Η Άγκυρα στο πλευρό των Ουιγούρων
Η συμπεριφορά της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα αποδεικνύει ότι είναι αποφασισμένη να μην αφήσει να περάσει ανεκμετάλλευτη οποιαδήποτε ευκαιρία συμμετοχής στα διεθνή δρώμενα με τη μορφή συμπαράστασης στους ομοφύλους και ομοθρήσκους της, όπου αυτοί κι αν αντιμετωπίζουν προβλήματα ή εγείρουν διεκδικήσεις. Στις ταραχές που ξέσπασαν στην επαρχία Σινγιάνγκ της Κίνας μεταξύ των Κινέζων της φυλής Χαν και των Ουιγούρων, που αποτελούν τη μειοψηφία, η Άγκυρα, έπειτα από σύντομη στάση αναμονής που διατήρησε, δεν άργησε να πάρει θέση.
Τα βίαια επεισόδια, που προκλήθηκαν την περασμένη εβδομάδα στην επαρχία Σινγιάνγκ, η οποία βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Κίνας και καλύπτει έκταση 1,5 εκατ. τετραγωνικών μέτρων, με δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του πολιτικού κόσμου της γείτονoς χώρας.
Η πρώτη αντίδραση ήρθε από τον πρόεδρο του ακροδεξιού κόμματος του Εθνικιστικού Κινήματος (ΜΗΡ) Ντεβλέτ Μπαχτσελί, που έσπευσε να κατακρίνει την ισλαμική κυβέρνηση για την απραξία της στο θέμα και δήλωσε ότι το ζήτημα των Ουιγούρων δεν είναι μόνο εσωτερικό θέμα της Κίνας, όπως θα ήθελε να λέει το Πεκίνο.
Ο Μπαχτσελί βρήκε, έτσι, την ευκαιρία να στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης προς την Κεντρική Ασία, χώρο που συνδέεται αναπόσπαστα με την ιδεολογία του κόμματός του, αλλά και να πιέσει την κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό να υιοθετήσει παρόμοια στάση με εκείνη που τήρησε στο Νταβός έναντι των Ισραηλινών τον περασμένο Ιανουάριο.
Υπό την πίεση των διαδηλώσεων, που οργανώθηκαν κυρίως από τους «γκρίζους λύκους», στα μεγάλα αστικά κέντρα για να «αναγκάσουν» την Άγκυρα να παρέμβει υπέρ των Ουιγούρων, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών δεν άργησε να καλέσει τον κινέζο επιτετραμμένο για ενημέρωση. Ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, καταδίκασε τα αιματηρά επεισόδια και ζήτησε τη λήψη κατάλληλων μέτρων από τις κινεζικές αρχές ώστε να τερματιστεί η βία.
Δήλωσε ακόμη ότι το ενδιαφέρον της Άγκυρας για την τύχη των Ουιγούρων είναι πραγματικό. Από τη μεριά του ο ισλαμιστής πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέφρασε την επιθυμία να επικρατήσει η κοινή λογική και να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι της αιματοχυσίας.
Δικαιολογώντας τις ανησυχίες των πολιτών του για τους «αδερφούς» Ουιγούρους, σε μια κίνηση μάλλον εντυπωσιασμού, αποκάλυψε ακόμη την πρόθεση της κυβέρνησής του να καταβάλει τις απαραίτητες προσπάθειες να τεθεί το θέμα προς συζήτηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, στο οποίο συμμετέχει η Τουρκία ως μη μόνιμο μέλος την περίοδο 2009-2010, αλλά και στην Ισλαμική Διάσκεψη όπου τη θέση του γενικού γραμματέα κατέχει τούρκος ακαδημαϊκός. Είναι σημαντικό, όμως, να εξετάσουμε σε τι οφείλεται το ενδιαφέρον που δείχνουν οι Τούρκοι για τα τεκταινόμενα στην κινεζική επαρχία.
Πέρα από την αυτονόητη επιθυμία της ισλαμικής κυβέρνησης να αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες με την περιοχή, που είναι πλούσια σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων, η προσοχή που επιδεικνύει η Άγκυρα προς τη Σινγιάνγκ προκύπτει κατά κύριο λόγο από τους ιστορικούς δεσμούς με αυτήν την περιοχή. Ως γνωστόν, οι Τούρκοι κατάγονται από την Κεντρική Ασία. Παρατηρήθηκε, λοιπόν, το εξής παράδοξο κατά την πρόσφατη ιστορία. Το κεμαλικό καθεστώς, στην προσπάθειά του να εδραιώσει την εξουσία του, πρόβαλλε τον εθνικό μύθο με τέτοιον τρόπο ώστε να σβήσει τα ίχνη της πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας από τη μνήμη και τη συνείδηση του λαού.
Ο «ιδρυτικός μύθος» -από τον οποίο αντλεί την ονομασία της και η παρακρατική οργάνωση Εργκένεκον- της Τουρκικής Δημοκρατίας, θέλει τους Τούρκους να αντλούν τις ρίζες τους από το Τουρκεστάν (ο χώρος όπου δεσπόζουν σήμερα οι τουρκικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας), το οποίο εγκατέλειψαν υπό την πίεση των Κινέζων πριν από αιώνες. Περνώντας από δύσβατες οροσειρές, υπό την καθοδήγηση ενός γκρίζου λύκου, κατευθύνθηκαν δυτικά, προς την Κασπία…
Τον μύθο αυτόν καλλιέργησε, από τον Mεσοπόλεμο κιόλας, η τουρκική ακροδεξιά που τελούσε άλλοτε στην παρανομία και άλλοτε στο περιθώριο της πολιτικής ζωής – σήμερα εκπροσωπείται στο Κοινοβούλιο από το ΜΗΡ.
Οι κινήσεις της ισλαμικής κυβέρνησης ΑΚΡ, όμως, έρχονται να διαταράξουν τους στενούς δεσμούς φιλίας με το κινεζικό καθεστώς, που αναπτύσσονται διακριτικά επί δεκαετίες. Να υπενθυμίσουμε ότι η κυβέρνηση συνασπισμού του Μεσούτ Γιλμάζ είχε εκδώσει μυστική πρωθυπουργική εγκύκλιο το 1998, βάσει της οποίας απαγορευόταν η δημόσια ανάρτηση της σημαίας των Ουιγούρων -πρόκειται για τους τουρκογενείς του Ανατολικού Τουρκιστάν, που περιήλθε οριστικά στην κινεζική κυριαρχία τη δεκαετία 1930- εντός της Τουρκίας, καθώς και η συμμετοχή κρατικών λειτουργών και παραγόντων σε εκδηλώσεις των εξόριστων οργανώσεων και συνδέσμων των Ουιγούρων.
Η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ ακολούθησε την πολιτική των προκατόχων της. Το 2003 είχε την ευκαιρία να τροποποιήσει την εγκύκλιο, αλλά το απέφυγε, με αποτέλεσμα η πολιτική ελίτ των Ουιγούρων να εγκατασταθεί οριστικά στις ΗΠΑ. Εξάλλου, το καλό επίπεδο των σινοτουρκικών σχέσεων επιβεβαιώθηκε και με την προ δεκαημέρου επίσημη επίσκεψη του τούρκου Προέδρου, Αμντουλάχ Γκιουλ, στην Κίνα, όπου είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί ακόμη και την επαρχία Σινγιάνγκ. Με την ευκαιρία εκείνη ο Γκιουλ δεν είχε λησμονήσει να αναφερθεί στην ουιγουρική μειονότητα -περίπου δέκα εκατ.- της Κίνας, όπως κάνουν παραδοσιακά οι Τούρκοι για οποιαδήποτε τουρκική μειονότητα, ως μια ιδανική «γέφυρα φιλίας».
Το προσεχές διάστημα θα διαπιστώσουμε κατά πόσο η Άγκυρα, μια χώρα που βρίσκεται περίπου στην ίδια μοίρα με την Κίνα στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και γενικότερα του Διεθνούς Δικαίου -ας μη λησμονούμε ότι έχει σημαντικό πρόβλημα με την κουρδική μειονότητά της, αλλά και με τον στρατό κατοχής που διατηρεί στην Κύπρο, τις προκλήσεις στο Αιγαίο κ.λπ.- είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει το σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο των σινοτουρκικών σχέσεων, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του προστάτη των Ουιγούρων στα διεθνή φόρουμ.
Γιατί οι συνέπειες από τη δυσαρέσκεια του Πεκίνου, αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάει η τουρκική οικονομία, θα είναι κατά πάσα πιθανότητα ολέθριες κυρίως σε οικονομικό -αλλά και σε πολιτικό- επίπεδο για την Άγκυρα, ειδικά τώρα που μόλις έχουν κλείσει συμφωνίες πολλών εκατ. δολαρίων (στους τομείς των μεταλλείων, των κατασκευών κ.λπ.).