Μια φορά και έναν καιρό

Είναι πολύ μεγάλη αγνωμοσύνη που δεν του έκαναν μνημόσυνο. Έστω «της φούμας τα… εννιάμερα» επί το λαϊκότερο, να πούμε. Προσωπικά, έχοντας διακόψει τις εγκάρδιες και… επιστήθιες σχέσεις μαζί του από της 23ης ώρας, 33 πρώτων λεπτών και 27 δευτερολέπτων της Τρίτης 14ης Μαρτίου 1995, λογίζομαι ως «ο ακαταλληλότερος των Ελλήνων» (για να θυμηθώ τη φράση αείμνηστου πολιτικού και ακαδημαϊκού, σε άλλη φυσικά περίπτωση) προκειμένου να αποπειραθώ να του απευθύνω το ύστατο «χαίρε» ως στερούμενος ταλέντου μοιρολογίστρας…

Ας μου επιτραπεί όμως μια φύρδην μίγδην αναδρομή σε όσα βρίσκονται θολά κι ανάκατα στη θύμησή μου… Κατ’ αρχάς, για να μη θεωρηθώ θιασώτης του καπνίσματος ή υμνωδός του τσιγάρου κι αποσταλώ εις το πυρ το εξώτερον, δηλώνω ενόρκως πως εγώ, ο θηριώδης καπνιστής, ήμουν ο πλέον δραστήριος εξολοθρευτής του, και μάλιστα εμπράκτως. Διότι σε όποια μάρκα χάριζα την εύνοιά μου αγοράζοντας δύο πακέτα ημερησίως, αυτή σε σύντομο διάστημα… έκλεινε. Έτσι εξόντωσα αλληλοδιαδόχως κραταιές καπνοβιομηχανίες που είχαν την τιμή να με κατατάσσουν στην πελατεία τους. Πάει το «EGO» που κάπνιζα μανιωδώς, με το κόκκινο πανέμορφο κουτί, όπου μια τολύπη καπνού «αναθρώσκοντος» σχημάτιζε το πρόσωπο γυναίκας. Πάει και το «Ζ» Καραβασίλη με το κεφαλαίο ζήτα πάνω στο γυαλιστερό άσπρο φόντο, ποιοτικά κορυφαίο, που υπήρξα πιστός καπνιστής του μέχρι τη μέρα που… έκλεισε. Το «Ζ» υπήρξε ο κύριος ανταγωνιστής του αντίστοιχου «Άσσου» Παπαστράτου, της μόνης, σημειωτέον, εταιρείας της οποίας τα τσιγάρα «δεν τα… πήγαινα» και ίσως γι’ αυτό εξακολουθούν να υπάρχουν ως σήμερα…

Δεν μου έφταιξε κατόπιν σε τίποτα η Καπνοβιομηχανία Ματσάγγου που της χάρισα την προτίμησή μου και… χρεοκόπησε! Ήταν, θυμάμαι, περίοδος ισχνών αγελάδων όταν στράφηκα στα ευρείας κυκλοφορίας «ΕΞΤΡΑ», που είχαν λογότυπο έναν μπλε κύκλο στο κέντρο του πακέτου, όπου και το σύμπλεγμα των κεφαλαίων «Α Μ», δηλαδή αδελφοί Ματσάγγου, εντός ρόμβου. Φυσικά, δεν… περιφρόνησα και τα μεταγενέστερα με φίλτρο, σε μαλακό πακέτο, «Άριστα», πριν ακουστεί το… κανόνι.

Ένα άλλο με το οποίο διατηρούσα σχέσεις, ιδίως όταν… νήστευα, ήταν το «Αντινικότ 22» σε μπλε κουτί, που στο εσωτερικό του κάποτε έγραφε ότι «συμβάλλει στην καλή λειτουργία του οργανισμού»… Αυτό δεν έκλεισε, αλλά προφανώς για να με μπερδέψει άλλαξε συσκευασία. Όταν μάλιστα βγήκε στην πιάτσα με τη νέα του εμφάνιση, ήταν τέτοια η ζήτησή του σαν κάτι καινούργιο και τόση η αδυναμία της εταιρείας να ανταποκριθεί, που κυκλοφορούσαν περιορισμένα μόνο στην Αθήνα. Ευρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη εκείνες τις μέρες, με εκλιπαρούσαν εντόπιοι λεοντιδείς να τους δώσω ένα πακέτο από αυτά που είχα μαζί μου, να μοστραριστούνε στις γκόμενες…

Διαβάζοντας τις γραμμές αυτές, ίσως μερικοί φανταστούνε πως έκανα διά της… ομοιοπαθητικής αντικαπιταλιστικό αγώνα ενάντια στο μεγάλο… κεφάλαιο. Πλάνη οικτρά, διότι ούτε το μικρό άφησα… ν’ αγιάσει. Επιτέθηκα ακριβοδίκαια κατά καιρούς και εναντίον π.χ. του «Μαργαρίτη» με τις κάθετες ραβδώσεις και το κεφαλαίο «Μ» στο μέσον του κουτιού, των «EVES» επίσης, το δε «καλό μου άστρο» το γνώρισε και ο Χατζηγεωργίου με τα «Λήθη» του. Ήταν ένα ωραίο λευκό πακέτο, με γράμματα ελεύθερης γραφής, και επιπλέον εσωτερικά προσέφεραν μια συλλογή σκίτσων με κοπέλες που φορούσαν τοπικές ενδυμασίες. Δεν μου ξέφυγαν ούτε τα θρυλικά «Ξάνθη». Τα… έκλεισα κι αυτά καπνίζοντάς τα επί μακρόν. Ήσαν σε γαλάζιο πακέτο, έντονα αρωματικά, που έμοιαζαν με τα γαλλικά και τα λάτρευαν οι κουλτουριάρηδες. Είχαν επιπλέον και το τεράστιο προσόν να είναι φτηνότερα. Περίπου στη μισή τιμή… Ας μην παραλείψω και κάποια «ΜΕΝΤΟΛ», που απολαμβάνοντάς τα σου χάριζαν μια εγγυημένη… φαρυγγίτιδα. Τη χαριστική βολή την έδωσα στον Κεράνη, με τον οποίον είχαμε διελκυστίνδα. Εκείνος κυκλοφορούσε «ετικέτες», όπως «Έθνος», «Δήλος», «Δελφοί», «Άρωμα»… κι εγώ τα αγόραζα με ενθουσιασμό. Φυσικά, όλα τελικά πήγαν άπατα. Αμφιβάλλω εάν κανένας από τους ορκισμένους αντικαπνιστές έκανε μεγαλύτερο… σαμποτάζ σε μάρκες τσιγάρων απ’ όσο η εύνοια και ο… οβολός μου.

Η μόνη φίρμα που ήταν προγενέστερή μου και δεν την πρόλαβα, αλλά έκλεισε ερήμην μου, ήσαν τα «Σιγαρέτα Μέξη». Το κάθε τους πακέτο περιείχε σκαμπρόζικες φωτογραφίες, που ήσαν χρησιμότατες για ευχάριστες στιγμές στο σπίτι…

Παρακάμπτοντας όμως την καταστροφική μου διαδρομή ανάμεσα σε πλακέ πακέτα, αξιοποιούμενα και για πρόχειρες σημειώσεις στην πίσω τους πλευρά, θα σταθώ σε μερικές ξεθωριασμένες αναμνήσεις, από τότε που παιδιά χρησιμοποιούσαμε την εμπρός πλευρά σαν ανταλλάξιμο «νόμισμα» παίζοντας στον δρόμο «Αμάδες»…

…Θυμάμαι τα προπολεμικά χρόνια, την τεράστια διαφημιστική καμπάνια για το «Άρωμα», που τότε πρωτοκυκλοφόρησε. Θυμάμαι τον οικογενειακό και φιλικό μας κύκλο με πόσο ενθουσιασμό μιλούσε για το καινούργιο τσιγάρο πολυτελείας στο κρεμ πακέτο. Θυμάμαι ακόμη τις κουβέντες για τη «ρελάνς» του Παπαστράτου, με το υπερπολυτελές νούμερο «6» που απευθυνόταν σε θεριακλήδες, που ομοιοκαταληκτούσανε με το… παραλήδες. Τότε πάνω κάτω πρέπει να βγήκε στην αγορά και το αρωματικό «HELLAS» με την αρχαιοπρεπή εμφάνιση σε σκούρα καφετιά συσκευασία. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος, ήρθαν και οι… Εγγλέζοι με τα μυρωδάτα τσιγάρα τους που σπάγανε μύτες. Οι Εγγλέζοι έφεραν τους… Γερμανούς και την κατοχή, όπου οργίαζε η μαύρη αγορά. Εμφανίστηκαν άγνωστες φίρμες που κυκλοφορούσαν στη ζούλα, όπως π.χ. το «Caprice», η μόνη που θυμάμαι από τότε, αν και υπήρξανε πολλές άλλες ακόμη, που ανεσύροντο συνωμοτικά από την τσέπη…

Στην κατοχή καθιερώθηκε και η διανομή από τα περίπτερα 10-15 τσιγάρων χύμα από κούτες των 100. Οι καπνιστές τούς κόλλησαν το παρατσούκλι «Στούκας», επειδή ποιοτικά ήταν… μπαρούτι. Ο χαρακτηρισμός διατηρήθηκε και τα κατοπινά χρόνια για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Το χύμα, ή υποκοριστικά το «χυμαδάκι», συνεχίστηκε ανεπίσημα και μετά τον πόλεμο. Άνοιγαν οι περιπτεράδες πακέτα από ακριβές κυρίως μάρκες και πουλούσαν λίγα τεμάχια στους οικονομικά ασθενείς μερακλήδες, για να φουμάρουν σαν… άρχοντες.

Με την απελευθέρωση και την επάνοδο των Άγγλων, το μυρωδάτο εγγλέζικο τσιγάρο άρχισε να κυκλοφορεί ευρύτατα μέσω μιας ανεπίσημης μαύρης αγοράς, όπου το κράτος έκλεινε τα μάτια. Γνωρίσαμε τότε τα «Θρη, θρης», τα «Σένιορ σέρβις», τα «Κάπσταν» και, φυσικά, το «Navy cat», το θρυλικό ναυτάκι, και τόσα άλλα, στο πρωτόγνωρο συρταρωτό κουτί ή στα τενεκεδένια πλακέ των 20 και τα στρογγυλά των 50. Τα χρόνια εκείνα κάπνιζαν ελεύθερα στα λεωφορεία και στον ηλεκτρικό. Μέσα στο ντουμάνι ήταν τα οχήματα τον χειμώνα. Γι’ αυτό απαγορεύτηκε το κάπνισμα και επετράπη μόνον το καλοκαίρι, που ήταν ανοικτά τα παράθυρα, στο δε τρένο καθιέρωσαν βαγόνια ειδικά για καπνίζοντες. Κάποτε άρχισε το κυνήγι των λαθραίων. Υπάλληλοι του τότε ΣΔΟΕ, με ανεπτυγμένη όσφρηση, πηγαινοέρχονταν με τον ηλεκτρικό και μυρίζοντας σαν τα κυνηγόσκυλα προσπαθούσαν να συλλάβουν «κλέπτοντας οπώρας» και να τους οδηγήσουν στο αυτόφωρο.

Το αντίδοτο βρέθηκε και ήταν απλούστατο.

Αγόραζες ένα πακέτο νόμιμο, με την ταινία της εφορίας, από κάποιο κεντρικό περίπτερο και μια κούτα από τον… λαθρέμπορο. Είχες στην τσέπη το νόμιμο και το συμπλήρωνες από την κούτα στο… σπίτι. Μοναδικό αδύνατό τους σημείο ήταν πως επειδή τ’ αμερικάνικα ήσαν σε μαλακή συσκευασία γρήγορα τσαλακώνονταν, σχίζονταν, βρωμίζονταν. Και αν σε τσάκωναν, έπρεπε να τους αποδείξεις πως ήσουνα ένας βρωμιάρης και… μισός, γι’ αυτό έκανες «καινούργιο» πακέτο «σαν τα μούτρα σου».

Κλείνω με μια «αναφορά μνήμης» στα ξεχασμένα από χρόνια, δημοφιλή κόκκινα «Σέρτικα Λαμίας» και στο κόκκινο «Έθνος». Δεν παραλείπω «τιμής ένεκεν» και τα «Καπερνάρος» που μας μοίραζαν στο ΚΕΝ Κορίνθου…


Σχολιάστε εδώ