Η «χαμένη τιμή» της Σοσιαλδημοκρατίας

Σε δύο επίπεδα μπορεί να προσδιορισθεί μεσοπρόθεσμα η αποτυχία της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Το πρώτο αφορά στη σταδιακή υιοθέτηση και στη συνέχεια στην ενσωμάτωσή της στις βασικές αρχές του νεοφιλελεύθερου προτύπου που εισέβαλε θριαμβευτικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στην ηπειρωτική Ευρώπη. Το δεύτερο επίπεδο αποτελεί απόρροια της πρώτης επιλογής. Γιατί, σταδιακά, η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και γενικότερα η ευρωπαϊκή Αριστερά εγκολπώθηκε κρίσιμα προτάγματα της μεταμοντέρνας ιδεολογίας που χρησιμοποιήθηκε ως ιδεολογικονομιμοποιητικό προκάλυμμα της παγκοσμιοποίησης και της νέας τάξης πραγμάτων… Δηλαδή, την αποδυνάμωση του κράτους-έθνους, την εγκατάλειψη των παραδοσιακών κοινωνικών αναφορών και την αναζήτηση συμμαχιών στον ομιχλώδη –πολιτικοϊδεολογικά και κοινωνικά– χώρο μιας διαμορφούμενης νέας μεσαίας τάξης, που αποκτά κοσμοπολιτικά χαρακτηριστικά. Παράλληλα, αξίες που αναδύονται από το πρότυπο της πλήρους ανταγωνιστικής αγοράς (ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα, ατομικισμός, ιδιωτικότητα, ατομική επιλογή αντί του κοινωνικού δικαιώματος) ενσωματώνονται και υιοθετούνται από τα προγράμματα και τις διακηρύξεις της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Η ιδεολογία του «Μπλερισμού» αποτελεί το «ανώτατο στάδιο» των σημαντικών αυτών μετατοπίσεων που αλλάζουν τον «σκληρό πυρήνα» του σοσιαλδημοκρατικού «κοσμοειδώλου»…
Εάν όλα αυτά έμοιαζαν «ανώδυνα» πριν από λίγα χρόνια, αφού τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εναλλάσσονταν ομαλά στην εξουσία με τα φιλελεύθερα / συντηρητικά, σήμερα αποδεικνύεται, στο πεδίο της σκληρής πραγματικότητας των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, ότι η ιστορική υποχώρηση των σοσιαλδημοκρατικών και αριστερών κομμάτων οφείλεται στην αδυναμία τους να απαντήσουν σε τρία κρίσιμα, ιστορικά, ερωτήματα:
– Αν, πράγματι, αποδυναμώνεται το κράτος-έθνος τότε ποια συλλογική / κεντρική εξουσία μπορεί να πάρει κρίσιμες αποφάσεις και να διαμορφώσει –θεσμικά, πολιτικά, ιδεολογικά– μια αίσθηση ταυτότητας, κοινωνικής ασφάλειας και συνοχής στους ευρωπαίους πολίτες;
– Ποιο εναλλακτικό πρότυπο μπορεί να προταθεί για την αντιμετώπιση της δομικής κρίσης που εμφανίζεται ως κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος; Ποιοι πολιτικοί / θεσμικοί μηχανισμοί θα ελέγξουν την ασυδοσία της αγοράς και θα συμβάλουν στη δίκαιη αναδιανομή του προϊόντος;
– Πώς μπορούν να αντιμετωπισθούν οι νέες «περιοχές» της διακινδύνευσης που αναδύονται από την εκτεταμένη εγκληματικότητα, το κρίσιμο μεταναστευτικό πρόβλημα, την ανασφάλεια των πολιτών που ακυρώνει έναν πρωτεύοντα όρο για την ομαλή κοινωνική ζωή;
Σ’ αυτούς τους τρεις βασικούς άξονες κρίθηκε η αναμέτρηση μεταξύ συντηρητικών / φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών / αριστερών κομμάτων. Έχει σημασία το γεγονός ότι οι τρεις αυτοί βασικοί άξονες αφορούν λιγότερο πολιτικοϊδεολογικές αρχές, ενώ αντιθέτως συνιστούν καίρια κοινωνικά προβλήματα που βαρύνουν κυρίως τις χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις, αλλά θίγουν και σημαντικά τμήματα της μεσαίας τάξης.
Το πλεονέκτημα της συντηρητικής / φιλελεύθερης παράταξης είναι ότι αντιλήφθηκε πως συνέλαβε το περιεχόμενο της ιστορικής ατζέντας που έθεσαν οι ευρωπαίοι πολίτες. Γι’ αυτό και προσπάθησε να απαντήσει έστω και εμπειρικά, έστω και εμβαλωματικά, έστω και με ad hoc παρεμβάσεις. Αποδέχθηκε «σχήματα» πολιτικής-κρατικής παρέμβασης σε χρηματοπιστωτικούς φορείς και παραγωγικές δραστηριότητες που τελούσαν υπό κατάρρευση, υποδηλώνοντας μια μετατόπιση από το ακραίο νεοφιλελεύθερο πρότυπο. Ενεργοποίησε ταυτόχρονα το δίπολο νόμος/τάξη και έτσι φάνηκε να αντιμετωπίζει το (κοινωνικό) πρόβλημα της ασφάλειας, της εγκληματικότητας, της παράνομης μετανάστευσης.
Αντιθέτως, η Σοσιαλδημοκρατία έδωσε την εντύπωση ότι προσπερνά ή ότι αντιμετωπίζει ανεπαρκώς τα βασικά, ιστορικά, αυτά ζητήματα. Αντί λοιπόν για συγκεκριμένες απαντήσεις παρέθεσε ένα συμπίλημα από πολιτικοϊδεολογικές επιλογές που εκκινούσαν από αφηρημένα ιστορικά συνθήματα (σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα) και διανθίζονταν από ανέξοδες λαϊκιστικές αναφορές και υποσχέσεις, με αποκορύφωμα τις επαγγελίες για την πράσινη οικονομία και ανάπτυξη.
Όλες όμως αυτές οι επαγγελίες, όσο σωστές κι αν έμοιαζαν, δεν ανάγονταν σ’ έναν βασικό πυρήνα που αφορά τα κρίσιμα ερωτήματα: Σε ποιο πολιτικό κέντρο μπορούν να ληφθούν τέτοιες, στρατηγικού τύπου, αποφάσεις; Ποια η σχέση πολιτικής / οικονομίας / κοινωνίας; Ποιοι οι θεσμοί ελέγχου των μηχανισμών της αγοράς; Πώς θα προωθηθούν και με ποιο συγκεκριμένο κόστος οι νέες μορφές παραγωγικής ανάπτυξης και οργάνωσης που θα συνδυαστούν με την προστασία του Περιβάλλοντος και την ανάπτυξη νέων μορφών ενέργειας;
Η «απογείωση» των σοσιαλδημοκρατικών φορέων από τη σκληρή πραγματικότητα, η αγνόηση βασικών κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων, όχι μόνον ανέδειξε την «αναγκαιότητα» μιας συντηρητικής εξουσίας, αλλά οδηγεί τη Σοσιαλδημοκρατία –και ευρύτερα την ευρωπαϊκή Αριστερά– σ’ ένα πεδίο κρίσης απροσδιόριστης διάρκειας.
Το χειρότερο, βεβαίως, δεν είναι η ήττα που σε άλλες εποχές θα μπορούσε να αποδοθεί σε συγκυριακούς λόγους. Το ιστορικό πρόβλημα είναι ότι η «πτώση του τείχους» δεν αφορούσε μόνον τα καθεστώτα και τις ιδεολογικοπολιτικές άκαμπτες δομές των χωρών του ανατολικού συνασπισμού. Παράλληλα, οδήγησε σε μια γενικότερη θεωρητική-πνευματική υποχώρηση ολόκληρο σχεδόν το προοδευτικό κίνημα και τους διανοούμενους, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Περισσότερο κι από τους οικονομικούς μηχανισμούς φαίνεται ότι κυριάρχησε ο πολιτικοϊδεολογικός μηχανισμός της παγκοσμιοποιούμενης «νέας τάξης». Αυτή η επιρροή και η κυριαρχία της μονόδρομης-ενιαίας σκέψης (Κ. Βεργόπουλος) φαίνεται ότι υποτιμήθηκε από τη Σοσιαλδημοκρατία και την ευρύτερη Αριστερά, η οποία απώλεσε έτσι το πιο ισχυρό της πλεονέκτημα: Τη δυνατότητα της σύλληψης του Όλου, της κοινωνίας ως ολότητας και των δομικών της αντιφάσεων (Γκ. Λούκατς). Αυτό το γεγονός συνιστά και την κύρια αιτία της ιστορικής της καθήλωσης.
Ίσως, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το υπόρρητο σύνθημα της Σοσιαλδημοκρατίας «Ας προσαρμοστούμε προσωρινά για να επιβιώσουμε» να είχε ένα νόημα. Σήμερα όμως η ιστορική της καθήλωση αποκαλύπτει ότι η υποχώρηση αυτή δεν είχε τακτικό χαρακτήρα αλλ’ ότι εξελίσσεται σε στρατηγική ήττα… Ας ελπίσουμε ότι η συνειδητοποίηση αυτού του ενδεχόμενου θα οδηγήσει στην εγκατάλειψη των ψευδαισθήσεων και στη διαμόρφωση μιας νέας προοπτικής.


Σχολιάστε εδώ