Ο ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΣΤΕΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΝΑ ΑΡΜΕΓΕΙ

Τών υπογείων σκοτεινιά
ήταν τό παρελθόν του
καί τά σκαλιά κατέβαινε
μέ τήν συγκάτοικόν του.

Μία γυναίκα ορφανή
ένα κορίτσι θαύμα
τιμία, πλήν αλλοδαπή
π’ αρέσκετο στό κλάμα.

Ήτο Βαλκάνιος αυτή
κι εκείνος Ηπειρώτης
Έλλην αμετακίνητος
σωστός καί πατριώτης.

Εχαίροντο τόν έρωτα
στής Πρέβεζας τά μέρη
μέσα στό καταχείμωνο
ως νά ‘ταν καλοκαίρι.

Η υγρασία τών ακτών
τούς έλουζε αφθόνως
καί ήτο δύο άγγελοι
έως πού ήρθε ο φθόνος.

Ο φθόνος ο ηλίθιος
ο άντρας τής πορνείας
ο τρυγητής τής απονιάς
ο γόνος τής πενίας.

Ανύποπτοι οι εραστές
εχαίροντο τήν φύση
εχαίροντο τήν ομορφιά
γιατ’ είχαν αγαπήσει.

Ήτανε ξημερώματα
όταν η θύρα σπάζει
καί ένα κτήνος όρθιο
τήν κόρη τήν αρπάζει.

Ο Έλληνας ορθώνεται
γιά νά τόν συγκρατήσει
κι η μαχαιριά τόν έστειλε
στήν μακαρία δύση.

Έξω στό μισοσκόταδο
δυο άλλοι τσιλιαδόροι
λαμβάνουν τό κοράσιο
κι αφήνουνε τ’ αγόρι.
Τό τί επακολούθησε
ο νούς σας δέν τό βάνει
η κόρη δέν επνίγηκε
εις τό Πασά Λιμάνι.

Πνίγηκε στά αρώματα
καί στ’ ακριβά σεντόνια
καί ξεπετούσε εραστές
σάν νά ‘ταν χελιδόνια.

Αυτόβουλα δέν πόρνεψε
άλλοι τήν αναγκάσαν
τήν βγάλανε εις στό κλαρί
κι ύστερα τήν κρεμάσαν.

Διότι εμπαγιάτεψε
κι είχε πολύ γεράσει
όμως δέν είχ’ η δυστυχής
τά είκοσι περάσει.

Ο νέος τήν συνάντησε
στού ουρανού τά μέρη
όμως δέν τήν εγνώρισε
δέν άπλωσε τό χέρι.

Είδε μόν’ ένα φάντασμα
καί μία ζαρωμένη.
Αυτή όμως τόν γνώρισε
καί τού ‘πε δακρυσμένη:

«Τα χρόνια ήρθαν δύσκολα
μεγάλα τά κρεβάτια
τά όσα τό σώμα δέχτηκε
δέν πίστευαν τά μάτια».

Σιβυλλικά τά λόγια της.
Όμως η αγάπη μένει
τό αγνοούν οι ζωντανοί
όχι κι οι πεθαμένοι.

**************************

Σταματώ εδώ αυτό τό ρομαντικό
ασμάτιο. Έχω τούς λόγους μου
γιά τό ύφος καί γιά τό αποσπασματικό.


Σχολιάστε εδώ