Στοχευμένη στρατηγική αμετροέπεια

Κι αυτόν πρωταρχικά υπηρετεί, με ό,τι αυτός προάγει. Και προάγει βεβαίως τα τουρκικά στρατηγικά συμφέροντα, που υπερβαίνουν ασφαλώς εκείνα της ήδη ραγδαίως μεταλλασσόμενης τουρκοκυπριακής κοινότητος. Η οποία με τις βάναυσες δημογραφικές αλχημείες αποβαίνει σκιά του εαυτού της. Καταθλιπτική δηλαδή μειονότης στα κατεχόμενα. Η απλή αλήθεια. Όπως μάλιστα διαζωγραφίζεται με τις διαπιστώσεις και δηλώσεις παραγόντων της ίδιας.
Σε όλες λοιπόν τις φάσεις του Κυπριακού η κατοχική πλευρά το πρώτο που πάντα έπραττε ήτο να δοκιμάζει τις αντοχές της ελληνικής. Είτε με τις επιλεκτικές διαρροές, προκειμένου να διαβιβάζει πληροφορίες οι οποίες προκαλούσαν συνήθως διχαστικές τάσεις (που δυστυχώς πάντοτε σοβούν κι ευδοκιμούν σ’ εμάς). Είτε με την προβολή μαξιμαλιστικών θέσεων, πέραν των ορίων που είχαν προσυμφωνηθεί, ώστε οι φυσικές αντιδράσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς, να δίδουν λαβή σε προδιευθετημένες εντάσεις και αδιέξοδα. Και όχι μόνον, αλλά και με τη στρέβλωση διαδικαστικών πλαισίων και την παραχάραξη εννοιών, ώστε να προκύπτουν εκτροπές.
Το γεγονός είναι ότι πρόκειται για παραγωγικές πρακτικές. Αφού μέχρι τώρα η κατοχική πλευρά εξαργύρωνε ακόπως τα αδιέξοδα που ανέκυπταν ως αποτέλεσμα της στρατηγικής της. Αφού, για να επαναρχίζουν διαπραγματευτικές διαδικασίες, η ελληνική πλευρά κατέθετε προκαταβολικά το ανάλογο τίμημα. Με τη μορφή αδήλων συνήθως διολισθήσεων. Διότι εγνώριζε ότι διαφορετικά θα υφίστατο το αυτόδηλο κόστος της στασιμότητος. Η οποία ευνοεί πάντα τον κατέχοντα και αδικεί τον κατεχόμενον.
Κι άλλωστε δεν είναι για κάποιον άλλο λόγο που το κάθε πέρυσι απεδεικνύετο πάντοτε καλύτερο. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον ίδιο λόγο που βρεθήκαμε τελικά στην κατιούσα του Σχεδίου Ανάν. Και σήμερα ειδικότερα με ό,τι αυτό έχει αφήσει ως μη αναστρέψιμο κατάλοιπο. Βασικά στοιχεία του οποίου μόνον αφελείς και μυωπάζοντες δεν βλέπουν ότι εφεξής θα τα βρίσκουμε πάντα μπροστά μας.
Η νέα εν πάση περιπτώσει διαδικασία που εξελίσσεται σήμερα έχει προσυμφωνηθεί και διέπεται από κάποια πλαίσια. Υπέρβαση των οποίων οδηγεί ευθέως σε αυτονόητες εκτροπές. Όπως η εμμονή σε θεωρίες (και πρακτικές) παρθενογενέσεως, που αποδομούν την Κυπριακή Δημοκρατία, αντί να τη μετεξελίσσουν σε ομοσπονδιακό συνεταιρισμό, σύμφωνα με τις συμφωνίες 1977 και 1979. Και όπως οι συνταγές για Προεδρικό Συμβούλιο, που αναπαράγουν ευθέως το μοντέλο διακυβερνήσεως όπως κωδικοποιείται στο Σχέδιο Ανάν.
Και αυτά και άλλα, που όχι τυχαία διατυπώνει αμετροεπώς και συχνά ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, δεν προϋπονομεύουν απλώς τις διαδικασίες, αλλά και δημιουργούν –εφόσον γίνουν σιωπηλώς ανεκτές– προϋποθέσεις μετατοπίσεως των ορίων και της βάσεως γενικότερα επιλύσεως του Κυπριακού. Γιατί εάν αυτά που προμελετημένα τοξεύει ο κατοχικός τοποτηρητής αφήνονται και δεν αντιμετωπίζονται με αποφασιστική διατύπωση εκείνων που η ελληνική πλευρά θεωρεί «κόκκινες γραμμές», συν τω χρόνω θ’ αποκτήσουν εκ των πραγμάτων διαπραγματευτική δυναμική. Θα είναι δηλαδή μέρος του «πάρε δώσε». Και αν ένας συνειδητοποιήσει ποια είναι τα περιθώρια που μας απέμειναν, θα καταλάβει ότι: Και η παραμικρή επαναδιολίσθηση θα μας οδηγήσει πέραν των γραμμών ασφαλείας. Τις οποίες εάν διασκελίσουμε, θα βρεθούμε σε μη αναστρέψιμη κατιούσα επικινδύνων αποδοχών.
Γι’ αυτό ακριβώς και είναι ανάγκη όσο ποτέ πριν – καθώς τα περιθώρια έχουν από πολλού εξαντληθεί:
1. Να προσδιορίσουμε με σαφήνεια τα «μη περαιτέρω». Αυτά που πολλοί αποκαλούν κόκκινες γραμμές. Όχι με την έννοια και κυρίως με την πρόθεση αρνητικής διαχειρίσεως των διαπραγματευτικών διαδικασιών και προαποκλεισμό ενός ιστορικού συμβιβασμού. Το ακριβώς αντίθετο. Οπωσδήποτε όμως με την αντίληψη α) Διασφαλίσεως της κυπριακής κρατικής υποστάσεως και των λειτουργικών της προοπτικών. β) Κατοχυρώσεως του ευρωπαϊκού κεκτημένου της Κύπρου, όπως προσδιορίζεται με τη Συνθήκη Προσχωρήσεως. Υπογραμμίζουμε το τελευταίο.
2. Να διαβιβάσουμε με αξιόπιστη πειστικότητα την αποφασιστικότητα της πλευράς μας, όσον αφορά τις ποιοτικές παραμέτρους του συμβιβασμού που επιχειρούμε. Η αξιοπιστία των οποίων συνάπτεται προς τις δυναμικές και αξίες των ευρωπαϊκών θεσμών. Όπως αυτές κωδικοποιούνται με τις πρακτικές του Κοινοτικού κεκτημένου. Και οι οποίες δεν είναι δυνατόν ν’ ακρωτηριασθούν με μόνιμες παρεκκλίσεις και να περισταλούν με αφύσικες στρεβλώσεις, όπως εκ προοιμίου απαιτεί ο Ταλάτ.
Υπό το φως αυτών των αυτονοήτων, είναι ακόμη ανάγκη: Να μη παρασυρθούμε μεν και να παίξουμε το παιχνίδι της τουρκικής δολιότητος με αντιπαραθέσεις που οδηγούν σε ρήξεις. Ούτε όμως και να επιτρέψουμε απαθώς εκτροπή από αυτά που ενώπιον τρίτων ετέθησαν ως πλαίσια διαπραγματευτικής επιλύσεως του προβλήματος. Η οποία ούτως ή άλλως, θα είναι και πικρή για μας. Και άδικη από άποψη δικαιωμάτων γης και ζωής για τα θύματα της εισβολής και κατοχής.
Γιατί τελικά η συντεταγμένη του προβλήματος είναι η κατοχή. Και το ζητούμενο, η απαλλαγή από αυτήν. Διαφορετικά δεν υπάρχει νόημα σε οποιαδήποτε διαδικασία.


Σχολιάστε εδώ