Ένα ακόμη σπασμωδικό μέτρο περιορισμού της φοροδιαφυγής

Ως σπασμωδική και αποσπασματική ενέργεια μπορεί να χαρακτηριστεί η ρύθμιση σε νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών σύμφωνα με την οποία θα εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα το σύνολο της αμοιβής που καταβάλλει ο φορολογούμενος σε γιατρούς και δικηγόρους. Η έκπτωση φόρου θα ισχύσει από τα φετινά εισοδήματα. Μέχρι σήμερα εξέπιπτε από τον φόρο (και όχι από το εισόδημα) το 20% της ιατρικής δαπάνης και μέχρι του ποσού των 6.000 ευρώ. Για τις αμοιβές των δικηγόρων δεν υπήρχε έκπτωση. Η ρύθμιση αυτή προωθείται με στόχο να περιοριστεί η φοροδιαφυγή σε αυτούς τους δύο κλάδους.
Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίσαμε τη νομοθετική αυτή ρύθμιση σπασμωδική και αποσπασματική. Διότι η μεγάλη φοροδιαφυγή στη χώρα μας δεν εντοπίζεται μόνο στους δύο αυτούς κλάδους, αλλά και σε δεκάδες άλλους, που μονίμως μένουν στο απυρόβλητο. Επιπλέον, ένα μείζον κοινωνικό και οικονομικό θέμα και για μιαν ακραία αντικοινωνική συμπεριφορά, όπως χαρακτήρισε τη φοροδιαφυγή ο πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής, κατά την επίσκεψή του πριν από μερικές ημέρες στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, χρειάζεται μια συνολική θεώρηση του προβλήματος και ρηξικέλευθα μέτρα.
Οι λόγοι της ακραίας αυτής αντικοινωνικής συμπεριφοράς έχουν επανειλημμένως επισημανθεί από μελέτες και έχουν επιβεβαιωθεί από τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφωνα με τα οποία πολλοί, κυρίως αυτοαπασχολούμενοι, παρουσιάζουν δηλούμενο εισόδημα κατά μέσον όρο σημαντικά χαμηλότερο από εκείνο των μισθωτών και των συνταξιούχων, οι οποίοι φορολογούνται στην πηγή. Ο κυριότερος λόγος της ολοένα διευρυνόμενης φοροδιαφυγής στη χώρα μας είναι ότι όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις ενίσχυαν τη συμμαχία μεταξύ συναλλασσόμενων και, κυρίως, αυτοαπασχολούμενων, και όχι την αντιπαλότητα. Έτσι, άλλοτε προωθούσαν, με δειλό τρόπο, το μέτρο των αποδείξεων και άλλοτε το καταργούσαν, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τις οικονομικές, κοινωνικές και ηθικές παρενέργειες στον χώρο της φοροδιαφυγής, με το γνωστό δίλημμα: με απόδειξη, για παράδειγμα, 1.200 ευρώ, χωρίς απόδειξη 1.100 ευρώ! Έτσι, για τον συναλλασσόμενο το δίλημμα αυτό ήταν πάντοτε εύκολο και απαντούσε «χωρίς απόδειξη», γιατί γνώριζε ότι, ακόμα κι αν την έπαιρνε την απόδειξη, δεν θα είχε γι’ αυτόν κανένα οικονομικό όφελος.
Με την αγαστή αυτή συνεργασία και συμμαχία μεταξύ των συναλλασσομένων και των φοροφυγάδων, η φοροδιαφυγή στη χώρα πάει σύννεφο. Διότι ουδέποτε είχε δώσει το κράτος ισχυρό κίνητρο για να ζητάει ο πολίτης-φορολογούμενος αποδείξεις. Και για να είναι ισχυρό αυτό το κίνητρο πρέπει να υπερακοντίζει τα οφέλη που προκύπτουν από την πρόταση του φοροφυγά για πληρωμή «με απόδειξη» ή «χωρίς απόδειξη». Εκτιμάται ότι το κίνητρο αυτό εξασφαλίζεται με την έκπτωση όλου του ποσού όλων των δαπανών και πληρωμών που γίνονται στον τεκμηριωμένο χώρο φοροδιαφυγής από το φορολογητέο εισόδημα. Στην περίπτωση αυτή, θα σταθμίσει ο ίδιος ο φορολογούμενος και όχι ο φοροφυγάς τα οφέλη από τη χωρίς ή με απόδειξη καταβολή της σχετικής δαπάνης. Με λίγα λόγια, θα μπορεί να υπολογίσει τα οφέλη αυτά με βάση τον συντελεστή φορολογίας (25%, 35%, 40%) του εισοδήματος που δηλώνει ή που θα δηλώσει. Παράδειγμα: Έστω ότι ένας συναλλασσόμενος δηλώνει εισόδημα που φορολογείται με συντελεστή 25% και αντιμετωπίζει την παραπάνω πρόταση για 1.200 ευρώ με απόδειξη ή 1.100 χωρίς απόδειξη. Αν έχει το ισχυρό αυτό κίνητρο έκπτωσης όλου του ποσού των 1.200 ευρώ από το εισόδημά του, το όφελος θα είναι 300 και όχι 100 ευρώ.
Σε μια χώρα, λοιπόν, που έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στην Ευρώπη, των οποίων όμως το εισόδημα δεν φορολογείται στην πηγή, όπως των μισθωτών και των συνταξιούχων, φυσικό είναι να υπάρχει αυτή η ακραία αντικοινωνική συμπεριφορά. Εδώ εντοπίζεται μία άλλη αδικία, αφού οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι εμφανίζονται επί δεκαετίες σαν υποζύγια που βαστούν ένα ολοένα και αυξανόμενο φορολογικό βάρος. Έτσι, επίσης, εξηγείται και η εκπληκτική διαπίστωση ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα, ενώ έχει την ίδια περίπου δομή και τους ίδιους περίπου συντελεστές με το ευρωπαϊκό φορολογικό σύστημα, υπολείπεται σημαντικά σε φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι λόγοι αναζητούνται στην παραοικονομία, η οποία στη χώρα μας αντιπροσωπεύει ποσοστό πάνω από 35% του ΑΕΠ, έναντι 15% στην Ευρωπαϊκή Ένωση!


Σχολιάστε εδώ