Απέτυχε η απόπειρα… αποκατάστασης των πραξικοπηματιών κατά Μακάριου
Ιστορική απόφαση που αφορούσε την πραξικοπηματική ενέργεια και τις συνωμοσίες εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αλλά και τον τρόπο άσκησης της δημοσιογραφικής έρευνας, έλαβε το Ανώτατο Δικαστήριο της Λευκωσίας ανήμερα της 35ης επετείου του αμερικανοκίνητου προδοτικού πραξικοπήματος κατά του δημοκρατικά εκλεγμένου Προέδρου της Κύπρου.
Η υπόθεση αφορούσε την αγωγή του Σωκράτη Ηλιάδη, επιχειρηματία και πρωτοπαλίκαρου του Γεωργίου Γρίβα, εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Το τελευταίο απέρριψε αγωγή-λίβελο που είχε καταθέσει ο Ηλιάδης εναντίον των δημοσιογράφων Κώστα Βενιζέλου και Μιχάλη Ιγνατίου, καθώς και του Εκδοτικού Οργανισμού Λιβάνη για το βιβλίο «Τα Μυστικά Αρχεία του Κίσινγκερ – Η Απόφαση για Διχοτόμηση».
Ο κ. Ηλιάδης είχε ισχυριστεί πως αποτελούσε δυσφήμηση η αναφορά του ονόματός του ως σύμβουλου του Γρίβα, ο οποίος συνωμοτούσε για ανατροπή του Μακαρίου. Η επίδικη πρόταση, που έγραψε ως εισαγωγή στο βιβλίο ο καθηγητής Μάριος Ευρυβιάδης, ανέφερε τα εξής: «Σιγά-σιγά όμως όταν ο Γρίβας μέσω του αρχισυμβούλου του Σωκράτη Ηλιάδη άρχισε να συνωμοτεί με τον Τζορτζ Μπολ για την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου, το σχέδιο
ʼτσεσον άρχισε να φαντάζει ενωτικό. Φτάσαμε έτσι στο 1970 (και ενώ ετοίμαζε την κάθοδό του στην Κύπρο για να οργανώσει την ΕΟΚΑ Β΄). Ο Γρίβας εκφώνησε δημόσιο λόγο στην Αθήνα όπου υιοθέτησε το σχέδιο ʼτσεσον. Ταυτόχρονα άρχισαν να υπερθεματίζουν υπέρ του σχεδίου και η Εστία στην Αθήνα και ο Ενωτικός Τύπος στη Λευκωσία
».
Ο Ηλιάδης και όσοι τον υποστήριζαν στο παρασκήνιο στόχευαν στη δικαστική αθώωση των πραξικοπηματιών και έλπιζαν ότι μια νίκη επί των δύο δημοσιογράφων, που θεωρούνται έγκυροι, θα άνοιγε τον δρόμο για τη δικαίωση όσων συνεργάστηκαν με τον Ιωαννίδη και άλλους έλληνες χουντικούς
αξιωματικούς από το 1964 μέχρι το 1974. Είχε προηγηθεί αγωγή εναντίον του ανταποκριτή της «Ελευθεροτυπίας» Μακάριου Δρουσιώτη, ο οποίος σύμφωνα με τους δικηγόρους του Ηλιάδη αφαίρεσε σελίδες από τα βιβλία του, τα οποία δεν αποτελούν πλέον ιστορικές πηγές. Η συμφωνία του Δρουσιώτη με τον αρχισύμβουλο του Γρίβα, αν και συμφωνήθηκε να παραμείνει μυστική, δημοσιεύθηκε σε κυπριακές εφημερίδες. Ο Ηλιάδης αναφέρθηκε επανειλημμένα στο δικαστήριο στον Δρουσιώτη.
Η αγωγή εναντίον Βενιζέλου, Ιγνατίου και Λιβάνη απορρίφθηκε πανηγυρικά από τον ανώτερο επαρχιακό δικαστή Λευκωσίας Νικόλα Σάντη, ο οποίος έκρινε τον Ηλιάδη αναξιόπιστο μάρτυρα. Αντίθετα ο δικαστής υπογράμμισε την εξαιρετική εντύπωση που του δημιούργησαν ο Ιγνατίου και ο Ευρυβιάδης, οι οποίοι κατά την κρίση του ήταν «ευθείς και ακριβολόγοι» και η μαρτυρία τους δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση. Στην ετυμηγορία του ο κ. Σάντης αναφέρθηκε σε σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην οποία υπογραμμίζονται τα εξής: «Η επιδίωξη της ιστορικής αλήθειας αποτελεί μέρος της ελευθερίας της έκφρασης, χωρίς να είναι ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να αποφασίζει επί των ιστορικών αυτών ζητημάτων».
Είναι σημαντικό ότι το κυπριακό δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστα τα έγγραφα που κατέθεσαν οι Ιγνατίου και Βενιζέλος και τα οποία βρήκαν στα Εθνικά Αρχεία των Ηνωμένων Πολιτειών (ΝΑRΑ). Τα έγγραφα ήταν συντριπτικά για τον αρχισύμβουλο του Γρίβα, καθώς θεωρήθηκαν αξιόπιστη πηγή ιστορικής έρευνας σε σχέση με τις πράξεις και τις ενέργειες της αμερικανικής κυβέρνησης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Οι συγγραφείς είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν επίσημη επιβεβαίωση των εγγράφων από τον διευθυντή των αμερικανικών αρχείων, ο οποίος πιστοποίησε ότι τα ντοκουμέντα ήταν γνήσια.
Οι δικαστές Πέτρος Αρτέμης (πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου), Γιαννάκης Κωνσταντινίδης και Έφη Παπαδοπούλου επιβεβαίωσαν την απόφαση του κ. Σάνδη και τόνισαν πως η αντιμετώπιση, αναφορικά με τις ιστορικές πηγές, τους βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και την επικυρώνουν. Επίσης υποστήριξαν πως με βάση τη μαρτυρία των Ιγνατίου και Ευρυβιάδη και όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του ο πρωτόδικος δικαστής, ορθά έκρινε ότι το δημοσίευμα καλυπτόταν από την υπεράσπιση του προνομίου της επιφύλαξης.
Στην απορριπτική απόφασή τους αναφέρουν:
«Στην παρούσα περίπτωση, μέσα σε ιστορικές πηγές, στις οποίες το επίδικο δημοσίευμα έχει βασιστεί, αδιαμφισβήτητα διαφαίνονται συνωμοσίες και ενέργειες σε μια προσπάθεια παράνομου παραμερισμού του Προέδρου Μακαρίου και της νόμιμης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μια προσπάθεια που γινόταν σε συνεργασία με τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα, του οποίου προφανώς (κάτι που δεν αρνείτο και ο ίδιος) στενός συνεργάτης και σύμβουλος ήταν ο εφεσείων. Εφαρμόζοντας όλες τις αρχές που έχουμε παραθέσει πιο πάνω και καταλήγοντας ότι το δημοσίευμα δημοσιεύτηκε με καλή πίστη και πεποίθηση περί του αληθούς του, επικροτούμε το συμπέρασμα του ευπαίδευτου πρωτόδικου δικαστή, που εκφράστηκε ως ακολούθως:
υπήρξε άπλετο ιστορικό υλικό για την εξαγωγή συμπεράσματος ή για τη διατύπωση προσεγμένης ιστορικής κρίσης, ότι ο ενάγων (εφεσείων) διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο ως άμεσα προσκείμενος και συνεργαζόμενος με τον Γρίβα σε προσπάθειες που γίνονταν για περιθωριοποίηση του Μακαρίου και ανάληψη της εξουσίας από τον Γρίβα, για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν και που δεν είναι άσχετοι, μεταξύ άλλων, με την επιβολή του σχεδίου ʼτσεσον στην Κύπρο. Οι εναγόμενοι αλλά και ο μάρτυρας που κατέθεσε για αυτούς, Μάριος Ευρυβιάδης, είχαν ηθικό και κοινωνικό καθήκον ως δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, συγγραφείς, ιστορικοί ερευνητές και εκδότες, να προβούν στη δημοσίευση, με το κοινό να έχει ανάλογο συμφέρον για σχετική πληροφόρηση».
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο δικηγόρος των δημοσιογράφων Μιχάλης Πικής είχε καταφέρει να αποδείξει τη σχέση του Ηλιάδη με τον στρατηγό Γρίβα και ότι ο μηνυτής ήταν αυτός που μιλούσε εκ μέρους του αρχηγού της ΕΟΚΑ Β’ με τις ξένες πρεσβείες.
Απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του Ηλιάδη ότι οι συγγραφείς δεν επικοινώνησαν μαζί του για να λάβουν τις απόψεις του πάνω στο επίδικο θέμα, το Ανώτατο Δικαστήριο
υπογράμμισε: «Στο θέμα της αποτυχίας επικοινωνίας των συγγραφέων με τον εφεσείοντα προτού γίνει το δημοσίευμα, ο πρωτόδικος δικαστής παραπέμπει σε σχετικές
αποφάσεις, θεωρώντας ότι η αρχή αυτή δεν δημιουργεί ανελαστική υποχρέωση εκ μέρους του συγγραφέα να προβαίνει σε τέτοιο διάβημα, σε κάθε περίπτωση, αφού κάθε υπόθεση πρέπει να κρίνεται αναλόγως των δικών της γεγονότων. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου στο θέμα αυτό μας βρίσκει σύμφωνους και κρίνουμε πως η αποτυχία να ερωτηθεί ο εφεσείων για το προτιθέμενο δημοσίευμα δεν απέκλειε την εφαρμογή της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη. Οι συγγραφείς δεν είχαν καθήκον να αναζητήσουν τις απόψεις του ενάγοντα για το κείμενο που γραφόταν».
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε επίσης ότι «υπήρξε άπλετο ιστορικό υλικό για την εξαγωγή συμπεράσματος ή για τη διατύπωση προσεγμένης ιστορικής κρίσης, ότι ο ενάγων, Σωκράτης Ηλιάδης, διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο ως άμεσα προσκείμενος και συνεργαζόμενος με τον Γρίβα σε προσπάθειες που γίνονταν για περιθωριοποίηση του Μακαρίου και ανάληψη της εξουσίας από τον Γρίβα, για λόγους που δεν είναι άσχετοι, μεταξύ άλλων, με την επιβολή του σχεδίου ʼτσεσον στην Κύπρο».
Αναφερόμενοι στους Βενιζέλο, Ιγνατίου και Λιβάνη, οι δικαστές υπογραμμίζουν ότι «οι εναγόμενοι είχαν ηθικό και κοινωνικό καθήκον ως δημοσιογράφοι, συγγραφείς, ιστορικοί ερευνητές και εκδότες, να προβούν στη δημοσίευση, με το κοινό να έχει ανάλογο συμφέρον για σχετική πληροφόρηση».