Γιατί δεν υπάρχουν περιθώρια για νέα φοροεισπρακτικά μέτρα
Διαβάζουμε συνεχώς ότι ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννης Παπαθανασίου αντιμετωπίζει, εν όψει των μέτρων που θα προωθηθούν τον προσεχή Ιούλιο για τη συρρίκνωση του δημόσιου ελλείμματος κάτω από το 3%, το δίλημμα: αύξηση εσόδων ή περικοπή δαπανών; Αλλά το δίλημμα αυτό στην επιλογή μέτρων για την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή είναι ψευδοδίλημμα. Διότι η εμπειρία από τις προσπάθειες όλων των υπουργών Οικονομίας κατά την τελευταία τριακονταετία για μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων σε επίπεδο κάτω του 3% δείχνει ότι ήταν σισύφειες προσπάθειες και στηρίζονταν σχεδόν μόνο στην αύξηση των εσόδων με την αύξηση των υπαρχόντων φόρων και επιβολή νέων. Δηλαδή, δεν υπάρχει δίλημμα. Υπάρχει μόνο μια επιλογή, δηλαδή η περικοπή των δαπανών ή, καλύτερα, της αλόγιστης δημόσιας σπατάλης, η οποία μάλιστα εκτρέφει τη διαφθορά και ενισχύει την παραοικονομία. Με λίγα λόγια, πρέπει να περικοπούν όλες οι δημόσιες δαπάνες που δεν πιάνουν τόπο, που δεν έχουν κανέναν πολλαπλασιαστή απόδοσης στην οικονομία, αλλά απλώς βολεύουν καταστάσεις και χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση διάφορων εκτροφείων.
Επιμένουμε στον χαρακτηρισμό του διλήμματος ως ψευδοδιλήμματος, διότι αυτές τις ημέρες διαβάσαμε σε κυριακάτικη εφημερίδα μερικές επίπεδες απόψεις, οι οποίες -αν τις πάρει σοβαρά υπόψη του ο κ. Παπαθανασίου- ίσως προκαλέσουν νέα και σκληρότερη φοροεισπρακτική καταιγίδα από εκείνη του περασμένου Σεπτεμβρίου. Διότι χαρακτηρίζεται ως «ιδεολόγημα νεόκοπων και μη μάγων της οικονομίας» ότι το ελληνικό Δημόσιο είναι σπάταλο (αφού ξοδεύει 25% λιγότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) και, συνεπώς, το «ορθόν» είναι να αυξηθεί η δημόσια κατανάλωση για να φτάσει τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Αλί και τρισαλί για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, με τα νέα μέτρα πρέπει να εξοικονομηθούν περίπου 5 δισ. ευρώ για το 2009 και το 2010. Δηλαδή, πρέπει να εξοικονομηθούν περίπου όσα έσοδα (4,7 δισ. ευρώ) εξασφαλίστηκαν με τη φορολογική καταιγίδα του περασμένου Σεπτεμβρίου, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε το 2009. Ωστόσο, παρότι τα έσοδα αυτά προκάλεσαν σοβαρή κοινωνική αναταραχή, δημοσκοπική κατρακύλα της Νέας Δημοκρατίας και σημαντική αφαίμαξη των ελληνικών νοικοκυριών, τα δημόσια ελλείμματα, μετά την παρέμβαση της Eurostat, παρουσίασαν σημαντική αύξηση τόσο το 2008 όσο και το 2009! Δηλαδή και αυτή η εξασφάλιση εσόδων με την επιβολή νέων φόρων και αύξηση των υπαρχόντων πήγαν, όπως και σε όλη την τελευταία τριακονταετία, για τον γάμο του Καραγκιόζη!
Δεύτερον, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε διαπιστωθεί ότι η χώρα μας, λόγω του έντονου φορολογικού ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της δραματικής πτώσης της ανταγωνιστικότητας, δεν έχει καθόλου περιθώρια για επιβολή νέων φόρων και για αύξηση των υπαρχόντων. Κι όμως, στην ίδια περίοδο μαίνονταν οι φοροεισπρακτικές καταιγίδες από μέτρα που ανακοίνωναν όλες οι κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν το κριτήριο του Μάαστριχτ για έλλειμμα κάτω του 3% ή της ένταξης στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και να αποφύγουν την επιτήρηση, η οποία όμως δεν αποφεύχθηκε!
Τρίτον, η επιλογή της αύξησης των εσόδων με επιβολή νέων και αύξηση υπαρχόντων φόρων θα προκαλέσει νέα οικονομική αποδυνάμωση των ελληνικών νοικοκυριών και περαιτέρω συρρίκνωση της κατανάλωσης, η οποία τροφοδοτεί κυρίως την ανάπτυξη, τη μεταβολή του ΑΕΠ, ενώ, αντίθετα, μια περαιτέρω αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης στο επίπεδο του μέσου ευρωπαϊκού όρου θα απαιτήσει διπλάσια σχεδόν πρόσθετα έσοδα από φόρους, διαιωνίζοντας έτσι τον φαύλο κύκλο υπερφορολόγησης και δημοσιονομικών ανισορροπιών.
Συνεπώς, η λύση είναι η περικοπή της αλόγιστης δημόσιας σπατάλης με την προώθηση μεταρρυθμίσεων και η εξοικονόμηση εσόδων με την ενίσχυση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών και με τη συρρίκνωση της παραοικονομίας, φοροδιαφυγής και φοροκλοπής (η χώρα μας έχει τους ίδιους περίπου φορολογικούς συντελεστές με εκείνους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά σημαντικά χαμηλότερα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ).