Απογοήτευση από τις αποφάσεις για τον έλεγχο των τραπεζικών προϊόντων

Αφότου εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης οικονομικής κρίσης, περίπου πριν από δύο χρόνια (φθινόπωρο 2007), διαπρεπείς οικονομολόγοι και αρκετοί οικονομικοί παράγοντες επισημαίνουν την ανάγκη αλλαγής των κανόνων λειτουργίας της εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης χρηματοπιστωτικής αγοράς και τη σύσταση κρατικής υπηρεσίας που θα ελέγχει αυστηρά τις δραστηριότητες των ιδιωτικών τραπεζών, των κερδοσκοπικών κεφαλαίων και των πάσης φύσεως χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Βέβαια ο περιορισμός της ασυδοσίας των αγορών προσκρούει στις νεοφιλελεύθερες πεποιθήσεις που θέλουν ελεύθερη και ασύδοτη αγορά, η οποία πάντα έχει δίκιο. Έτσι η ιδέα του ελέγχου της πλέον απατεωνίστικης αγοράς άργησε να καρποφορήσει. Έπειτα από τη χιονοστιβάδα των δυσμενών οικονομικών εξελίξεων σε παγκόσμια κλίμακα και υπό την πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης, οι ηγέτες των πλέον ισχυρών κρατών και οι κεντρικοί τραπεζίτες υιοθέτησαν την άποψη της θέσπισης κανόνων ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, για να μη μας επισκέπτεται συχνά η κρίση.

Πέρασαν περίπου δύο χρόνια αφότου εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια μόλυνσης της παγκόσμιας οικονομίας από τα τραπεζικά απόβλητα και το μόνο που είδαμε ήταν η επιβράβευση της αποτυχίας των δημιουργών της κρίσης με παχυλά πακέτα στήριξης από χρήματα των φορολογουμένων. Είδαμε σε όλα τα κράτη να ανεβαίνουν τα κρατικά ελλείμματα και να φουσκώνει το δημόσιο χρέος, είδαμε τα «ευαγή ιδρύματα» του καπιταλισμού (το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα, τις κεντρικές τράπεζες) να διαθέτουν άφθονο χρήμα και να θέτουν σε ομηρία τα κράτη με ασθενή οικονομία. Είδαμε τους φορολογούμενους και τους εργαζόμενους να πληρώνουν ακριβά τις συνέπειες της κρίσης. Όμως δεν είδαμε την τιμωρία της απάτης και των απατεώνων της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Δεν είδαμε να ικανοποιείται το αίτημα να τεθoύν υπό έλεγχο η λειτουργία και η δραστηριότητα της αγοράς αυτής. Δεν είδαμε να ασχολούνται οι κυβερνήσεις με τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της πραγματικής παραγωγικής οικονομίας και στα νοικοκυριά του μικρομεσαίου εισοδήματος. Μέχρι τώρα οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες έδιναν και δίνουν αφειδώς χρήματα στη χρηματοπιστωτική αγορά, με την ελπίδα ότι θα αναρρώσει και έτσι θα αποφύγουν το πικρό ποτήρι να θέσουν τη λειτουργία της υπό κρατικό έλεγχο. Όμως ο χρόνος απέδειξε ότι τα «χρυσά παιδιά» της χρηματοπιστωτικής αγοράς αποθρασύνθηκαν, κρατώντας την ομπρέλα που τους προσέφεραν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες, και δείχνουν έτοιμα να επαναλάβουν τις απάτες τους και να ξαναρίξουν στον γκρεμό την παγκόσμια οικονομία. Έτσι, τώρα, οι κυβερνήσεις πείστηκαν ότι για ικανοποίηση της κοινής γνώμης είναι υποχρεωμένες να θέσουν υπό κρατικό έλεγχο, έστω και επιδερμικό ή ακίνδυνο για την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πρώτος παρουσίασε το σχέδιό του ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και ακολουθεί η ΕΕ.

Το σχέδιο Ομπάμα: Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ υπέβαλε στο Κογκρέσο για έγκριση το σχέδιο της κυβέρνησης για την εποπτεία και τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ. Αρχιτέκτονες του σχεδίου ο υπουργός Οικονομικών Γκάιτνερ και ο επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου Λόρενς Σάμερς. Το σχέδιο Ομπάμα έγινε δεκτό με απογοήτευση και καυστική κριτική. Θεωρείται κατώτερο των περιστάσεων και δεν προκάλεσε την αντίδραση της Γουόλ Στριτ, των τραπεζιτών και των κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Η μη αντίδραση είναι το ύποπτο. Το σχέδιο βασικά διατηρεί το υφιστάμενο σήμερα καθεστώς εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα βασικά σημεία των τροποποιήσεων που περιλαμβάνει το σχέδιο Ομπάμα είναι: α) Ενισχύει την εποπτική αρμοδιότητα της κεντρικής τράπεζας με την υπαγωγή στην αρμοδιότητά της (πλην των τραπεζών που έχει σήμερα) των ασφαλιστικών εταιρειών και των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, των hedge funds. Μα η FED έχει αποτύχει παταγωδώς στην εποπτεία των τραπεζών, καθώς δεν κατάφερε να αντιληφθεί –ή δεν θέλησε;– τις απάτες των νέων τραπεζικών προϊόντων και να προλάβει τη δημιουργία των «τραπεζικών αποβλήτων»… Ανταμείβεται άραγε γι’ αυτήν την ηθελημένη ή αθέλητη αποτυχία της; β) Ενισχύεται ο ρόλος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην οποία θα υπάγονται πλέον τα δρώμενα στα χρηματιστήρια και οι συναλλαγές των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων. γ) Οι δύο υφιστάμενες σήμερα αρχές εποπτείας του τραπεζικού κλάδου συγχωνεύονται σε μία με την ονομασία Εθνική Αρχή Εποπτείας Τραπεζών, στην οποία μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες των δύο καταργούμενων. δ) Δημιουργείται νέα υπηρεσία υπό τον τίτλο Χρηματοοικονομική Υπηρεσία Προστασίας Επενδυτών, η οποία θα έχει στην ευθύνη της την προστασία των συναλλαγών των τραπεζών με το ευρύ κοινό, συμπεριλαμβανομένης της στεγαστικής πίστης και των πιστωτικών καρτών. Θα έχει δικαιοδοσία να απαγορεύει καταχρηστικές πρακτικές και να επιβάλλει κυρώσεις. ε) Όλες αυτές οι Αρχές θα υπάγονται στον έλεγχο του νεοϊδρυόμενου Συμβουλίου Εποπτείας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών, υπό την προεδρία του υπουργού Οικονομικών. Όμως ο νυν υπουργός Οικονομικών Γκάιντερ (όπως και ο προκάτοχός του Πόλσον) είναι γνήσιο τέκνο της Γουόλ Στριτ. Αυτό αρκεί. Μεταφέρουμε απόσπασμα από σχετικό σχόλιο των «Τάιμς» της Νέας Υόρκης: «Όλο το σχέδιο Ομπάμα διαπνέεται από την ίδια συλλογιστική: επιπρόσθετες ρυθμίσεις στο περιθώριο, αλλά καμία πραγματική αναδιάρθρωση». Γι’ αυτό οι τραπεζίτες δεν ανησύχησαν. Πράγματι, οι ρυθμίσεις του αμερικανικού σχεδίου είναι εντελώς άνευρες.

Το σχέδιο της ΕΕ: Στην τελευταία σύνοδο κορυφής της περασμένης εβδομάδας, οι 27 ηγέτες της ΕΕ έχασαν την ευκαιρία να δημιουργήσουν ένα στιβαρό και αποτελεσματικό όργανο εποπτείας και ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και να υιοθετήσουν νέους κανόνες λειτουργίας του. Το ΔΝΤ για πρώτη φορά στην ιστορία του έπραξε σωστά. Ζήτησε από τους ευρωπαίους ηγέτες να αξιοποιήσουν την ιστορική ευκαιρία, ώστε να αναθεωρήσουν τους κανόνες λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και προειδοποίησε ότι αν δεν γίνει αυτό, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα συνεχίσει για χρόνια να απομυζά πολύτιμους δημόσιους πόρους. Οι ευρωπαίοι ηγέτες διαφώνησαν μεταξύ τους (και η διαφωνία τους ίσως να είναι σικέ) για να καταλήξουν στο «πουθενά» και έτσι να αποφύγουν την αναθεώρηση ή τη θέσπιση νέων κανόνων λειτουργίας της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας Μπίνι Σμάνγκι που μετά τη σύνοδο κορυφής δήλωσε: «Οι δυνάμεις που υποστηρίζουν το τωρινό στάτους κερδίζουν δύναμη. Υπάρχει ο κίνδυνος ότι η αίσθηση του επείγοντος των μεταρρυθμίσεων υποχωρεί και αναδύονται εθνικιστικές τάσεις και θεαματικές διαμάχες». Τα λόγια αυτά του ιταλού κεντρικού τραπεζίτη απεικονίζουν επακριβώς το τι συνέβη στην αποτυχημένη σύνοδο κορυφής της περασμένης εβδομάδας. Οι 27 ηγέτες έπρεπε να αποφασίσουν για την αποδοχή ή την απόρριψη του σχεδίου που είχε καταρτίσει η Κομισιόν. Το σχέδιο αυτό δεν περιελάμβανε νέους κανόνες λειτουργίας του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος, ούτε αναθεώρηση των ήδη υφιστάμενων κανόνων. Απλώς προέβλεπε: α) τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, αρμοδιότητα του οποίου θα είναι να εξετάζει τους κινδύνους συνολικά για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, με στόχο να αποτραπεί στο μέλλον μια νέα οικονομική κρίση και να έχει τη δικαιοδοσία να απαιτεί την αύξηση της κεφαλαιακής βάσης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών της Ευρώπης. Οι 27 ηγέτες ενέκριναν τη σύσταση του συμβουλίου αυτού, όμως απέρριψαν τη δικαιοδοσία του να απαιτεί την αύξηση της κεφαλαιακής βάσης ενός (κινδυνεύοντος) χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Και το επιχείρημα για την απόρριψη ήταν ότι η δικαιοδοσία αυτή θα πλήξει τη δημοσιονομική ανεξαρτησία των κρατών μελών, καθώς μια ευρωπαϊκή εποπτεύουσα αρχή θα ζητούσε από την κυβέρνηση τη διάσωση συγκεκριμένων τραπεζών με δημόσιο χρήμα, δηλαδή με χρήματα των φορολογουμένων. Δεδομένου του υψηλού βαθμού μεροληψίας των αποφάσεων των κοινοτικών οργάνων, το επιχείρημα αυτό φαίνεται βάσιμο. Λογικό είναι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών να έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις εάν κάποια τράπεζα έχει ανάγκη στήριξης με χρήματα του Δημοσίου, πόσα χρήματα απαιτούνται και ποιες είναι οι αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού. Να γιατί το ΔΝΤ φοβάται ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα συνεχίσει για χρόνια να απομυζά πολύτιμους δημόσιους πόρους. β) Το σχέδιο της Κομισιόν προέβλεπε ότι επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου θα είναι ο εκάστοτε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), κάτι που οι 27 ηγέτες απέρριψαν και αποφάσισαν ότι ο πρόεδρος του νέου αυτού εποπτικού οργάνου θα ορίζεται από τους κεντρικούς τραπεζίτες και των 27 χωρών μελών της ΕΕ. Και στο θέμα αυτό κατίσχυσε η βρετανική άποψη που βλέπει με καχυποψία την ΕΚΤ, ίσως επειδή η χώρα αυτή δεν συμμετέχει στη ζώνη του ευρώ. Αλλά και πάλι στο Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου θα προεδρεύει τραπεζίτης. Με το σχέδιο της Κομισιόν ή με το ψαλίδισμά του στην απόφαση της συνόδου κορυφής, στην ουσία το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ανεξέλεγκτο και ασύδοτο όπως μέχρι τώρα. Το στάτους διατηρήθηκε.

Ούτε ο Πρόεδρος Ομπάμα, ούτε οι 27 ηγέτες θέλησαν να θέσουν φραγμό στην ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν έφτιαξαν στιβαρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και δεν τους προίκισαν με τα απαιτούμενα «νέα εργαλεία», δηλαδή με νέους κανόνες λειτουργίας. Απλώς έβαλαν τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα! Σκέτη απογοήτευση.


Σχολιάστε εδώ