ΑΓΑΘΟΝΗΣΙ ΕΚΠΕΜΠΕΙ SOS
Μας επαινούν γιατί αυτοπροαιρέτως παραμείναμε στο ακριτικό νησί μας, φύλακες όπως μας λένε του Ελληνισμού. Λόγια πολλά, λόγια παχιά και στο τέλος ένα μεγάλο μηδενικό. Όλα έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Δεν γίνεται τίποτε, δεν κουνιέται φύλλο. Κι αν μετά τους ψάξεις στο τηλέφωνο, για όσα υποσχεθήκανε, δεν τους βρίσκεις ποτέ. Σαν να μην πέρασαν ποτέ από εδώ».
Όταν διάβασα στις εφημερίδες ότι οι εθνοφύλακες του Αγαθονησίου παρέδωσαν τον οπλισμό τους, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αδιαφορία της Πολιτείας στο μεγάλο πρόβλημα των λαθρομεταναστών που σαρώνουν το μικρό νησί τους, πήρα την απόφαση να πάω αμέσως εκεί, να δω και να ζήσω το πρόβλημα από πρώτο χέρι. Πιστεύω ότι όταν αποχωρείς από την υπηρεσία σου, μπορείς να προσφέρεις και από άλλο μετερίζι, δείχνοντας ότι όσα έλεγες πριν, τα πίστευες και τα υπηρετείς διά βίου. Ξεκίνησα από το Λακκί της Λέρου με το πλοίο «Κάλυμνος». Περάσαμε από τους Λειψούς και πιάσαμε Πάτμο. Απʼ εκεί βάλαμε πλώρη για τους Αρκιούς. Καθόμουνα βυθισμένος στις σκέψεις μου, όταν δίπλα μου μια παιδική φωνή με ξύπνησε από τον λήθαργο: «Μαμά, μαμά κοίτα κάτι νερά πράσινα». Πήγα προς την κουπαστή και το βλέμμα μου απλώθηκε στα πανέμορφα φιόρδ του συμπλέγματος των Αρκιών.
Δίπλα μου ένας ξένος είχε μείνει άφωνος, ψιθυρίζοντας συνεπαρμένος «My God». Όσο πλησιάζαμε στο κύριο νησάκι, τόσο τα νερά γινόντουσαν σμαραγδένια και προκλητικά, να μη σε αφήσουν ποτέ να φύγεις. Σκέφτηκα ότι όποιος αφήσει αυτήν τη ζωή, χωρίς να δει τους Αρκιούς, είναι πραγματικά πολύ αδικημένος. Εκεί όμως είναι και η ευθύνη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, που άφησε αναξιοποίητο αυτόν τον φυσικό πλούτο και έφυγε ο κόσμος και ρημάξανε τα πάντα, βορά στην τουρκική βουλιμία.
Μόλις βγήκα στο Αγαθονήσι συναντήθηκα με τον πρόεδρο της κοινότητας Ευάγγελο Κόττορο. Ήταν ο δάσκαλος του νησιού και τώρα πρόεδρος, γιος του επίσης δασκάλου Κωνσταντίνου Κόττορου. Τον αναφέρω γιατί ήταν ο δάσκαλος που επί ιταλικής κατοχής διέσωσε τα ελληνικά γράμματα και την ταυτότητα των παιδιών. Όταν οι Ιταλοί του επέβαλαν βιαίως να διδάσκει μόνο στην ιταλική γλώσσα, αυτός αρνήθηκε επιμόνως, αντιστάθηκε σθεναρά, με αποτέλεσμα να τον διώξουν. Αυτός και η οικογένειά του στερήθηκαν ακόμα και το ψωμί. Αυτοί οι γενναίοι δάσκαλοι διέσωσαν τη γλώσσα μας σε καιρούς δύσκολους και έτσι επιβίωσε ο Ελληνισμός σε όλες τις γωνιές αυτού του τόπου. Αυτά για τους αμπελοφιλόσοφους και τους νεωτερικούς. Ευθύς εξαρχής στη συζήτησή μας με τον πρόεδρο διαχωρίσαμε το ανθρωπιστικό θέμα από τα προβλήματα που δημιουργεί η παρουσία τόσων λαθρομεταναστών στο νησί.
«Στα πρώτα χρόνια όλοι οι κάτοικοι είχαμε αφοσιωθεί στη περίθαλψη των ανθρώπων αυτών», μου διηγήθηκε, «γιατί πραγματικά ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Μαζεύαμε ρούχα, μαγειρεύαμε φαγητά, γλυκά, φρούτα και ότι άλλο μπορούσε να απαλύνει τον πόνο αυτών των ανθρώπων». Ένα παιδί, που περνούσε εκείνη την ώρα δίπλα μας, το φώναξε ο πρόεδρος και μου το σύστησε. Ήταν ο Βαλάντης Κ. ο οποίος όταν πρωτοείδε ένα παιδάκι που το κρατούσε σφιχτά η μάνα ξυπόλητο και βρεγμένο, έβγαλε τις κάλτσες του και τα παπούτσια του και την παρακάλεσε να του τα φορέσει. Ο Βαλάντης είναι η προσωποποίηση του φιλόξενου Αγαθονησιώτη. Όμως με την πάροδο του χρόνου το κύμα των λαθρομεταναστών από την Τουρκία μεγάλωνε. Το απίθανο ελληνικό κράτος έκανε πως δεν καταλάβαινε το πρόβλημα για αρκετά χρόνια. Το έσπρωξε στους φιλότιμους κατοίκους και άσʼ τους να βουρλίζονται.
Τα πράγματα με τα χρόνια χειροτέρεψαν και οι πέντε-δέκα λαθρομετανάστες γίνανε εκατό και διακόσιοι τη βδομάδα και οι έρμοι οι 140 συνολικά Αγαθονησιώτες ήταν πια ανίκανοι να τους περιθάλψουν. Ο πρόεδρος κρατά λεπτομερή στοιχεία. «Το 2008», μου λέει, «περάσανε 4.702 συν άλλοι 1.500 προς Πάτμο, σύνολο 6.202. Φέτος έχουμε ήδη ξεπεράσει τους 2.500 ενώ την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι ήταν 1.300, άρα έχουμε αύξηση εκατό τοις εκατό μέχρι τώρα, γιατί είναι άγνωστες οι βουλές των Τούρκων στο μέλλον. Έρχονται συνήθως με φουσκωτές βάρκες. Αν βρεθούν μπροστά σε σκάφος του ελληνικού Λιμενικού, σκίζουν ένα ή δύο αεροθαλάμους και μπαίνει το νερό, ούτως ώστε να αναγκασθεί το πλήρωμα του σκάφους να τους περισυλλέξει από τη θάλασσα. Είναι ανθρωπίνως αδιανόητο να εγκαταλείψει κανείς ανθρώπους και δη μανάδες με μωρά στην τύχη τους μέσα στη θάλασσα. Αν δεν βρεθούν μπροστά σε σκάφος βγαίνουν στην ξηρά και προωθούνται προς τους τρεις συνοικισμούς του νησιού. Συνήθως βγαίνουν σε μια μικρονησίδα, το Νερονήσι, και από εκεί καλούν βοήθεια ή κολυμπώντας περνούν στο Αγαθονήσι (η απόσταση είναι εβδομήντα μέτρα). Ξεχύνονται νύχτα μέρα μέσα στα σπίτια ζητώντας τροφή, νερό, κατάλυμα, ιατρική βοήθεια και χώρους βασικών βιολογικών αναγκών. Τις πρώτες μια δυο μέρες είναι φοβισμένοι και διστακτικοί, όσο όμως περνά ο καιρός και παραμένουν στο νησί γίνονται σιγά σιγά απειλητικοί γιατί οι ανάγκες το επιβάλλουν. Δυστυχώς η Πολιτεία τους αφήνει τις περισσότερες φορές και μία βδομάδα, με αποτέλεσμα τα προβλήματα να διογκώνονται τραγικά και το χειρότερο είναι ότι δεν γίνεται ούτε μια απλή υγειονομική εξέταση αυτών των ανθρώπων. Κινδυνεύουμε από επιδημίες», μου επισημαίνει ο πρόεδρος. «Η Αστυνομία (τέσσερις αστυνομικοί και δύο δόκιμοι) πρέπει να τους μαζέψει, να τους ταΐσει και να ικανοποιήσει βασικές ανάγκες τους. Τη νύκτα φυλάνε βάρδιες και χρησιμοποιούνται και για συνοδεία των λαθρομεταναστών από το νησί. Είναι αδύνατο να ανταποκριθούν. Σκεφθείτε ότι ο αρμόδιος φορέας, το υπουργείο Εσωτερικών, δεν επισκέφθηκε ποτέ το νησί με οποιονδήποτε εκπρόσωπο. Στους πρόχειρους χώρους υγιεινής επικρατεί αθλιότης. Οι λαθρομετανάστες κοιμούνται καταγής, μέσα σε δυο μικρά δωμάτια όσοι χωράνε και οι πολλοί έξω, μέσα στις πέτρες, στο χώμα και στα χαμόκλαδα. Την ημέρα δεν έχουν μια σκιά για να σταθούν. Κατά χώρα προέλευσης κάνουν και φατρίες, ικανές να συγκρουσθούν πολύ βίαια μεταξύ τους. Η κατάσταση σιγά σιγά εκτραχύνεται, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να έχουν περιέλθει σε αναγκαστική άμυνα. Ο πρόεδρος έχει φτιάξει μια αποθήκη με ρούχα, παπούτσια, τρόφιμα και άλλα χρειώδη, που του στέλνουν φιλανθρωπικοί σύλλογοι και η Εκκλησία από όλη την Ελλάδα και τα μοιράζει στις φουρνιές που ανεβαίνουν στο νησί».
Άφησα τον πρόεδρο, με τον οποίο βεβαίως είχα επανειλημμένες συναντήσεις μέρα και νύχτα για ένα διήμερο, και περπάτησα ώστε να ακούσω και τις απόψεις των απλών ανθρώπων. Η κυρία Παρασκευή Μ. που διατηρεί ταβέρνα ήταν πραγματικά αγανακτισμένη για όσα υποφέρει αυτή και η οικογένειά της. «Ξεκινήσαμε από μια καλύβα και φτιάξαμε αυτόν τον ωραίο χώρο» μου είπε. «Έξοδα, ταλαιπωρίες, να φέρνεις τα υλικά με τα πλεούμενα, τους τεχνίτες από μακριά, για να κτίσεις τη μικρή αυτή επιχείρηση, για να ζήσεις». Σπουδάζω δυο παιδιά και τώρα δεν ξέρω τι θα μου συμβεί αύριο. Με έχουν κατʼ επανάληψη κλέψει. Τους έχω μέρα-νύχτα στα πόδια μου, γιατί ο σταθμός της Αστυνομίας είναι δίπλα μου. Μαγειρεύω κάθε μέρα γιʼ αυτούς, με εντολή της Αστυνομίας και με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα πληρωθούμε, αλλά αυτό δεν έχει γίνει ακόμη». Ο κ. Χαράλαμπος Κ. διατηρεί με τη σύζυγό του μίνι μάρκετ στο Μεγάλο Χωριό και παράγει εκλεκτό βραβευμένο τυρί. «Η κατάσταση» μου λέει «είναι ανυπόφορη». Ο Γρηγόρης που κάθεται μαζί μας τη χαρακτηρίζει τραγική. Ο Γιάννης Κ. προσφέρθηκε να με μεταφέρει με το αυτοκίνητό του. «Είμαστε όμηροι» μου είπε «μιας κατάστασης που ήρθε από το πουθενά». Ο Μανώλης Κ. μου λέγει ότι όταν έλειπε η μάνα του, μπήκαν στο σπίτι της λαθρομετανάστες. Πήραν μερικά πράγματα αλλά το χειρότερο είναι ότι αφοδεύσανε παντού, αφήνοντας το σπίτι σε άθλια κατάσταση.
Το βράδυ ως αργά συνεργαστήκαμε με τον πρόεδρο. Συναντηθήκαμε και με τον επικεφαλής των εθνοφυλάκων που παρέδωσαν τον οπλισμό τους στον πρόεδρο της κοινότητος. Ο Κωνσταντίνος Κ. μου εξήγησε ότι οι επιλογές τους είναι πια λίγες, σχεδόν μία, να φύγουν από το νησί για να γλιτώσουν. «Η αδιαφορία του κράτους κάνει το μέλλον μας επισφαλέστατο», μου λέγει. «Παραδώσαμε τα όπλα μήπως και συγκινηθούν οι αρμόδιοι». Του είπα ότι διαφωνώ με αυτήν την ενέργεια και μου εξήγησε ότι ουδόλως στρέφεται κατά του στρατού ή της άμυνας, αλλά πρέπει κάτι να κάνουν. «Πρέπει να καταλάβουν όλοι ότι εδώ έχουμε πρόβλημα ασφάλειας», τονίζει εμφαντικά. Όσο για την εκπαίδευση της Εθνοφυλακής, ας μην κάνουμε συζήτηση καθόλου. «Ο κ. Μεϊμαράκης», παρενέβη ο πρόεδρος, «όταν του ζήτησα να εμπλακεί το Π. Ναυτικό, μου απήντησε ότι αυτό δεν γίνεται». Διερωτήθηκα αν μετεβλήθη η αποστολή των Ενόπλων μας Δυνάμεων ή αν πράγματι τη γνωρίζει ο υπουργός. Μου εξήγησαν και οι δυο ότι δεν είναι μόνο οι λαθρομετανάστες, αλλά και τα τούρκικα πολεμικά αεροσκάφη που κάθε μέρα πετούν πάνω από το νησί, όπως και τα τούρκικα ψαράδικα που φτάνουν μέχρι και πεντακόσια μέτρα από το νησί, ψαρεύοντας στον δικό του χώρο. Η αδύναμη Ελλάδα τους αφήνει απροστάτευτους. Το πρωί πήγα και πάλι στον αστυνομικό σταθμό, όπου η κατάσταση ήταν άθλια. Μίλησα με τους ίδιους τους λαθρομετανάστες. Ο Badera S. από τη Σομαλία μου εξήγησε ότι έφυγε από τη χώρα του παρέα με 12 άλλους γιατί η αντίπαλη παράταξη στον εμφύλιο έσφαξε τους δικούς του. Μου εξήγησε ότι είναι και οι δώδεκα μουσουλμάνοι. Στις επανειλημμένες ερωτήσεις μου από ποιες χώρες πέρασε για να φτάσει στο Αγαθονήσι, η απάντησή του ήταν στερεότυπη. «Δεν ξέρω, γιατί κινούμασταν νύκτα». Επειδή είχα την πληροφορία ότι στην Τουρκία πάνε με κανονικά χαρτιά, τον ρώτησα σχετικά. Απέφυγε επιμελώς να κατονομάσει την Τουρκία, όπως και τους ανθρώπους που τους δώσανε τη φουσκωτή βάρκα. Τα ίδια περίπου μου είπανε και οι πρόσφυγες από Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν, Σομαλία, Λουάντα κ.λπ. Ανηφορίζοντας για το κοινοτικό κατάστημα ένιωσα τον τόπο να τρέμει, καθώς δυο ζευγάρια τουρκικών αεροσκαφών πέρασαν σύρριζα από το Μεγάλο Χωριό.
Κύριοι της εξουσίας, της τέως και της νυν. Αφήσατε στην τύχη τους τα νησιά μας και απορφανίστηκαν από κατοίκους. Δεν λύσατε ούτε ένα πρόβλημα. Του νερού, της ενέργειας, των υπηρεσιών, που έπρεπε να είναι κινητές, της περίθαλψης, της εργασίας, της εκπαίδευσης.
Έχετε εγκληματήσει στον χώρο που είναι το λίκνο του Ελληνισμού. Τώρα τους προσθέσατε και το πρόβλημα της ανασφάλειας. Η κραυγή SOS, που βγάζει το Αγαθονήσι, είναι η κραυγή όλης της Ελλάδος που βρίσκεται σε απόγνωση. Είμαστε σίγουροι ότι και πάλι θα μείνετε ασυγκίνητοι.