Μια φορά και έναν καιρό

Ούτε είναι πρωτοφανές αυτό που έγινε τις προάλλες με τις τρεις έγκριτες αθηναϊκές εφημερίδες που δημοσίευσαν εκτενή ρεπορτάζ με την… επίσκεψη στην Αθήνα του τούρκου πρωθυπουργού και τη συνάντησή του με τον έλληνα ομόλογό του.

Τα δημοσιεύματα, διανθισμένα με πληροφορίες για τις συνομιλίες τους, με σχόλια παραπολιτικά και άλλα, με «αποκλειστικές δηλώσεις» και με περιγραφές που δεν άφηναν σκοτεινή ούτε την παραμικρή πτυχή της επίσκεψης πήγαν στράφι, επειδή δυστυχώς η άφιξη ματαιώθηκε.

Για την γκάφα αυτή δεν έφταιγε φυσικά ο «δαίμων του τυπογραφείου», ο μονίμως κατηγορούμενος ως δολιοφθορεύς, καθ’ όσον τα κείμενα δεν περιείχαν ορθογραφικά λάθη ή σολοικισμούς, που στο κάτω κάτω αποκαλούνταν ανέκαθεν… «μαργαριτάρια». Αντιθέτως απέπνεαν μεγαλοφροσύνη, όπως αρμόζει για ανάλογες περιστάσεις όπου η κάθε φράση περνά απ’ την ψιλή κρησάρα. Το μόνον που μπορείς να καταλογίσεις στους συντάκτες είναι πως παραγνώρισαν ότι ένας άνθρωπος υπόκειται ανά πάσα στιγμή σε ασθένεια. Και όπως ο κύριος Ντελαπαλίς ευρίσκετο εν ζωή ένα τέταρτο προτού αποθάνει, έτσι και ο κ. Ερντογάν ήταν υγιής πριν… αρρωστήσει. Του συνέστησαν φυσικά οι θεράποντες ιατροί να παραμείνει ολόκληρο το Σάββατο κλινήρης, σε περίπτωση δε επιδεινώσεως, να προεδρεύσει πολιτικού συνεδρίου που συμβάλλει στην ταχυτάτη ανάρρωση. Όπερ και πράξας, σύντομα έγινε «περδίκι…»

Εν πάση περιπτώσει δεν είναι προς θάνατον μια φανταστική περιγραφή, διότι όπως προείπαμε έχει ξαναγίνει. Βέβαια τότε οι εφημερίδες ούτε την «οργάνωση» διέθεταν ούτε τα σημερινά τεχνικά μέσα. Τότε τις στοιχειοθετούσαν είτε από την «κάσα» με τα τυπογραφικά στοιχεία, τα «ελζεβίρ» και τα «άττικα», είτε από τις λινοτυπικές μηχανές με το χυτό «αντιμόνιο» που εισέπνεε ο λινοτύπης, και που σαν αντίδοτο για να μη πάθει καρκίνο των πνευμόνων τού έδινε ο εκδότης υποχρεωτικά ένα μπουκάλι γάλα που το έπινε μονορούφι.

Μετά ερχόταν η σελιδοποίηση, το «μάρμαρο», τα «ξύλινα» στοιχεία των τίτλων, μέχρι να βγει το δοκίμιο και το πρώτο φύλλο φρέσκο φρέσκο που μύριζε χαρτίλας και μελάνι. Μελάνι που… μεταστάθμευε στα χέρια του… αναγνώστη. Το ρολόι τούς κυνηγούσε όλους. Τον ρεπόρτερ, που τις πιο πολλές φορές έγραφε στο… πόδι τις πληροφορίες που… «ψάρεψε» με ιδρώτα. Τον διευθυντή συντάξεως, που έπρεπε να εγκρίνει τα γραπτά, τον «διορθωτή», που πρόσεχε μήπως δεν μπήκαν «υπογεγραμμένες» στις «δοτικές», γιατί η διεύθυνση ωρύετο:

– Ποιος αγράμματος δεν έβαλε υπογεγραμμένη στο «Τω»;;; Είχε ακόμα τον «επί της ύλης», τον αρχιεργάτη και γενικά όλο το προσωπικό, που βρίσκονταν μέσα «σε καζάνι που βράζει» μέχρι να μπει το «Τυπωθήτω»…

Οι πρωινές εφημερίδες τυπώνονταν γύρω στις τεσσερισήμισι με πέντε τα ξημερώματα. Εάν ενδεχομένως υπήρχαν νεώτερα, κυκλοφορούσε αργότερα 2α έκδοσις. Άλλαζαν τότε επιτροχάδην το «κασέ» της τελευταίας σελίδας με τις ειδήσεις, αφαιρούσαν το κάτω δεξιά θέμα και υπό τον κραυγαλέο τίτλο «Επί του πιεστηρίου» γινόταν η καταχώριση των «νέων» που μόλις έφτασαν. Συνήθως αυτά διαλαλούσε στον δρόμο ο εφημεριδοπώλης, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη…

Εκείνη την εποχή της αθωότητας, ένας θανατοποινίτης, χαρακτηρισμένος «ειδεχθής εγκληματίας», βρισκόταν στις φυλακές περιμένοντας την εκτέλεσή του, η οποία είχεν ορισθεί για την επομένη. Ανέκαθεν οι εκτελέσεις γίνονταν την αυγή, «άμα τη έω», και φυσικά την ώρα εκείνη τα φύλλα ή τράβαγαν για το πρακτορείο ή ήσαν ακόμη στην εκτύπωση, με τους αδημονούντες να ξεχυθούν εφημεριδοπώλες.

Σκέφθηκε λοιπόν ρηξικέλευθος εκδότης να δημοσιεύσει ένα εκτενές ρεπορτάζ από την επικείμενη εκτέλεση, αφού στο κάτω κάτω όλες οι εκτελέσεις μοιάζουν μεταξύ τους, με μικρές διαφορές ως προς την προεργασία, απόλυτα δε στο τελικό αποτέλεσμα. Εκείνο που θα προσέφερε κατ’ αποκλειστικότητα θα ήταν γαργαλιστικές λεπτομέρειες από τις τελευταίες στιγμές του μελλοθάνατου. Ανέθεσε λοιπόν από την προτεραία στους αστυνομικούς συντάκτες να τις καταγράψουν λεπτό προς λεπτό, βασισμένοι στην πείρα τους από παρόμοιες περιπτώσεις, με φόντο όλη τη θλιβερή περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Στρώθηκαν αμέσως, και με τη καθοδήγησή του στο κρεσεντάρισμα, έκαναν μια συνταρακτική περιγραφή της διαδικασίας. Αναφέρθηκαν στο πώς αντιμετώπισε τον ιερέα όταν έφθασε το πρωί φορώντας το πετραχήλι του για να τον εξομολογήσει και να τον μεταλάβει. Τι ακριβώς του εμπιστεύθηκε και τι του ζήτησε να μείνει μυστικό μεταξύ τους, κάτι που ο λευίτης αρνήθηκε, αλλά λίγο αργότερα μετανοιωμένος συμφώνησε, λέγοντας «ύπαγε τέκνον μου εν ειρήνη». Με ζωηρά χρώματα περιγράψανε τον πόνο, το κλάμα και τις συγκινητικές δηλώσεις της μανούλας του, που είπε με λυγμούς «πως διατηρεί αμφιβολίες αν είναι ένοχος», ενώ τα δυο αδέλφια του αρνήθηκαν να μιλήσουν. Σημείωσαν ακριβώς την ώρα που ο εισαγγελέας υπηρεσίας κατέφθασε στη φυλακή, φορώντας καφέ σκούρο κοστούμι και ρεπούμπλικα, για να του αναγνώσει την απόφαση του Δικαστηρίου, τον αποχαιρετισμό του με φωνές για κουράγιο από τους λοιπούς κρατουμένους της πτέρυγας, και τέλος τη μεταφορά του με το κλειστό αυτοκίνητο της Χωροφυλακής μάρκας Morris στον τόπο εκτελέσεως. Εκεί λιποθύμησε και σωριάστηκε κατά γης αντικρίζοντας τον δήμιο, και χρειάστηκε να βρεθεί επειγόντως «αιθέρας» να του βάλουνε στη μύτη να συνέλθει. Και πόσο τέλος ο πωρωμένος από τη δουλειά του δήμιος ένιωσε παρά ταύτα να κλονίζεται ψυχικά από το απάνθρωπο έργο που τον αναγκάζει να εκτελέσει η Νέμεσις.

Ποτέ ίσως δεν καταχωρίσθηκε σ’ εφημερίδα πιο λεπτομερής και δραματική εξιστόρηση απ’ όση των δύο δημοσιογράφων που παρακολούθησαν υποτίθεται επί τόπου την εκτέλεση. Τα κείμενα, δεόντως εικονογραφημένα, κατέλαβαν την τρίτη και τέταρτη σελίδα της εφημερίδας, που ειδικά σήμερα, «λόγω πληθώρας ύλης», θα κυκλοφορήσει εξασέλιδη. Ανέτρεξαν επιπλέον στα της δίκης, εντοπίζοντας το φάσμα της καταδίκης του που επλανάτο στην αίθουσα, με το ακροατήριο να διαισθάνεται πως μια ανθρώπινη ζωή σε λίγο δεν θα υπάρχει.

Τονίζονταν ιδιαιτέρως οι «υφέρπουσες» υποψίες περί δικαστικής πλάνης και όσα περί της αθωότητάς του καλλιεργούσαν οι δικηγόροι του. Υπογράμμισαν τους μύδρους που εξαπέλυσε ο δημόσιος κατήγορος και τα κενά που εντόπισαν διακεκριμένοι νομικοί στο κατηγορητήριο. Και φυσικά τη μνημειώδη αγόρευση του συνηγόρου υπερασπίσεως και τις εμπνευσμένες κορώνες του που έκαναν στο κακουργιοδικείο, πολλά ματάκια γυναικεία να δακρύσουν. Στις στήλες υπήρχε επίσης και ολόκληρη η αίτηση χάριτος που υπέβαλε, με την ευχή πολλών ανθρωπιστικών οργανώσεων να γίνει αποδεκτή. Για λόγους αντικειμενικής ενημέρωσης περιέλαβαν και γνώμες ανώνυμων πολιτών που συνοψίζονταν στη φράση:

– «Τι τον έχουν και τον λιβανίζουνε ακόμα;».

Έφθασε η ώρα της εκτελέσεως και ταυτόχρονα η ώρα να τυπωθεί το φύλλο. Οι δημοσιογράφοι του ελεύθερου ρεπορτάζ είχαν ήδη σχολάσει και τράβηξαν κατά το γαλακτοπωλείο «Η Γαλλία», στην οδό Σταδίου, περί την Ομόνοια, να πιούνε ένα καυτό γαλατάκι να μαλακώσει ο λάρυγγάς τους, και μόνον ο αστυνομικός συντάκτης πήγε στις φυλακές Συγγρού να παραστεί στην εκτέλεση που τόσον επιτυχώς περιέγραψε πριν γίνει…

Ο εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας στο γραφείο του «έτριβε τα χέρια του» από τη μοναδική επιτυχία που θα είχε το αποκλειστικό και λεπτομερές ρεπορτάζ της, ενώ οι άλλες πρωινές ανταγωνίστριες το πολύ πολύ να προλάβαιναν ένα «ειδησάριο», στα «επί του πιεστηρίου». Φυσικά το φύλλο με τέτοιο περιεχόμενο θα γινόταν ανάρπαστο. Διότι ο αναγνώστης που σου σκάει το φραγκάκι του ψοφάει να διαβάζει θανατικά… Τότε χτύπησε το τηλέφωνό του και ασθμαίνων ο συντάκτης τον πληροφόρησε από μια ΕΒΓΑ της γειτονιάς πως «Ο κατάδικος πήρε χάρη»…

– Και τώρα τι γίνεται που δυο ολόκληρες σελίδες βασίζονται στην εκτέλεση; Πώς ν’ αντικατασταθεί τέτοια ώρα η ύλη ολόκληρης σχεδόν της εφημερίδας;

Γάτα ο κ. Διευθυντής. Διέταξε αυθωρεί να «διαλύσουν» την πρώτη σελίδα και με τα μεγαλύτερα γράμματα, κάτω ακριβώς από τον λογότυπο, να δημοσιευθεί η είδηση της απονομής χάριτος, με μια μεγάλη «αν φας» φωτογραφία του κατάδικου. Και στη συνέχεια επί λέξει:

– Εις την 3ην και 4ην σελίδα πλήρης περιγραφή του τι θα υφίστατο ο δολοφόνος, ΕΑΝ δεν του απενέμετο χάρις…


Σχολιάστε εδώ