεως της τυραννίας στην Ελλάδα) προεκτείνονται μέχρι σήμερα και τείνουν να ολοκληρώσουν την οριστική γεωπολιτική κρεούργηση της Κύπρου.
Γι’ αυτό ακριβώς και πέραν συναισθηματικών προσεγγίσεων, η ολοκληρωμένη και ορθοτομημένη μνήμη των γεγονότων –και όχι ως συνήθως η αποσπασματική και βολικότερη– αποβαίνει όσο ποτέ μείζων αναγκαιότης. Με αυτονόητη χρησιμότητα. Που ενώ τίποτε δεν αφαιρεί από το χαρμόσυνο γεγονός της αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας και που καθόλου δεν αναιρεί την αυτόνομη σημασία της, εντούτοις τη συνάπτει προς αυτόδηλο χρέος του Ελληνισμού έναντι και της Κύπρου. Κι έναντι ακόμη όσων (όχι μόνο των ελλήνων Κυπρίων) ευρέθησαν προδομένοι μαχητές επί του εθνικού θυσιαστηρίου. Δίδοντας μιαν εκ προοιμίου χαμένη μάχη και γνωρίζοντάς το, αφού τους αφόπλισε το χέρι της προδοσίας. Κι αυτό μεγεθύνει ακόμη περισσότερο την πράξη της συνειδητής των θυσίας, και ταυτοχρόνως την έναντι των ιδίων δική μας ανεξόφλητη οφειλή.
Αυτά θα μπορούσαν να εκληφθούν ως φιλολογικές αναφορές ενώπιον κενοταφίου.
Δεν είναι. Γιατί αποτελούν τους καθαυτό δηλωτικούς δείκτες όχι απλώς του τραύματος που εξακολουθεί να υπάρχει και του κινδύνου αυτό να υποτραπεί, αλλά και του δέον γενέσθαι. Που σχετίζεται τελικά με τη διαχείρισή του. Με την έννοια: Η δημοκρατική Ελλάδα που ανέκαμψε από την ταπείνωση της δικτατορίας να οδηγήσει σε σωστικότερες υπερβάσεις το πρόβλημα. Οι οποίες να προαποτρέψουν επανείσπραξή του από το έθνος. Κάτι που αυτοδήλως θα μεταφρασθεί σε νέες και απευκταίες περιπέτειες. Και ανάλογο κόστος.
Κι αυτό συνάπτεται προς την ανάγκη εκείνων των επαρκών στρατηγικών, που ενώ δεν θα αντίκεινται προς αναγκαίους ιστορικούς συμβιβασμούς, τουλάχιστον θα τους εκλογικεύουν. Με σταθερή πολιτική, που θα μεριμνά για δικλίδες ασφαλείας. Οι οποίες θα παρέχουν έγκυρα κι επαρκή εχέγγυα: Και για την επιβίωση και την ιστορική διάρκεια του Κυπριακού Ελληνισμού στη φυσική του γεωγραφία. Και για τη διασφάλιση αυτονόητων συμβατικών, ιστορικών και άλλων στρατηγικών δικαιωμάτων της Ελλάδος στην ίδια γεωγραφία. Τα οποία και πολλοί, όταν δεν λησμονούν, συχνά υποβαθμίζουν. Έως και αποποιούνται, με τη λογική ενός εν πολλοίς παρεξηγημένου ρεαλισμού, με την έννοια έως κι επικινδύνων υπερβάσεων.
Όσο κι αν η εθνική πολιτική ακολουθεί το ανώδυνο δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», το μείζον θα είναι πάντοτε αφενός η αναγκαιότης (και επί επιπέδου ηγεσιών) κοινής γραμμής Αθήνας – Λευκωσίας, η οποία να συναποφασίζεται και να παράγει ουσιαστικές συμμεθοδεύσεις. Και αφετέρου η παραπέρα σφυρηλάτηση των εθνικών δεσμών επί επιπέδου πολιτών. Πολιτών των δύο κρατικών πόλων του Ελληνισμού όπως ιστορικά έχουν διαμορφωθεί. Που αυτήν τη στιγμή και συμβατικά διέπονται από τις ενοποιητικές δυναμικές των ευρωπαϊκών θεσμών. Με ό,τι αυτοί σημαίνουν και με ό,τι συνεπάγονται.