Μια φορά και έναν καιρό

Ο γιατρός, αφού μελέτησε με πολύ μεγάλη προσοχή τις εξετάσεις της κυρα-Θεοδώρας και αφού έβηξε τρις για να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στη διάγνωσή του, κοιτάζοντας εναλλάξ μια τα χαρτιά και μια την κυρα-Θεοδώρα, αποφάνθηκε «μετά λύπης» πως η περίπτωσή της απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή… Ύστερα, επειδή το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο, για να την καθησυχάσει πρόσθεσε πως δεν πρέπει να ανησυχεί. Απλώς θ’ ακολουθήσει μια συντηρητική αγωγή κι όλα θα πάνε καλά.

Πήρε το μπλοκ, αράδιασε κάτι γράμματα ολόιδια με ιερογλυφικά, κόλλησε το ιατρόσημο με τη νεροφίδα και της είπε: «Θα κάνετε δυο ενέσεις την ημέρα και αυστηρή δίαιτα…»

Με τη συνταγή στο χέρι, πήγε η κυρα-Θεοδώρα στο φαρμακείο όπου της έδωσαν δυο κουτιά ενέσεις, σύριγγες, και τη διεύθυνση της κυρίας Φιλιώς, χήρας που ατύχησε και στους δύο γάμους της, και τώρα στα γεράματα έμαθε να κάνει ενέσεις για να βγάζει το ψωμί της, παρότι δεν βλέπει καλά.

Άγνωστο για ποιον λόγο, καρφώνοντας τη βελόνα στα ευτραφή οπίσθια της φοβισμένης Θοδώρας, την πόνεσε τόσο που πετάχτηκε ως το ταβάνι, ανακράζοντας «πανάθεμά σε με σκότωσες», και η άλλη ζήτησε ταπεινά συγγνώμη με το πιο ένοχο ύφος του κόσμου, εξηγώντας πως αυτά συμβαίνουν και στα καλύτερα νοσοκομεία.

Το βράδυ που συναντήθηκε με τη Ρουμπίνη, φίλη και συμβουλάτορά της, καθηγήτρια Ωδικής, άρχισε να της εξιστορεί τα πάθια της και η άλλη παρακολουθούσε κουνώντας το κεφάλι σε ένδειξη ηθικής συμπαράστασης. Αφού άκουσε με προσοχή όλο το ιστορικό χωρίς να διακόψει, διαφώνησε… κάθετα τόσο με τις βιοχημικές και λοιπές εξετάσεις όσο και με τη διάγνωση και τη θεραπεία που καθόρισε ο γιατρός. Ήταν κατηγορηματική: «Μην τους ακούς τους γιατρούς, Θοδώρα μου. Αυτοί δεν σκαμπάζουν την τύφλα τους. Άκου ενέσεις και δίαιτα…». Και συμπλήρωσε: «Εσύ πρέπει να κάνεις αμμόλουτρα και θα γίνεις περδίκι. Όχι δίαιτες και χαζομάρες. Έχεις φέξει, κακομοίρα μου…». Σε τρομερό δίλημμα βρέθηκε η Θοδώρα, αν έπρεπε δηλαδή να συνεχίσει την αγωγή που καθόρισε ο γιατρός ή ν’ ακολουθήσει τα λεγόμενα της Ρουμπίνης, που ήταν αυθεντία σε όλα τα θέματα, υποδεικνύοντάς της πάντα τα ορθά. Η ένεση που της κάρφωσε πρωί πρωί η κυρία Φιλιώ έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των αμμόλουτρων…

Κάτω εκεί στις Τζιτζιφιές, λίγο πιο πέρα από την κάποτε βάση των υδροπλάνων, υπήρχε μια εκτεταμένη παραλία με ωραία λεπτή άμμο… μελανού χρώματος, που δεν χρειαζότανε να καταφύγεις σε γεωλόγο για να σου εξηγήσει σε τι ωφείλετο η μαυρίλα. Ξεκίνησε λοιπόν αμέσως μετά το φαγητό ποδαράτη. Δεν έμενε μακριά άλλωστε, το πολύ δυο-τρία χιλιόμετρα, ένα τίποτα δηλαδή. Τον ήλιο τον αντιμετώπισε με το καπέλο, και να ‘τηνε με τα πόδια χωμένα στην άμμο, ώσπου άρχισε να σκοτεινιάζει. Το επανέλαβε και τις επόμενες ημέρες, και τα αμμόλουτρα συνεχίστηκαν για καιρό, μέχρις ότου την είδε ένα απόγευμα ο λιμενικός που περιπολούσε στην ακτή και διερωτήθηκε γιατί η κυριούλα με τα πόδια στην άμμο έγειρε μπρούμυτα και επί τρεις ώρες ούτε που κουνήθηκε απ’ τη θέση της, ν’ αλλάξει πλευρό, βρε αδελφέ, να ξεμουδιάσει… Το ανέφερε ως ώφειλε στον αξιωματικό υπηρεσίας μετά το πέρας της βάρδιας του και διερωτήθηκε κι εκείνος με τη σειρά του.

Απάντηση στις απορίες αμφοτέρων δόθηκε την επομένη, στις 4 μ.μ., εκ του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Καλλιθέας.

Τώρα κάτι τελείως άσχετο, αλλά και σχετικό με το θλιβερό συμβάν. Είναι περίεργη η σύμπτωση της έμπνευσης του ποιητή με τον στίχο «Για δες καιρό που διάλεξε…», διότι ερχότανε γάντι στην περίσταση. Καθότι ως γνωστόν η κυρά Θοδώρα ήταν ανάμεσα στ’ άλλα η ψυχή του κλήδονα με το «αμίλητο νερό» και του Αη Γιάννη Φρυγανά με τις φωτιές του. Αυτή τα οργάνωνε όλα.

Και τώρα που σε λίγες μέρες είναι τ’ Άη Γιαννιού, ποιος είναι τάχα ικανός να την αντικαταστήσει; Και κοτζάμου βασιλιάς να πέθαινε, θα υπήρχε διάδοχος ή έστω επανάσταση. Αλλά μετά την κυρα-Θοδώρα «το χάος», όπως είπε πρωθύστερα, λίαν προσφυώς, ειδικά για την περίπτωση ο Λουδοβίκος. Το πρόβλημα θα προέκυπτε με τον κλήδονα, επειδή για τις φωτιές, σαν κάθε χρόνο, όλοι βάζανε ρεφενέ με τα άχρηστα που ξεσαβούρωναν απ’ τα σπίτια τους. Αλλά το γενικό πρόσταγμα το είχε Εκείνη, που σαν το φίλεργο μερμήγκι ολοχρονίς συγκέντρωνε ό,τι εύφλεκτο εύρισκε για τη μεγάλη βραδιά. Από νωρίς άρχιζαν οι άντρες το κουβάλημα, φέρνοντας ό,τι βαρύ είχαν για κάψιμο. Σχημάτιζαν καταμεσής του δρόμου έναν σωρό από ψιλολόγια, μέχρι ξεκοιλιασμένες πολυθρόνες και παλιοκαναπέδες, κι ύστερα βάζανε μπουρλότο. Ανέβαιναν οι φλόγες ως τα ουράνια, σχηματίζοντας παράξενες φιγούρες, λες και χορεύανε μπούκι μπούκι. Φωτιές ανάβαν και στις γύρω γειτονιές μόλις έπεφτε σκοτάδι, και ήταν σαν ν’ απλώνονταν η πυρκαγιά σ’ ολόκληρη τη συνοικία.

Αλλά αυτό που γινόταν έξω από το σπίτι της κυρα-Θοδώρας ήταν το κάτι άλλο. Και να σκεφτείς πως έρχονταν νοματαίοι από τα πέρατα της γης να κάνουν χάζι και να σαχλαμαρίσουν. Κι η Θοδώρα, σαν… αυτοκράτειρα, έδινε οδηγίες στους πιτσιρικάδες να τροφοδοτούν την πυρά με μυστικές… εφεδρείες που φύλαγε στην αποθήκη. Τώρα που έφυγε, πολλά άρχισαν να βγαίνουν στη φόρα. Λένε πως έκανε τις πονηριές της ρίχνοντας κουρέλια βουτηγμένα στο πετρέλαιο για να φουντώσουνε οι φλόγες, και δεν οφείλονταν οι πύρινες γλώσσες στα ξόρκια της, γι’ αυτό άλλωστε οι καπνοί σχημάτιζαν μαύρο σύννεφο.

Κανένας δεν έμενε σπίτι του όταν πλησίαζε η στιγμή της αφής. Όλοι βγαίναν στον δρόμο. Φέρνανε ακόμα και τους σακάτηδες σηκωτούς, που λέει ο λόγος, να συμμετάσχουν κι αυτοί, έστω σαν θεατές, στο… πανηγύρι. Υπήρχαν φυσικά και μερικές μυγιάγγιχτες που παρακολουθούσανε, λόγω ξιπασιάς, την ιεροτελεστία από το μπαλκόνι. Τις προσκαλούσαν θορυβωδώς με διφορούμενα να ‘ρθουν, κι εκείνες αποσύρονταν κλείνοντας τα παντζούρια, ενώ έξω στην ομήγυρη οι φωνές και τα πειράγματα δίναν και παίρναν.

Χοροπήδαγαν οι πιτσιρικάδες και οι μανάδες τους τσίριζαν από συνήθεια επειδή φοβόνταν μην τσουρουφλιστούν. Μόλις η φωτιά κάπως καταλάγιαζε, οι πιο… θαρραλέοι άρχιζαν να παίρνουν φόρα και να πηδούν περνώντας μέσα απ’ τις φλόγες. Σύμφωνα με το έθιμο, έπρεπε να τη… διασχίσουν τρεις φορές και πάντα προς την ίδια κατεύθυνση, ξεκινώντας από το σημείο που ήταν συγκεντρωμένος ο κόσμος. Το τρεις φορές ήταν σχετικό, γιατί κανένας δεν σταμάταγε.

Πρώτος και καλύτερος ο Αντώνης, που έκανε κάτι πήδους τεράστιους δρασκελίζοντας τις φλόγες. Και η κυρα-Θοδώρα από τον… θρόνο της, του φώναζε δήθεν από θαυμασμό: «Γεια σου, Αντώνη, πηδηχταρά μου…». Στον Αντώνη τα ‘λεγε και τη Γεωργία κοίταγε. Χαμογελούσαν ειρωνικά οι πέριξ, και όλο νεύρα η Γεωργία προσπαθούσε ν’ ανασηκώσει τη στενή της φούστα για να σαλτάρει κι αυτή, ενώ από μέσα της έβραζε. Φώναζε πάλι η κυρά Θοδώρα: «Πρόσεχε να μην καείς, Γιωργία μου…».

Συναγωνίζονταν οι νεαροί ποιος θα πηδήσει μακρύτερα, πείραζαν τα ξεπεταρούδια που πρωτοφόρεσαν μακριά πανταλόνια, «σιγά, φωτιά στα μπατζάκια σου…», και χασκογέλαγαν οι κοπελιές καθώς ετοιμάζονταν για το μεγάλο… άλμα, σηκώνοντας το φουστάνι τους για να μην αρπάξει, ενώ οι άντρες τις χειροκροτούσαν θερμά με κραυγές «κι άλλο, κι άλλο…».

Κράταγε ως αργά το νταβαντούρι και με τούτα και με κείνα πέρναγε η βραδιά. Ρίχνανε νερό με το μπουγέλο στα απομεινάρια της φωτιάς, δηλαδή στα θλιβερά καρβουνίδια και τη στάχτη, να μην ξεμείνει ούτε σπίθα αναμμένη. «Άντε και του χρόνου…», λέγανε μεταξύ τους και τράβαγαν για ύπνο. Τα φώτα των σπιτιών σβήνανε κι η σιγαλιά της νύχτας απλωνότανε στην πόλη.

Μόνο ο κυρ Αποστόλης, που θαρρείς πως πνίγηκε απόψε, παίρνει την κιθάρα του, κάθεται στο πλακόστρωτο της αυλής του και προσπαθεί να γρατσουνίσει κάποιες νότες νοσταλγικές. Αλλά μοιάζουνε με ρέκβιεμ…


Σχολιάστε εδώ