Μια φορά και έναν καιρό

Ήτανε πρώτη Ιουνίου του χίλια εννιακόσια τόσα, όταν πήρε ο πατέρας τον Νικάκι από το χέρι και πήγανε στην οδόν Αιόλου στο μεγάλο κατάστημα των Αφων Μαδεράκη, ακριβώς απέναντι από του Δραγώνα, για να του αγοράσει καινούργια ρούχα. Ο Νικάκης ήταν μαθητής της πρώτης τάξεως του οκταταξίου γυμνασίου, δηλαδή γιαλαντζή «γυμνασιόπαις» όπως περιφρονητικά αποκαλούσαν οι καθηγηταί στις μεταξύ τους συζητήσεις τους βυζανιάρικους μαθητές, που τους βουτήξανε από την τετάρτη δημοτικού και τους ξαπέστειλαν, αντιστάσεως μη ούσης, στο γυμνάσιο.

Σε λίγες μέρες, μετά τις εξετάσεις του Β’ εξαμήνου, δηλαδή γύρω στις 15 με 20 του μηνός, θ’ ακολουθούσε, όπως κάθε χρόνο, η καθιερωμένη γιορτή «επί τη λήξει του σχολικού έτους» στην οποία θα παρίσταντο γονείς και κηδεμόνες, για να διαπιστώσουν «ιδίοις όμμασι» την πρόοδο των βλασταριών τους. Το… πρωτόκολλο απαιτούσε από τους συμμετέχοντες εις την τελετήν μαθητές να μην είναι απλώς ευπρεπώς ενδεδυμένοι, αλλά και η όλη εμφάνισή τους να αποπνέει γιορταστική… ατμόσφαιρα. Τα φοβερά εκείνα χρόνια της οπισθοδρόμησης δεν εκρίνοντο μονάχα οι μαθητές για τις επιδόσεις τους στα μαθήματα, αλλά και οι καθηγητές τους. Αν ήταν δηλαδή ικανοί να μεταδώσουν τις γνώσεις τους ή εάν τρώγανε τζάμπα ψωμί βγάζοντας τούβλα. Και για ν’ αποκτήσουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, έπρεπε τα παιδιά να παρουσιάσουν θεαματικές γυμναστικές επιδείξεις, να ανεβάσουν θεατρικά μονόπρακτα και ν’ απαγγείλουν ψυχοπαιδαγωγικά ποιήματα, εκτός βεβαίως του «Ο βοριάς που τα αρνάκια παγώνει», διότι μέσα σε ντάλα καλοκαίρι ενδεχομένως μερικοί κακόπιστοι που έσκαγαν απ’ τον καύσωνα, να λέγανε: «Κοίτα τι μαθαίνει ο ηλίθιος κατακαλόκαιρο στους μαθητές του».

Στις εκδηλώσεις αυτές παρίσταντο φυσικά οι μανάδες, αλλά και γενικώς σε απόλυτη πλειοψηφία γυναίκες, καθότι «αυτά είναι γυναικείες δουλειές» και οι μυστακοφόροι πατεράδες είχαν άλλα θέματα σοβαρότερα για ν’ ασχοληθούν. Λογικό ήταν επομένως να ενδιαφέρονται και οι κυρίες για τη δική τους εμφάνιση στη συγκέντρωση όπου καμιά δεν επιθυμούσε να υστερεί ενδυματολογικά από τις άλλες, λες και θα πήγαιναν σε βασιλικούς γάμους, που είχανε μεγάλες πιένες εκείνον τον καιρό… Αυτές θα κανόνιζαν για πάρτη τους. Ο πατέρας πήρε τον Νικάκι και πήγανε κι αγόρασαν ένα όμορφο λινό κοστουμάκι σε μικρογραφία μεγαλίστικου, με το σακάκι υπό κλίμακα με αντίστοιχο σακάκι… υπουργού. Μέχρι και τσεπάκι είχε, να προβάλλουν οι μύτες μαντηλιού, και «κομβιοδόχη», δηλαδή μπουτονιέρα, λες και θα κάρφωνε παιδί πράμα γαρδένια στο πέτο του. Το κοντό παντελόνι, αντιθέτως, ήταν τελείως ανασούμπαλο και έφτανε λίγο πιο κάτω από τα γόνατα που ήτανε μονίμως γραντζουνισμένα. Λόγω θέρους διαλέξανε ένα ανοικτό μπεζ καθ’ υπόδειξη του εμποροϋπαλλήλου. Παρά τις σοβαρές ενστάσεις του γεννήτορα για το χρώμα, που εύκολα λερώνεται, ο εμποροϋπάλληλος, που ήθελε να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα με το μούλο που του φόρτωσαν πρωινιάτικα, τον έπεισε πως αποκλείεται με τα καλά του ρούχα να κυλιέται στις αλάνες. Αγόρασαν και μια δροσερή μπλούζα πόλο και ζώνη για να στέκεται το βρακί στη θέση του. Και με την ευκαιρία που βρέθηκαν στο μαγαζί, του αγόρασε και μια πάνινη κάσκα, σαν αυτές που φοράν οι εξερευνητές στον Αμαζόνιο, να τη βάζει όταν παίζει στους δρόμους μη πάθει ηλίαση. Οσο για «πατούμενα», θα του έπαιρνε ένα ζευγάρι «ελβιέλες» να βγάλει το καλοκαίρι. Στουπέτσι για να τις βάφει όταν λερώνουν είχε περισσέψει από πέρυσι. Εξάλλου όλοι σπίτι είχαν λευκά παπούτσια και το στουπέτσι με το σφουγγαράκι του ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Άσπρες κάλτσες είχε αρκετές που τις καρίκωνε συνέχεια η γιαγιά γιατί τις τρύπαγε με το μεγάλο του νύχι που χρειαζόταν να γίνει καυγάς για να το κόψει… Πανέτοιμος ενδυματολογικά ο Νικάκης, με ανανεωμένη την γκαρνταρόμπα του, μπήκε στην τελευταία πράξη του δράματος, που ήσαν οι προαγωγικές εξετάσεις. Μια ατέλειωτη σειρά μαθημάτων, που διδάχθηκαν μέσα στον χρόνο, έπρεπε να τα έχουνε εμπεδώσει ώστε να μη γράψουν κοτσάνες. Αλλά και κοτσάνες αν αράδιαζαν, όφειλαν τουλάχιστον να μην είναι ανορθόγραφες. Έτσι για σιγουριά εξοπλίζονταν με τα απαραίτητα «σκονάκια». Σε κάθε μάθημα δίνονταν τρία ζητήματα από τα οποία ο εξεταζόμενος έπρεπε ν’ απαντήσει στα δύο. Συνήθως τα καλόπαιδα της τάξεως απαντούσαν με ωραία καλλιγραφικά γράμματα και στα τρία. Ήσαν οι μαθητές που κατελάμβαναν τις πρώτες σειρές των θρανίων. Τα βδελύγματα των συμμαθητών τους…

Στο διάστημα που μεσολαβούσε από το τέλος των εξετάσεων μέχρι την έκδοση των αποτελεσμάτων γινόταν η προετοιμασία και οι πρόβες για τη σχολική γιορτή. Ρόλοι διδάσκονταν, ποιήματα αποστηθίζονταν και συνέχεια προπόνηση για τις γυμναστικές επιδείξεις. Έπρεπε να ετοιμασθεί και η ομιλία του γυμνασιάρχη με νουθεσίες και παραινέσεις προς τους μαθητές και ο χαιρετισμός που θα απευθύνει με συστολή προς τους καθηγητές και τους γονείς ένας αριστούχος μαθητής, ευχαριστώντας τους «διά τας αόκνους προσπαθείας που κατέβαλλαν» για την πρόοδό τους Ακολουθούσε το κυρίως πρόγραμμα. Στις πρόβες, συναγωνίζονταν τα παιδιά σε μουργέλα τους καθηγητές τους που βαριόνταν τη ζωή τους καλοκαιριάτικα. Στον Νικάκι ανέθεσαν να απαγγείλει το ποίημα του Ηλία Τανταλίδη «Ο νεοσύλλεκτος», όπου καθορίζονταν οι υποχρεώσεις του φαντάρου εμμέτρως:- «Ο καλός ο στρατιώτης πρέπει να ‘χει στο πλευρό/ το τουφέκι του εν πρώτοις/ και γεμάτο και γερό. – Πρέπει να ‘χει κρεμασμένο/ ένα κοφτερό σπαθί/ που μια μέρα γυμνωμένο/ σ’ ένα στήθος να χωθεί»… Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που είχε δει στο σινεμά τον «Ρομπέν των δασών» -δυο φορές μάλιστα- με τον Έρολ Φλιν και τις φοβερές του ξιφομαχίες, γι’ αυτό και αποπειράθηκε να «δραματοποιήσει» το ποίημα, αντιγράφοντας σχετικές φιγούρες του φιλμ κατά την απαγγελία. Ο φιλόλογος όμως, μουφλούζης και στούρνος, ήταν αντίθετος με τα «Grand spectacle», και επέβαλε την πεπατημένη… Και έφτασε η… μεγάλη ημέρα. Ο κ. γυμνασιάρχης είχε διατάξει όλο το προσωπικό να είναι στις θέσεις του από το μεσημέρι. Στην ευρύχωρη αυλή του σχολείου είχανε τοποθετήσει καρέκλες για τους γονείς και τους λοιπούς καλεσμένους, ενώ από την απέναντι πλευρά θα κάθονταν οι καθηγηταί. Ένα αρκετά πλατύ ικρίωμα στην άκρη, θα ήταν το βήμα των ομιλητών και η σκηνή για τις απαγγελίες και το μονόπρακτο.

Νωρίς νωρίς κατέφθασαν οι μαμάδες και οι επίσημοι προσκεκλημένοι, δηλαδή ο παπάς της ενορίας ο αστυνομικός διοικητής του τμήματος και ο διευθυντής της εφορίας. Τους παραλάμβανε σαν ταξιθέτης η κυρία γυμνασιάρχου και τους οδηγούσε στις θέσεις τους. Ίδια μοντελάκια φάνταζαν οι μαντάμες, με τα εμπριμεδάκια τους, τα καλοχτενισμένα κεφάλια τους που δούλεψε μπικουτί να πεις… μπιρ Αλλάχ και με τζοβαΐρια κρεμασμένα να φάνε και οι κότες από πέντε πτηνοτροφεία…

Έγιναν οι ομιλίες σύμφωνα με το πρόγραμμα, ακολούθησαν οι γυμναστικές επιδείξεις με μεγάλη επιτυχία, αν εξαιρέσουμε το ατύχημα που συνέβη στον Κίτσο τον μπουλούκο γιατί ήταν αμπλαούμπλας και συνέχισαν με Λόγο και Τέχνη. Ο Νικάκης ήταν άριστα προετοιμασμένος. Είχε μπει στο νόημα του ποιήματος και ήξερε πως η κάθε φράση που θα ‘βγαινε από τα χείλη του έπρεπε να χαρακτηρίζεται από αποφασιστικότητα και δυναμισμό. Γεμάτος αυτοπεποίθηση με το καινούργιο του κοστουμάκι ανέβηκε στο βήμα. Τον παρουσίασε ο φιλόλογος, πήρε ο Νικάκης το κατάλληλο πομπώδες ύφος και άρχισε σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες του καθηγητή ν’ απαγγέλλει με στόμφο: «Ο καλός ο στρατιώτης…». Εκεί σταμάτησε γιατί ξέχασε τη συνέχεια. Έσπευσε ο φιλόλογος να υποδυθεί τον υποβολέα και του ψιθύρισε «πρέπει να ‘χει στο πλευρό…». Θυμήθηκε τη συνέχεια, αλλά τη στιγμή ακριβώς που έφιππος επί του Πήγασου γκαλοπάριζε, άγνωστον ποια υπερκόσμια δύναμη του έβαλε ένα σαρδάμ στο στόμα και αντί να πει «Το τουφέκι του εν πρώτοις/ και γεμάτο και γερό» αμόλησε: «Το τουφέκι του ο Φώτης / και γεμάτο και… ξερό»…

Πάγωσε όλο το διδακτικό προσωπικό, γέλασαν χαχανίζοντας οι προσκεκλημένοι, μόνο η μάνα του έλεγε την επομένη στις φιλενάδες της: «Ήταν το καλύτερο σαρδάμ που άκουσα ποτέ στη ζωή μου…»


Σχολιάστε εδώ