Θέλουν «κάποιοι» να κοντύνουν την ιστορία μας

Οι «New York Times» πάντως αναφέρουν σε εισαγωγικά ότι ο κ. Δήμου είπε επί λέξει: «Συνηθίζαμε να μιλούμε αλβανικά και να αποκαλούμε τους εαυτούς μας Ρωμαίους. Όμως οι Winckelmann, Γκαίτε, Βίκτωρ Ουγκώ, Ντελακρουά, όλοι μας είπαν: όχι, είστε Έλληνες, απευθείας απόγονοι του Πλάτωνα και του Σωκράτη και αυτό έγινε». Θα είχε ενδιαφέρον ως προς αυτό να μας κοινοποιούσε ο κ. Δήμου τη «διορθωτική επιστολή» του στους «New York Times», διότι από την επιστολή του στο «ΠΑΡΟΝ» δεν προκύπτει ότι αμφισβητεί τη διατύπωση αυτή. Θα τη δημοσιεύαμε ευχαρίστως.

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορεί να μην προσεχθεί ότι ο κ. Δήμου, σε άρθρο που αναφέρεται στο Μουσείο της Ακρόπολης και αναπόφευκτα στα Ελγίνεια, επέλεξε να εγείρει εθνικό ζήτημα. Ακόμη και αν σταθούμε στη διατύπωση της διορθωτικής επιστολής του, ότι δηλαδή «εκείνους τους χρόνους πολλοί κάτοικοι της Αττικής μιλούσαν αρβανίτικα και ότι οι Έλληνες αυτοαποκαλούνταν Ρωμιοί», το ερώτημα παραμένει: Πώς εξηγείται ότι επιλέγει την εξαίρεση έστω της Αττικής (εμείς θα λέγαμε ενδεχομένως και άλλων περιοχών) και όχι το γενικό χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός κόσμου, του ελληνικού, ο οποίος δέσποζε την εποχή αυτή στον ζωτικό χώρο τριών αυτοκρατοριών και, μάλιστα, υπό καθεστώς εθνικής κατοχής; Γιατί δεν διευκρινίζει τη στοίχιση του αρβανίτικου στοιχείου στον αγώνα για την ελληνική ελευθερία, πράγμα που κάνει ολοφάνερο το «ανήκειν» τους ή ακόμη το εξίσου σημαίνον φαινόμενο ότι πολλοί Βαλκάνιοι, πέραν της εθνοτικής τους διαφοροποίησης, μιλούσαν ελληνικά και, μάλιστα, δήλωναν ρητά την ελληνικότητά τους; Και γιατί η εμμονή στην επισήμανση ότι «πολλοί κάτοικοι της (αγροτικής θα προσέθετα) Αττικής μιλούσαν αρβανίτικα» και όχι στο καίριο ζήτημα ότι η Αθήνα, όπου και ο Παρθενώνας, μιλούσε μια εξευγενισμένη ελληνική γλώσσα ή ότι σύσσωμοι οι κάτοικοι της Αττικής μεριμνούσαν αδιαλείπτως για τη διάσωση των «αρχαίων καταγωγίων»; Δεν συνάντησε πουθενά ο κ. Δήμου την «Ιστορία των Αθηναίων» του Δημ. Καμπούρογλου για να ενημερωθεί σχετικά; Ή μήπως με την επιλογή του να αναδείξει το «έλασσον» και να αποσιωπήσει το «μείζον» απέβλεπε τελικά στο να υποδείξει μια άλλη «αποεθνοποιημένη» ανάγνωση της ιστορίας;

Το ερώτημα αυτό γεννάται εύλογα στον αναγνώστη διότι η ανωτέρω επιλογή του συνδυάζεται με την καθόλου άδολη επισήμανση ότι «οι Έλληνες τότε αυτοαποκαλούνταν «Ρωμαίοι»», κατά τους «New York Times» ή «Ρωμιοί» κατά τη διορθωτική του έκφραση! Γιατί αλήθεια η επιλεκτική αυτή επισήμανση σε ένα άσχετο με την ονοματοδοσία των Ελλήνων θέμα; Αγνοεί άραγε ο κ. Δήμου ότι αφενός η έννοια του Ρωμιού συνιστούσε όχι αλλαγή συλλογικής ταυτότητας, αλλά οικειοποίηση του ρωμαϊκού πολιτικού ιμπέριουμ από τους Έλληνες και, σε κάθε περίπτωση, εν χρήσει ήταν την περίοδο αυτή επίσης οι όροι «Γραικός» και «Έλληνας»; Ή ότι όλοι οι ξένοι ως Έλληνες μας αναγνώριζαν;

Είναι προφανές ότι ο κ. Δήμου με τις επιλογές του αυτές, συνδυαζόμενες με το θέμα του άρθρου, ήθελε να πει στους ξένους κάτι το εντελώς συγκεκριμένο. Ότι τότε που ο Έλγιν κατέβασε τα μάρμαρα από τον Παρθενώνα δεν ήμαστε Έλληνες, δεν είχαμε συνείδηση της ελληνικότητάς μας -συνείδηση έθνους- δεν μιλούσαμε καν όλοι ελληνικά, άρα δεν είχαμε σχέση με τις αρχαιότητες. Έλληνες μας έφκιασαν οι Ευρωπαίοι (οι Winckelmann, Γκαίτε, Ουγκώ, Ντελακρουά, κατά τον κ. Δήμου) και, φυσικά, αργότερα το νεοελληνικό κράτος.

Δεν έχει νόημα να παραπέμψει κανείς τον κ. Δήμου και τους ομογνώμονές του στα κείμενα της τουρκοκρατίας για να διαπιστώσουν πώς αισθάνονταν οι «ελληνόφωνοι» και οι «αρβανιτόφωνοι» της εποχής, αντί να τους μεθερμηνεύουν. Δεν έχει νόημα γιατί αν το ήθελε θα το είχε πράξει. Θα είχε, ωστόσο, αποφύγει να εκτεθεί τόσο πολύ αν, από περιέργεια έστω, είχε φροντίσει να συμβουλευθεί για τα θέματα αυτά πλέον ειδικούς όπως ο Σβορώνος, ο Πανταζόπουλος, ο Βακαλόπουλος, ο Κοντογιώργης κ.ά.

Από την πλευρά μας, θα είχαμε να πούμε μόνο ένα πράγμα: αντί να προσπαθούμε να αποξενώσουμε τους Έλληνες από την ιστορία τους ή να την «κοντύνουμε» για να τη φέρουμε στα μέτρα, στις εξαρτήσεις και στις παλινωδίες της «εκσυγχρονιστικής» ιδεολογίας, ας διερωτηθούμε τι έφταιξε ή τι φταίει για τα σημερινά της αδιέξοδα. Υπάρχουν ασφαλώς και άλλοι τρόποι, όσοι το θέλουν τόσο πολύ, να γίνουν ευχάριστοι στους κατά καιρούς ηγεμόνες που διαφεντεύουν τις τύχες μας. Ας ψαχτούν τουλάχιστον μέσα τους μήπως και αντιληφθούν την αιτία της προσωπικής τους μειονεξίας, αντί να την προβάλλουν ως μειονεξία του ελληνικού έθνους.

Στην απάντηση που μας έστειλε ο κ. Δήμου αναφέρει τα εξής:

«Φυσικά δεν είναι δυνατόν να είπα τη σουρεαλιστική φράση: “Συνηθίζαμε να μιλούμε αλβανικά και να λεγόμαστε Ρωμαίοι”. Είπα ότι εκείνους τους χρόνους πολλοί κάτοικοι της Αττικής μιλούσαν αρβανίτικα (που είναι γεγονός) και ότι οι Έλληνες αυτοαποκαλούνταν Ρωμιοί. Οι “αλβανόφωνοι Ρωμαίοι” είναι εφεύρεση του δημοσιογράφου.

Δυστυχώς πολλά άλλα που είπα αποσιωπήθηκαν, διαστρεβλώθηκαν ή μεταλλάχθηκαν για να βολέψουν τις θέσεις του δημοσιογράφου. Και οι “New York Times” δεν δημοσίευσαν την διορθωτική επιστολή μου».

Τσιμουδιά από τον κ. Λιάκο

Την ανάγκη που αισθάνθηκε ο κ. Δήμου να δώσει εξηγήσεις και να προχωρήσει σε διορθωτική δήλωση δεν έδειξε ο έτερος… Νεοέλληνας, και εκσυγχρονιστής καθηγητής κ. Λιάκος, της γνωστής παρέας Ρεπούση, που όπως αποκάλυψαν οι «New York Times», σε άρθρο του υποστήριζε ότι «η Ακρόπολη είναι το εμπορικό μας σήμα». Προφανώς παραμένει σταθερός σε αυτήν την ύβριν κατά του ελληνικού πολιτισμού. Να τον χαίρεστε, κύριοι πανεπιστημιακοί… Ωραία γράμματα μαθαίνει στα παιδιά μας…


Σχολιάστε εδώ