Μια φορά και έναν καιρό
Χαμογέλασε, σαν κάτι να της θύμισε. Πρόσεξε την ημερομηνία, 24 Ιουνίου. Χτύπησε με την παλάμη της το μέτωπο λέγοντας: «Βρε, βρε, σήμερα είναι τ’ Άη Γιαννιού. Ο κλήδονας».
Η σκέψη της άρχισε να τρέχει σε χρόνια περασμένα…
Δεν ήταν τίτλος ευγενείας το «λαίδη», ούτε της τον απένειμε η βασίλισσα της Αγγλίας. Ένα απλό παρατσούκλι ήτανε που της κόλλησαν ζηλόφθονοι γείτονες, και το οποίο με τον χρόνο ενσωματώθηκε στο όνομά της, επειδή στα νιάτα της συνδέθηκε με μόνιμο λοχία των σκώτων τυφεκιοφόρων που στρατοπέδευαν στην Ελλάδα υπό τας διαταγάς του στρατηγού Σκόμπι. Οι δυο νέοι ηράσθησαν αμοιβαίως δώσαντες και… αμοιβαίαν υπόσχεση γάμου. Όμως μπορεί κατά τον ποιητή «ο έρως να είναι ανίκητος στη μάχη» πλην όμως δεν συνέβαινε το αυτό με τους Βρετανούς που τραβιόνταν με ατίθασους ιθαγενείς και ζητούσαν επειγόντως ενισχύσεις. Έτσι, αναχώρησαν εσπευσμένως οι τυφεκιοφόροι, και μετ’ αυτών ο μνηστήρ, η δε Λουίζα τον κατευόδωνε με το άσμα της Βέμπο: «Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου/ θα σε περιμένω να γυρίσεις νικητής».
Δυστυχώς δεν επέστρεψε ούτε… ηττημένος και η πτωχή νέα άρχισε τα τρεχάματα στις βρετανικές υπηρεσίες προκειμένου να μάθει «αν καλώς υγιαίνει» ή, σε περίπτωση που υπέστη απώλεια μνήμης, να του υπομνήσουν αρμοδίως ότι ήταν αρραβωνιασμένος στην Αθήνα.
Πολλοί έχουν εξάρει το «βρετανικό φλέγμα» του οποίου έκανε χρήση αξιωματικός μυστακοφόρος (αν και αδέλφιζε ολίγον) κατά την πολλοστή επίσκεψη της Λουίζας που «τους έγινε φόρτωμα»:
«Μετά βαθυτάτης θλίψεως σας πληροφορώ (της είπε μέσω υπομειδιώντος διερμηνέως) πως ο μνηστήρ σας, ευρισκόμενος σε υπηρεσία στις Ινδίες, έπεσε στα… δόντια μιας τίγρης της Βεγγάλης και πάει!».
Σηκώθηκε, τη χαιρέτισε στρατιωτικά, και τη συλλυπήθηκε αποκαλώντας τη «my lady». Τώρα τι ανάγκη είχε να τα διηγηθεί στη γειτονιά, ο Θεός κι η ψυχή της. Σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως το «my lady» κι ο κύριος Γιακουμής, που χρημάτισε μάγειρας σε ποστάλι και ήταν κοσμογυρισμένος, διέδωσε «πως την… έφτυσαν εγγλέζικα». Και σαν να μην έφτανε αυτό, της κόλλησαν και το παρατσούκλι από πάνω. Εκείνη πάντως μαυροφορέθηκε και τίμησε τη χηρεία της. Έφτιαχνε κόλλυβα τα Ψυχοσάββατα κι όταν ήρθε ένα τσίρκο με τίγρεις για παραστάσεις, σκέφτηκε να καταθέσει «τιμής ένεκεν» στεφάνι στην… κοιλιά μιας τίγρεως. Σαν σε κενοτάφιο να πούμε.
Σαν όλες τις κοπελούδες ασχολούνταν με τα μελλούμενα και αν υφίστατο το Μαντείο των Δελφών θα γινόταν κολλητή της… Πυθίας. Έτσι κατέφευγε πότε στο κουπάκι της κυρα-Μάρθας, πότε στη χαρτορίχτρα την Περσεφόνη, ενώ η κυρία Χρύσα, η σπεσιαλίστα στα μάγια, της έφτιαξε φυλαχτό με το κοκαλάκι της νυχτερίδας, διαβασμένο σε τρίστρατο για να σαγηνεύει τους άντρες. Και μόνο η φαρμακόγλωσση Αλεξάνδρα γεμάτη μοχθηρία έλεγε:
«Και κοκάλα πελαργού να ‘χει επάνω της, μην περιμένει να βρεθεί άντρας».
Ήταν θυμάται τέτοιες μέρες, όταν η κυρα-Θοδώρα άρχιζε τις ετοιμασίες για τον κλήδονα, γιατί σ’ αυτά ήτανε «πιτσούλα». Φώναξε λοιπόν τη Λουίζα που πίστευε στη μαντεία και ακόμη δεν ήτανε… λαίδη, ζητώντας να τη βοηθήσει. Δηλαδή μαζί με μια φιλενάδα της να συμπαρασταθούν στην ιεροτελεστία. Εκείνη είχε τη διοργάνωση. Θα ετοίμαζε και μερικά στιχάκια ν’ απαγγείλουν ανοίγοντας το πιθάρι, κομμένα και ραμμένα πάνω στα πρόσωπα που συμμετείχαν. Όλες, μικρές και μεγαλούτσικες, παντρεμένες και λεύτερες, ήσαν κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής και ανοίγοντας η κυρα-Θοδώρα τον κλήδονα, θαρρείς και διάβαζε τα μυστικά και τα εσώψυχά τους. Σε αυτό συνέβαλλε η εξαδέλφη της, η κυρία Χαρά, πρόσφυγας εκ Μικράς Ασίας, που όποιος την έβλεπε μπροστά του λες κι αντίκριζε τον οξαποδώ κι έκανε τον σταυρό του φτύνοντας τον κόρφο του, επειδή ήξερε πως δεν γλυτώνει απ’ τη γλώσσα της. Στα μαχαίρια βρίσκονταν ολόκληρες οικογένειες μεταξύ τους από τα «λόγια που έβαζε» στο στόμα τους, σκέτα κατηγόρια…
Έστησαν την παραμονή ένα τραπέζι στην αυλή της κυρα-Θοδώρας, το σκέπασαν μ’ ένα κεντημένο λευκό τραπεζομάντηλο και καταμεσής του τοποθέτησαν το πιθάρι που το στόλισαν με λουλούδια. Από νωρίς το απόγευμα άρχισε η… προσέλευση του γυναικείου πληθυσμού φέρνοντας και ένα προσωπικό του αντικείμενο για τον κλήδονα. Ένα σταυρουδάκι, ένα δαχτυλίδι, μια καρφίτσα ή ένα σκουλαρίκι, που το εξασκημένο και γερακίσιο μάτι της Θοδώρας έβλεπε στιγμιαία σε ποιαν ανήκει, καθώς το έριχναν μέσα στο κιούπι. Όταν συγκεντρώθηκαν όλες, η Λουίζα και μια άλλη πήραν το πιθάρι με θρησκευτική ευλάβεια, σαν σε λιτανεία, και σιωπηλές, λες κι έχασαν τη λαλιά τους, πήγαν στη βρύση της γειτονιάς και το γέμισαν με το «αμίλητο νερό» κάτω από τα πειράγματα της μαρίδας που τις περιτριγύριζε φωνασκώντας. Ύστερα με την ίδια απόλυτη σιγή και κατάνυξη το έφεραν στη βάση του. Το σκέπασαν με μια «πλουμιστή» πετσέτα, ψιθύρισε ευχές η Θοδώρα, και το άφησαν να διανυκτερεύσει υπό τον έναστρο ουρανό…
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος την επομένη, κατέφθασαν στο σπίτι της κυρα-Θοδώρας που ήταν στα «μέσα και στα έξω», στολισμένες και παρφουμαρισμένες με τα χαϊμαλιά τους και τα ωραία τους «να βγάλουνε τα κλήδονα». Τις κέρασε ρετσέλι που φύλαγε για τέτοιες ώρες, και μετά χτυπώντας παλαμάκια σήμανε την έναρξη της τελετής. Σχημάτισαν κύκλο γύρω από το σταμνί και άρχισαν να τραγουδούν:
«Ανοίξατε τον κλήδονα στ’ Άη Γιαννιού τη χάρη / σήμερα θέλει να βρεθεί οπού ‘ναι ριζικάρι» και διάφορα άλλα παρόμοια, ξεσκεπάζοντας με ευλαβικές κινήσεις το δοχείο. Έχωνε η κυρα-Θοδώρα τη χερούκλα της στο πιθάρι ψαχουλεύοντας τα «ριζικάρια» για να τα ταυτίσει με την κάτοχό τους όταν θ’ απάγγελλαν στιχάκι με… νόημα. Άρχιζαν με το κλασικό του κλήδονα που ήταν και σημαδιακό για όποιας κοπελιάς τράβαγε το μπιζουδάκι: «Το κυπαρίσσι το ψηλό, το μεσιανό κλωνάρι / το κοντογειτονόπλ’ σου γυρεύει να σε πάρει…».
Όλες τους με κομμένη την ανάσα περίμεναν με αγωνία να δούνε ποια θα ‘ναι η τυχερή που θα τη γυρέψει το γειτονόπουλο, και θα ‘ναι άραγες το γειτονόπουλο που έβαλε στο μάτι; Γιατί, εδώ που τα λέμε, υπάρχουν λογιών λογιών γειτονόπουλα, αλλά ένα είναι το τεφαρίκι. Η κυρα-Θοδώρα ποτές δεν έκανε λάθος. Τράβαγε το μπιχλιμπίδι εκείνης που η Χαρά την ενημέρωσε για τα «σούξου μούξου» της, π.χ. με τον γιο του φούρναρη…
Τα στιχάκια, άλλα αυτοσχέδια, άλλα κλασικά «διά μέσου των αιώνων» και άλλα που τα αποστήθισαν από τα φύλλα του ημερολογίου, μιλούσαν για άπιστες καρδιές, για όνειρα χαμένα, για φίλες που σκάβουνε λάκκους, και άλλα υποτίθεται εκ μέρους αρσενικών, που κάνανε έκκληση αγάπης. Λίγο – πολύ, όλες έδιναν την ερμηνεία που επιθυμούσαν στον στίχο, χωρίς να υποψιάζονται πως η ταύτισή του γινόταν σύμφωνα με τα κουτσομπολιά που φτάνανε στην κυρα-Θοδώρα. Η Λουίζα δαγκώθηκε νευριασμένη καθώς τραβώντας το δαχτυλιδάκι της, άκουσε τον στίχο πως «απ’ τη βρύση που ‘πινες, νερό τώρα το πίνει άλλη».
«Σκρόφα!», μουρμούρισε χωρίς να προσδιορίζεται αν υπονοούσε τη Λουκία ή την κυρα-Θοδώρα που ασφαλώς υπονοούσε τη Λουκία, η οποία καθόταν παρέκει κάνοντας τον ψόφιο κοριό…
Η Λουίζα τότε κατέφυγε στα μεγάλα μέσα. Σύμφωνα με το έθιμο έβαλε στο στόμα της «αμίλητο νερό» που πήρε από το κανάτι του κλήδονα, πήγε σπίτι της και στήθηκε στο παράθυρο ν’ ακούσει ένα όνομα. Το όνομα εκείνου που κατά την παράδοση θα την κάνει γυναίκα του… Το πρώτο όνομα που άκουσε, ήτανε «Μπόμπι…». Φώναζε ο κύριος Γιακουμής τον σκύλο του να τον ταΐσει.
Η λαίδη Λουίζα τσαλάκωσε το χαρτάκι του ημερολογίου και το πέταξε. Δεν ήθελε να θυμάται…