Βουλιάζουμε βαθύτερα στο βαλτοπέδιο της κρίσης

Ούτε φυσικά αποτελούν είδηση οι πιέσεις για πάγωμα των μισθών στον δημόσιο τομέα και για συγκράτηση του ελλείμματος στο 3,7% φέτος και στο πολυπόθητο 3% την επόμενη χρονιά.

Οι «λογιστές» του αρμόδιου Επιτρόπου Χοακίν Αλμούνια, χωρίς πολλή σκέψη για τις επιπτώσεις των μέτρων στην ελληνική οικονομία σε περίοδο τόσο σοβαρής κρίσης,

απαιτούν και πιέζουν. Η αντιμετώπιση της κρίσης δεν τους ενδιαφέρει και το μόνο που επιδιώκουν είναι η συγκράτηση του ελλείμματος στο αυθαίρετο όριο του 3% του ΑΕΠ. Και αν υποτεθεί ότι το 2010 φτάνουμε το έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ του καιρού εκείνου, τότε θα μας βγάλουν το «φασούλι» του υψηλού δημόσιου χρέους για να συνεχίζεται η επαύξηση των φορολογικών βαρών και η εξουθένωση των νοικοκυριών μικρομεσαίου εισοδήματος, δηλαδή η «αειφόρος λιτότητα» των εργαζομένων. Και όλα αυτά τα μέτρα η δική μας η κυβέρνηση θα μας τα παρουσιάσει σαν απαραίτητες «μεταρρυθμίσεις».

Η απαρίθμηση των μέτρων που θα εφαρμοστούν σε δύο δόσεις (Ιούλιο και Οκτώβριο) είναι γενικά γνωστή, καθώς έχουν διαρρεύσει στα ΜΜΕ για να προϊδεαστεί ο λαός και να συμβιβαστεί με την εφαρμογή τους. Επομένως δεν αποτελούν είδηση. Εδώ απλώς θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης στις επιπτώσεις ορισμένων από τα σχεδιαζόμενα υπό εφαρμογή μέτρα, τα οποία, κατά τη γνώμη μας, θα έχουν αποτέλεσμα να βουλιάξουμε βαθύτερα στο βαλτοπέδιο της κρίσης.

Γενικά, μέτρα που θα προκαλέσουν επαύξηση του φορολογικού βάρους της μικρομεσαίας επιχείρησης δεν επιτρέπεται να εφαρμοστούν κάτω από τις σημερινές συνθήκες. Και ας κραυγάζουν ο Αλμούνια και οι «λογιστές» των Βρυξελλών. Η πραγματική οικονομία είναι που υποφέρει από την κρίση και ιδίως η μικρή και η μεσαία επιχείρηση. Η κυβερνητική παρέμβαση και στήριξη σε ορισμένους κλάδους της πραγματικής οικονομίας (τουρισμός, εμπόριο αυτοκινήτων, κλιματιστικά, οικοδομή κ.λπ.) δεν έφτασε στον κύριο όγκο των μικρών επιχειρήσεων. Αν η μικρομεσαία επιχείρηση βουλιάξει, τότε βουλιάζει ολόκληρη η οικονομίας μας, κύριε Παπαθανασίου. Με το σκεπτικό αυτό φρονούμε ότι η κατάσταση της οικονομίας της χώρας μας θα επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό αν τελικά το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών εφαρμόσει από τώρα ή έστω από τον προσεχή

Οκτώβρη τα παρακάτω μέτρα:

α) Αύξηση των Μοναδικών Συντελεστών Καθαρών Κερδών (ΜΣΚΚ): Οι συντελεστές αυτοί εφαρμόζονται μόνο στις μικρές επιχειρήσεις και στους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες, δηλαδή σε επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Αʼ και Βʼ κατηγορίας. Οι επιτηδευματίες αυτοί

αγωνίζονται κυριολεκτικά για να διατηρηθούν και οι πιο πολλοί αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων επιχειρήσεων που συγκεντρώνουν την προτίμηση του καταναλωτικού κοινού. Μια αύξηση της φορολογικής τους επιβάρυνσης θα είναι η χαριστική βολή για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το μέτρο αυτό δεν θίγει καθόλου τις μεγάλες επιχειρήσεις και η προσωπική μας γνώμη είναι ότι τις ευνοεί σε μεγάλο βαθμό. Οι εισηγητές του μάλλον δεν θα πρέπει να μέτρησαν σωστά τις επιπτώσεις από την εφαρμογή του και θα πρέπει να τις ξαναμετρήσουν. Αντί να στηρίξει το κράτος τις μικρές επιχειρήσεις θα αρχίσει να τις φορτώνει με πρόσθετα βάρη; Φαντάζεστε πόσες επιχειρήσεις θα κλείσουν και πού θα φτάσει η ανεργία; Καλά είναι τα εισπρακτικά μέτρα, αλλά αναγκαία είναι και η επιμέτρηση των επιπτώσεών τους στην οικονομική δραστηριότητα, και μάλιστα σε χαλεπούς καιρούς όπως οι τωρινοί.

β) Διενέργεια φορολογικών ελέγχων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, έστω κι αν έχουν προβεί σε αυτοπεραίωση. Ασφαλώς η διενέργεια ελέγχων είναι υποχρέωση των φορολογικών αρχών του κράτους και προστασίας από τη φοροδιαφυγή. Όμως επειδή ο ελεγκτικός μηχανισμός του υπουργείου Οικονομικών αδυνατεί να ελέγχει κάθε χρόνο όλες τις επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, έχουμε το πρόβλημα των ανέλεγκτων χρήσεων. Το να περιοριστούν οι φορολογικοί έλεγχοι μόνο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στους ελεύθερους επαγγελματίες αποτελεί ανεπίτρεπτη διάκριση σε βάρος τους, που θα τους συσσωρεύσει αβάσταχτα φορολογικά βάρη παρελθόντων ετών. Κι αυτό θα επιδεινώσει την κρίση που αντιμετωπίζει η πραγματική οικονομία σήμερα. Πέραν αυτού, υπάρχει και το πρόβλημα της ίσης μεταχείρισης. Δεν είναι επιτρεπτό οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις (ελληνικές και πολυεθνικές) να απολαμβάνουν φορολογική ασυδοσία (ουσιαστικά χωρίς φορολογικούς ελέγχους) και οι μικρές επιχειρήσεις να υφίστανται τον έλεγχο πολλών ανέλεγκτων χρήσεων μαζί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη φορολογική τους επιβάρυνση και για την προσπάθειά τους να επιβιώσουν στην κρίση. Φρονούμε ότι υπεράνω όλων των προβλημάτων προτεραιότητα έχει η διάσωση της πραγματικής οικονομίας. Για να μη βουλιάξουμε.

γ) Συνέχιση και διεύρυνση της αυτοπεραίωσης με αύξηση των μικρών επιχειρήσεων που θα μπορούν να κάνουν χρήση του μέτρου (τζίρος μέχρι 500.000 ευρώ) και περαίωση και για το 2007. Και αυτό το μέτρο είναι εισπρακτικό για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Μήπως τελικά όλες τις «μαύρες τρύπες» του προϋπολογισμού της φετινής χρονιάς, αλλά και της επόμενης, θα κληθούν να τις βουλώσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες; Γιατί δεν είδαμε στα προτεινόμενα μέτρα κάτι που να αυξάνει το φορολογικό βάρος των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτές θα μείνουν στο απυρόβλητο; Συμβιβάζεται αυτή η προστασία με την έννοια του δικαίου; Οι παραπάνω ρυθμίσεις δικαιολογούνται από την ανάγκη περιοδικής και όχι μόνιμης προσπάθειας περιορισμού της φοροδιαφυγής. Όλοι γνωρίζουμε όμως ότι η φοροδιαφυγή είναι διάσπαρτη σε όλη την έκταση της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι «εθνικό σπορ», όπως έλεγε και ο τέως υπουργός Οικονομικών κ. Κουλουριάνος. Επομένως, τα όποια μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής πρέπει να αγκαλιάζουν το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας και όχι μόνο ένα μικρό τμήμα της. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ασφαλώς επιδίδονται στο «εθνικό σπορ». Όμως δεν είναι οι μόνες. Και οι μεγάλες επιχειρήσεις επιδίδονται σε μεγάλη φοροδιαφυγή, αλλά πάντα πετυχαίνουν να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση η φορολογική τους εντιμότητα! Και η προσπάθεια των εκάστοτε κυβερνήσεων και τα μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής πλήττουν μονίμως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες.

Το κράτος, δηλαδή το υπουργείο Οικονομικών, βρήκε τον τρόπο να φορολογεί ολόκληρο το εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων, με το σύστημα των βεβαιώσεων αποδοχών, και δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί ένα σχέδιο με σταθερά μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής στα εισοδήματα των άλλων φορολογουμένων. Ας μελετηθεί επισταμένως το μέτρο της καθιέρωσης σταθερών τεκμηρίων διαβίωσης, καθώς γίνεται φανερό ότι οι διασταυρούμενοι έλεγχοι και οι άλλες μέθοδοι του TAXIS ελάχιστα αποδίδουν.

Πέραν αυτών, θέλουμε να εκφράσουμε και πάλι την προσωπική μας άποψη ότι η σημερινή δύσκολη οικονομική συγκυρία δεν προσφέρεται για εκτεταμένο φοροκυνηγητό στις μικρές επιχειρήσεις και στους ελεύθερους επαγγελματίες. Η προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής είναι σωστή ενέργεια, όμως όλα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους.

Φρονούμε ότι στη σωστή κατεύθυνση κινούνται τα παρακάτω μέτρα:

α) Η έκτακτη εισφορά, κεφαλικός φόρος όπως ονομάστηκε, για όσους έχουν ετήσιο εισόδημα πάνω από 60.000 ευρώ. Μόνο που θα πρέπει να συνυπολογίζονται και τα εισοδήματα που φορολογούνται στην πηγή με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης. Δεν είναι νοητό ένας μισθωτός ή ελεύθερος επαγγελματίας με συνολικό εισόδημα άνω των 60.000 ευρώ να πληρώσει έκτακτη εισφορά και ο επενδυτής που αποκτά το ίδιο εισόδημα από καταθέσεις, μετοχές, ρέπος, ομόλογα ή άλλου είδους εισοδήματα φορολογούμενα στην πηγή να απαλλάσσεται από την έκτακτη εισφορά. Καθήκον των φορολογικών αρχών του κράτους είναι να εντοπίσουν όλα αυτά τα χωρίς κόπο αποκτώμενα εισοδήματα του κεφαλαίου.

β) Η επαναφορά των τεκμηρίων διαβίωσης είναι μέτρο αναγκαίο για την επιτυχία της προσπάθειας περιορισμού της φοροδιαφυγής. Τα τεκμήρια πρέπει να επανέλθουν φρεσκαρισμένα και η κυβέρνηση θα πρέπει να αγνοήσει τις συκοφαντίες των φοροφυγάδων ότι τάχα αποτελούν αναχρονιστικό θεσμό. Και η φοροδιαφυγή είναι αναχρονιστική και διεφθαρμένη πρακτική, κι όμως βασιλεύει, ακλόνητη από τα σε βάρος της «σύγχρονα» μέτρα.

γ) Η αύξηση της φορολογίας καυσίμων, καθώς αν ληφθούν μέτρα ελάφρυνσης των καταναλωτών πετρελαίου θέρμανσης, η τιμή της βενζίνης ελάχιστα θα επιβαρύνει τα νοικοκυριά που διαθέτουν μόνο ένα ΙΧ επιβατικό αυτοκίνητο. Επίσης, η φορολόγησης της κινητής τηλεφωνίας. Είναι βέβαια εισπρακτικά μέτρα, αλλά δικαιολογούνται από τις περιστάσεις.

Τελικά, όλα αυτά τα μέτρα θα έχουν ελάχιστη απόδοση και θα επιφέρουν

ελάχιστη αύξηση των δημοσίων εσόδων, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να καταφύγει στη δοκιμασμένη από χρόνια μέθοδο της εκποίησης δημόσιας περιουσίας. Για περιορισμό των δημοσίων δαπανών, για φέτος τουλάχιστον, δεν μπορεί να γίνει λόγος. Το σπάταλο κράτος με τη νοοτροπία νεόπλουτου θα συνεχίσει ανενόχλητο την πορεία του! Έχει γίνει καθεστώς. Από χρόνια έπρεπε να ακολουθήσουμε την πολιτική περιορισμού των δαπανών, αλλά οι κυβερνήσεις διάλεξαν την εύκολη λύση της εκποίησης της περιουσίας του Δημοσίου. Δοξάστε τους!


Σχολιάστε εδώ