Μια φορά και έναν καιρό

Αξιότιμε κύριε,
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, κάποια μύγα από τις λίγες που επιβίωσαν λόγω εντομοκτόνων, φαίνεται πως τσιμπά τον γηραιό αναγνώστη μας και επιτίθεται λάβρος εναντίον της στήλης αναπτύσσοντας τις ήκιστα σοβαρές του απόψεις. Ομολογώ ότι πολλές φορές προβληματίστηκα αν έπρεπε ν’ αφήσω στην άκρη τους καλούς τρόπους και τη γαλατική ευγένεια που με διακρίνει και να τον περάσω γενεές δεκατέσσερις, συγκρατούμενος μόνον μην εκστομίσω κάτι ανάρμοστο ή και δυσώδες. Χάρις εις την παροιμιώδη αυτοκυριαρχία μου τα παραβλέπω και σεβόμενος το γεγονός πως πρόκειται περί «ραμόλας», του παραχωρώ το βήμα. Τα σχόλιά του μας αφήνουν παγερά αδιάφορους. Έπεται η επιστολή:

Με μεγάλη θυμηδία διαβάζω κατά καιρούς τα γραφόμενά σου τα οποία μου προκαλούν πνευματική ηδονή ανάλογη με ραβδισμούς στη ράχη. Χωρίς να θέλω να σε κολακεύσω, διαβάζοντάς σε είναι σαν να αυτομαστιγώνομαι… Εν πάση περιπτώσει, ο λόγος που χάνω τον καιρό μου μαζί σου είναι επειδή θέλω να επισημάνω πως αν πράγματι επιθυμούσες να ανατρέξεις σε «ετικέτες» τσιγάρων που έγραψαν ιστορία, έπρεπε να σταθείς ευλαβικά στην «κούτα» των 100, που δεν ήταν ανώνυμη όπως υπονοούσες. Όλες τους διέθεταν όνομα, και τη μερίδα του λέοντος στις κατοχικές διανομές κατείχε το νούμερο «3» Παπαστράτου. Και πιθανότατα σ’ αυτό έδωσαν το παρωνύμιο «στούκας». Αλλά αγνόησες και κάποιο άλλο που ήρθε γύρω στα 1949-50 να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ των «λούμπεν» στούκας και των πολυτελείας. Ήταν το Νο 15. Παρουσιάστηκε κι αυτό με φανφάρες, με διανομή δωρεάν πακέτων στα καφενεία, να το μάθει ο κοσμάκης και να το συνηθίσει. Τελικά το κατάπιε και αυτό ο… παμφάγος χρόνος. Το γεγονός ότι εσύ δεν τα αγόραζες, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Εκτός αν βαυκαλίζεσαι πως είσαι ο… ομφαλός της γης. Αν και αυτή η μεγάλη ποικιλία τσιγάρων που λες πως τους χάριζες την εύνοιά σου, γεννά την υποψία πως μάλλον «σελέμης» ήσουνα τρακάροντας τα πακέτα των φίλων σου, παρά πως ήξερε ο περιπτεράς τι χρώμα έχει ο παράς σου… Τέλος, δεν αρκεί να παρατάσσεις ξεχασμένα κουτιά τσιγάρων και να μη λες «γρυ» για τα παρελκόμενα του καπνίσματος. Δηλαδή για τις πίπες, τις ταμπακέρες και τα σπίρτα. Ειδικά για την «Ταμπακέρα» που έγινε και ελαφρορεμπέτικο σουξέ. Αρχίζω απ’ τα σπίρτα που θυμάμαι. Έγραφαν στο κίτρινο κουτί τους με την κεφαλή του Ερμού «Πυρεία Ελληνικού Μονοπωλίου / ʼνευ θείου και φωσφόρου». Κατόπιν, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, τα διαδέχθηκαν… πολυτελέστερα που απεικόνιζαν την αφή της φλόγας στην Ολυμπία, με τον Κώστα Κονδύλη έτοιμο να τρέξει κρατώντας τη δάδα. Παρέμειναν στην αγορά επί πολλά χρόνια… Όσο για τις πίπες τσιγάρων, ήσαν πολλών ειδών και κατηγοριών, με ακριβότερες τις κεχριμπαρένιες. ʼλλες ήταν σκέτες και άλλες ξεβίδωναν στη μέση και έπαιρναν φίλτρο που απορροφούσε τη νικοτίνη. Ο Μπέρναρ Σο έλεγε πως «το να καπνίζεις με πίπα, είναι σαν να φιλάς γυναίκα από το… τηλέφωνο». Κι όμως είχανε οπαδούς. Υπήρχαν κατόπιν οι λεπτές και μακριές που προορίζονταν για τις «βαμπ» κυρίες. Το μήκος τους πολλές φορές ξεπερνούσε τα 20 εκατοστά. Έσπευδαν οι… ιππότες να προσφέρουν τη φωτιά τους ανάβοντας το τσιγάρο στην… άλλη άκρη τους κι οι νταμίτσες με αιθέριες κινήσεις εκτόξευαν δακτυλίδια καπνού που μπορούσαν να θεωρηθούν σήματα, σαν τις φρυκτωρίες των αρχαίων ή τις συνεννοήσεις των ερυθροδέρμων… Να υποθέσω πως σου διέφυγε, ή μάλλον ούτε που το σκάμπαζες, πως το πρώτο ελληνικό τσιγάρο με φίλτρο κυκλοφόρησε προς το τέλος της δεκαετίας του ’50 σε τετράγωνο κουτί μ’ ένα τεράστιο «φ» για λογότυπο, που σήμαινε φίλτρο. Αγνόησες όμως και τα τσιμπούκια, κυρτά ή… ευθυτενή, με τον μυρωδάτο καπνό, που κράταγαν ανάμεσα στα δόντια τους οι ντετέκτιβ και οι… στοχαστές. Και ποια άραγε λαϊκίστικη παρόρμηση σ’ οδήγησε να περιφρονήσεις τα πούρα, που αναδεικνύουν την… κοινωνική ανωτερότητα του καπνιστή;

Ας πάμε στις ταμπακέρες. Ήσαν κι αυτές πολλών κατηγοριών και ποιοτήτων. Χρυσές, ασημένιες, τενεκεδένιες, εμαγιέ… Με στολίδια και μονογράμματα, ένδειξη πλούτου και χλιδής. ʼνοιγαν στα δύο και με ιεροτελεστία τοποθετούσες τα τσιγάρα αφαιρώντας τα από το ταπεινό χαρτόκουτό τους. Τα συγκρατούσε ένα λάστιχο τεντωμένο σε κάθε πλευρά. Η ταμπακέρα ήταν μια ανώνυμη συσκευασία και πολύ συχνά συγκάλυπτε την «έντιμη πενία» του καπνιστή με το λαϊκό τσιγάρο. Την ανέσυρες από τη μέσα τσέπη του σακακιού και με αρχοντικές κινήσεις πατούσες το κουμπί και, ανοίγοντάς τη διάπλατα, προσέφερες τσιγάρο σ’ εκείνους που ήξερες πως… δεν κάπνιζαν. Αλλά με την ευγένειά σου εισέπραττες εύφημη μνεία σαν ανοιχτοχέρης. Πάντα ήταν πενιχρά τα οικονομικά του κόσμου και δεν μπορούσαν όλοι να καπνίζουν αβέρτα. Θυμάμαι έναν γεράκο φουκαρά που έκοβε με ξυραφάκι το σπίρτο στα τρία, για ν’ ανάβει τις «γόπες» που… ψάρευε όταν και όπου τις εύρισκε. Και ήτανε πολλοί οι καπνισταί της γόπας, μερικοί μάλιστα, εφευρετικοί, την κράταγαν με… καρφίτσα για να μην κάψουν τα δάχτυλά τους. Πρόσθεσε ακόμα, για να μαθαίνεις, το φύλλο μουριάς ή κληματαριάς που βάζανε μέσα στο πακέτο για να διατηρούνται φρέσκα τα τσιγάρα…

Ας είναι. Με παρέσυρες με τα φούμαρά σου και ξεστράτισα, διότι σκοπός της παρούσης μου ήταν άλλος. Ήθελα να σου επισημάνω κάτι που κραυγαλέα σε δείχνει άσχετο. Ναι, κύριέ μου. Παρ’ όλο που το καλοκαίρι, το γλυκό καλοκαιράκι, ήταν κάποτε η χρυσή εποχή της Αθήνας, ουδέποτε καταπιάστηκες μαζί του.

Απετίνασσαν τη χειμερία νάρκη από πάνω τους οι Αθηναίοι μετά την 21η Μαΐου και ξεχύνονταν στους δρόμους. Στρώνονταν στα τραπεζάκια των κέντρων μόλις έδυε ο ήλιος κι έπαιρνε ο ουρανός το μενεξεδένιο χρώμα του… Κατάμεστη ήταν η πλατεία Συντάγματος και τα γκαρσόνια πηγαινορχόντανε με ξέχειλους τους δίσκους παγωτά κασάτα, κρέμα σοκολάτα, με δυο μπισκότα σαν αυτιά αλόγου καρφωμένα πάνω τους, και γρανίτες πεπόνι ή βερίκοκο. Φόραγαν τις λευκές τους κοστουμιές οι κύριοι και τα χαριτωμένα τους εμπριμεδάκια οι κυρίες και πέρναγαν το βράδυ τους τιτιβίζοντας και φλερτάροντας. ʼλλοι πάλι, που προτιμούσαν το θέαμα, πήγαιναν σε ένα από τα πολλά θέατρα ή βαριετέ της Αθήνας. Ένα τέτοιο υφίστατο στη καρδιά της, στην Πανεπιστημίου, απέναντι από το Πανεπιστήμιο, το ζαχαροπλαστείο «Ακροπόλ». Ο… «στο βάθος κήπος» του τα καλοκαίρια ανεβαθμίζετο σε βαριετέ. Θα σου θυμίσω τρία ξεχασμένα ονόματα από το πάνθεον των πρωτεργατών του λαϊκού θεάματος: Τον Βασίλη Μεσολογγίτη, επί σειρά ετών πρόεδρο του σωματείου ηθοποιών, τον εκρηκτικό Μητσάρα και τον Ζαζά, που άφησε εποχή υποδυόμενος την… Ιμπέριο Αρτζεντίνα και… άλλες. Και για συμπλήρωμα το θερινό σινεμαδάκι, με τα γιασεμιά και τους πασατέμπους… Κι αν προτού αράξεις κάπου έκανες έναν περίπατο μεταξύ Ομόνοιας, Συντάγματος και Ζαππείου, πάντα θ’ αντάμωνες τυχαία κάποιον γνωστό να πείτε δυο κουβέντες στο πόδι.

Παρακάμπτοντας τις γειτονιές, που έβγαζαν καρέκλες και σκαμνιά στο πεζοδρόμιο -και οι γείτονες γίνονταν όλοι μια παρέα, ανταλλάσσοντας αναμνήσεις, ελπίδες και καημούς- θα σε πάω τώρα στο βασίλειο του Μορφέα. Στον ύπνο… Τυχεροί όσοι τον απόλαυσαν εκείνα τα χρόνια, χωρίς εξατμίσεις, χωρίς θηριώδεις μηχανές, χωρίς φρεναρίσματα. Ύπνος στη δροσιά της αυλής ή στρωματσάδα στην ταράτσα, πότε υπό το σεληνόφως κι άλλοτε κοιτώντας τα αστέρια που λαμπύριζαν πάνω απ’ το κεφάλι σου. Και καθώς ξεστράτιζε ένας διάττων διαγράφοντας τη φωτεινή τροχιά του, έκανες μιαν ευχή απ’ την ψυχή σου. Να έγραφες κάτι για την ευωδιά που σκόρπαγε το νυχτολούλουδο, για το νανούρισμα που σου έκανε το τριζόνι και το μακρινό αλύχτισμα σκύλου, για μια γάτα θρασύτατη, που βολτάριζε επίτηδες για να σου σπάει τα νεύρα… Κι ύστερα, μες στης αυγής την «κροκάτη γάζα» που λέει ο Βάρναλης, μια χορωδία από κοκόρια σε ξυπνούσε μελωδικά… Εσένα, άραγε, νοσταλγέ της πλάκας, ποιο ξυπνητήρι θα βρεθεί να σε ξυπνήσει;

Αυτά έγραφε ο γνωστός θυμώδης γέρων, αλλά ποιος κάθεται ν’ ασχοληθεί καλοκαιριάτικα μαζί του;


Σχολιάστε εδώ