Η κοινωνία στέκεται απέναντι
Εδώ και περίπου δεκαπέντε, χρόνια έχει ξεκινήσει μια ιστορική πολιτική διεργασία που αποδυναμώνει χρόνο με τον χρόνο τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Τα πολιτικά κόμματα, οι φορείς της διακυβέρνησης, αδυνατούν να εκφράσουν τα αιτήματα και τις ανάγκες των πολιτών. Η συναίνεση και συμφωνία πάνω σε κοινές αξίες και στόχους μετατράπηκε σταδιακά σε απλή συγκατάθεση, σε ανοχή και σήμερα εξελίσσεται σ’ ένα μαζικό φαινόμενο πολιτικού κυνισμού και εκτεταμένης αποδέσμευσης της κοινωνίας από τα κόμματα και συνολικά από το πολιτικό σύστημα.
Έπρεπε να μετρηθεί αριθμητικά το φαινόμενο της αποχής, της άρνησης, της δυσαρέσκειας για να αποτελέσει αντικείμενο ενδιαφέροντος από τις κομματικές ελίτ. Όσο η εξουσία τους αναπαρήγετο ακώλυτα λίγο τους ενδιέφερε αν οι πολίτες πίστευαν στις διακηρύξεις τους ή ενέκριναν τις επιλογές τους. Αρκούσε που τους ψήφιζαν. Άλλωστε το πολιτικό-ιδεολογικό «κενό» που δημιουργούνταν μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής το κάλυπταν τα «φίλια» ΜΜΕ… και αυτό αρκούσε.
Τώρα είναι αναγκασμένες οι πολιτικές ελίτ μέσω του αριθμητικού αποτελέσματος να αναγνωρίσουν τα δομικά χαρακτηριστικά της αποχής, να αντιμετωπίσουν μια ιστορικά διαμορφούμενη τάση η οποία είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διακοπεί ή να αναστραφεί.
Η Νέα Δημοκρατία υπέστη κατάρρευση της κοινωνικής της επιρροής, αφού σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2007 χάνει το 45% των ψηφοφόρων της (1.340.000 ψήφοι), ενώ υπολείπεται των ψήφων που έλαβε στις ευρωεκλογές του 2004 κατά 1.000.000…
Στους «τυφλούς» βασιλεύει ο μονόφθαλμος… Ο οποίος πανηγυρίζει την επερχόμενη επάνοδό του στην εξουσία… Η πραγματικότητα όμως είναι ότι το ΠΑΣΟΚ -που αναγόρευσε τις ευρωεκλογές σε δημοψήφισμα- έχασε 850.000 ψηφοφόρους λίγους μόνο μήνες μετά τις εκλογές του 2007 και βρέθηκε μάλιστα κάτω και από το κατώτατο όριο της κοινωνικής/εκλογικής του επιρροής που σημειώθηκε στις ευρωεκλογές του 2004, όταν τότε το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν περίπου σε διάλυση… Οι πανηγυρισμοί περί «ολικής επαναφοράς» του ΠΑΣΟΚ στην τροχιά της κυβερνητικής εξουσίας μόνον ως κακόγουστο ριμέικ της κλασικής κινηματογραφικής ταινίας μπορούν να ερμηνευθούν…
Όσο για τα δήθεν «αντισυστημικά» κόμματα της Αριστεράς, πλήρωσαν βαρύ φόρο… Πώς μπορεί να δικαιολογήσει η ηγεσία του ΚΚΕ ότι το πολιτικοϊδεολογικά συμπαγές κοινωνικο/εκλογικό του «σώμα» όχι μόνο μειώθηκε κατά 160.000 ψηφοφόρους σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2007 αλλά βρέθηκε κάτω από το «όριο» του 2004; Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτιμά σήμερα την κινηματική/εξεγερτική του στρατηγική που τον οδήγησε σε «μετατοπίσεις» της ιστορικής του πορείας… Μόνο που τώρα έχει να αντιμετωπίσει την «εξέγερση» των ψηφοφόρων του που τον οδηγεί στην τροχιά μιας πολύπλευρης κρίσης.
Ο ΛΑΟΣ κατά την τελευταία πενταετία υπερδιπλασίασε την εκλογική του επιρροή, κυρίως σε βάρος της ΝΔ, «καλύπτοντας» θεματικές τις οποίες εγκατέλειψαν τα κόμματα της διακυβέρνησης (Τουρκία και ΕΕ, μεταναστευτικό πρόβλημα, ασφάλεια πολιτών). Τώρα η ΝΔ είναι υποχρεωμένη να ενσωματώσει θεματικές της «πολιτικής ατζέντας» του ΛΑΟΣ, προκειμένου να «επαναπατρίσει» ένα τμήμα των ψηφοφόρων της…
Από το σύνολο της αποχής, το 70% των πολιτών δηλώνει ότι για πρώτη φορά προβαίνει σ’ αυτήν την επιλογή. Πρόκειται για μια αλλαγή ιστορικής σημασίας στην εκλογική/πολιτική συμπεριφορά και στα δεδομένα της πολιτικής κουλτούρας που χαρακτήριζαν ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Η πολιτική απόφαση της άρνησης και της μαζικής εξόδου από τις «συστημικές» εκλογικές διαδικασίες νομιμοποιείται πολιτικοϊδεολογικά από τους ίδιους τους απέχοντες, και από εδώ και στο εξής ένα μεγάλο τμήμα από αυτούς θα θεωρούν τη στάση αυτή ως ορθολογική και ηθικοπολιτικά νομιμοποιημένη σε κάθε επόμενη εκλογική αναμέτρηση… Το φαινόμενο της αποχής μπορεί, συνεπώς, να προσλάβει μόνιμα χαρακτηριστικά και να προβάλει τα δικά του ορθολογικά επιχειρήματα.
Ασφαλώς τα κίνητρα, οι προθέσεις, οι πολιτικοί στόχοι των πολιτών που απείχαν είναι διαβαθμισμένα και σύνθετα. Μπορεί να ξεκινούν από φαινόμενα αποπολιτικοποίησης, ή μιας μεταμοντέρνας ατομικιστικής στάσης απέναντι σε κάθε εξουσιαστικό/συλλογικό υποκείμενο.
Όμως στην πλειοψηφία του το φαινόμενο της δυσαρέσκειας, της διαμαρτυρίας της άρνησης, που εκφράζεται με την αποχή δεν περιλαμβάνει μόνο τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα που πλήττονται από την κρίση και αισθάνονται ότι οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτούς και ότι τελικώς η πολιτική είναι μια απομακρυσμένη και απρόσιτη σε κάθε δική τους επιρροή θεσμική «περιοχή». Το φαινόμενο της αποχής περιλαμβάνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό μεσαία στρώματα που αλλάζουν κοινωνικοοικονομικό status, πλήττονται από την κρίση και χάνουν την ασφαλή θέση που είχαν παλαιότερα στην κοινωνικοοικονομική ιεραρχία. Σ’ αυτά τα στρώματα ούτε η ΝΔ ούτε το ΠΑΣΟΚ προσφέρουν διεξόδους.
Ένα τμήμα όμως αυτής της διαμαρτυρίας και της άρνησης οδηγείται ραγδαία σε μια στάση πολιτικού κυνισμού και πλήρους αποξένωσης από την πολιτική διαδικασία και συμμετοχή. Ασφαλώς αυτή η στάση πολιτικού κυνισμού δεν εμφανίσθηκε ξαφνικά. Αποτελεί «αντανάκλαση» του πολιτικού κυνισμού και της αποξένωσης από την κοινωνία, φαινόμενα που εκπορεύονται από τις κομματικές ελίτ και από το συνολικό πλέγμα που διαμορφώνεται από τις σχέσεις των ΜΜΕ με τα κόμματα και τις πολιτικές ελίτ.
Αυτή ακριβώς η ηγεμονική ελίτ (πολιτικές ελίτ, δημοσιογραφική ελίτ, εκλογολόγοι και σφυγμομετρήσεις) καθορίζει την πολιτική ατζέντα, τη διαδικασία της κομματικής αντιπαράθεσης, τη σύνθεση των πάνελ των συζητητών οι οποίοι προκαταθέτουν τα θέματα, τα επιχειρήματα, τις απόψεις και ερμηνείες τα οποία θα πρέπει στη συνέχεια να υιοθετήσουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό οι πολίτες-ψηφοφόροι…
Η αντίδραση των πολιτών απέναντι σ’ αυτό το αδιαπέραστο «κέλυφος», που διαμορφώνουν οι σχέσεις πολιτικής και ΜΜΕ και το επιβάλλουν ως ένα μονόδρομο τύπο πολιτικής επικοινωνίας η οποία αποβλέπει στην «κατασκευή» της κοινής γνώμης και στην απόμβλυνση των αντιδράσεων εκδηλώθηκε μέσω της μαζικής αποχής.
Δηλαδή μέσω της καθολικής άρνησης των πολιτών να δέχονται να αποτελούν εσαεί παθητικούς δέκτες μιας εξουσιαστικής δομής που αυτονομείται χρόνο με τον χρόνο και επιβάλλει, άμεσα ή έμμεσα, τις επιλογές της.