Ανατομία της Μεταπολίτευσης
Μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της περασμένης Κυριακής στην Ελλάδα και εκτός Ελλάδος, επικρατεί γενικευμένη αμηχανία. Αμηχανία, έντονος προβληματισμός, δύσκολα αποκρυπτόμενη ανησυχία, αλλά και ΟΡΓΗ, ΑΠΟΤΡΟΠΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΧΘΕΙΑ για μια Ευρωπαϊκή Ένωση παρασάγγας κατώτερη των προσδοκιών κάθε πολίτη των χωρών που την απαρτίζουν. Ατέρμονες οι συζητήσεις αρμοδίων και αναρμοδίων από το βράδυ ήδη της προηγούμενης Κυριακής, που δεν λένε να κοπάσουν. Ειδικά στη χώρα μας αντιμετωπίζουμε αναλύσεις επί αναλύσεων και ερμηνείες επί ερμηνειών και μάλιστα πάνω σ’ ένα φαυλεπίφαυλο πολιτικό υπόστρωμα που βρίσκεται σε προϊούσα παρακμιακή αποσύνθεση.
Σε ποιο στέρεο έδαφος, επομένως, θα μπορούσε πλέον να στηριχθεί μια μελλοντοστραφής και συγκροτημένη προσπάθεια εξόδου από το τέλμα στο οποίο πλατσουρίζουμε; Με ποιες δομές και ποιους θεσμούς άλλωστε; Και κυρίως με ποιες ΗΓΕΤΙΚΕΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΕΣ ΜΕ ΚΥΡΟΣ που να εμπνέουν;
Αρνούμενος να τροφοδοτήσω ανάλογες απαισιόδοξες επισημάνσεις και να εμπλακώ σε μία ακόμα, ανάμεσα σε αναρίθμητες αποτιμήσεις του εκλογικού αποτελέσματος και των όποιων συνεπειών του, καταφεύγω στην εύκολη –εύκολη;– λύση: Να αποτολμήσω μια συνοπτική (και ελλιπέστατη φυσικά) ανατομία της Μεταπολίτευσης. Μιας Μεταπολίτευσης που ο θάνατός της προαναγγέλλεται εδώ και χρόνια με διατυπώσεις του τύπου «να αλλάξουμε επιτέλους σελίδα», αλλά εκείνη αποδεικνύεται, φευ, κορακοζώητη…
Μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας υπό το βάρος των ανομημάτων της και με βαρύτατο τίμημα την τραγωδία της Κύπρου, είχαμε ελπίσει πανηγυρίζοντας σε μια αναγέννηση του τόπου. Οι πλείστοι κατακλυζόμαστε από δημιουργικές ιδέες και εφικτά όνειρα, αποφασισμένοι να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έδωσε αμέσως ένα ανέλπιστο –και καταλυτικό– στίγμα: Νομιμοποίησε το ΚΚΕ και απέσυρε τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, κρατικοποίησε τα διυλιστήρια και την Εμπορική Τράπεζα. Οι δύο πρώτες αποφάσεις του –και ανεξάρτητα αν τις έλαβε για ΑΛΛΟΥΣ λόγους– ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΑΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.
Από την άλλη μεριά, ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντί να ανασυστήσει την Ένωση Κέντρου, συναρχηγεύοντας με τους Μαύρο και Ζίγδη (που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα τους είχε κάνει μια χαψιά), όπως του είχαν συστήσει διάφοροι κι ανάμεσά τους ορισμένοι θιασώτες της χουντοδημοκρατίας υπό τον Μαρκεζίνη (!), ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ. Ένα σοσιαλιστικό Κίνημα, όχι κόμμα, με ρηξικέλευθες αρχές, που μίλαγε στην καρδιά ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων, το οποίο σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις αύξησε τη δύναμή του κατά γεωμετρική σχεδόν πρόοδο και κατέκτησε το 1981 την εξουσία με 48,1%, όταν η ΝΔ είχε πέσει κάτω του 36%.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου (και το αρχηγικό του Κίνημα, το οποίο ουδέποτε είχε λειτουργήσει ως Κίνημα) υπήρξε Ο ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ. Και θα μπορούσε, εάν ήθελε, να βάλει στα σκαριά έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν το έπραξε όμως.
Κι αυτό είχε φανεί πολύ έγκαιρα, όταν εξοβέλισε από το ΠΑΣΟΚ τις τρεις τελείες, εξοβελίζοντας ουσιαστικά και τον σοσιαλισμό, ο οποίος συνθλιβόταν μέσα σ’ αυτό το άοσμο και άγευστο ΠΑΣΟΚ που προκάλεσε σοκ στα καλύτερα και αξιολογότερα στελέχη του.
Στις προγραμματικές δηλώσεις του στη Βουλή έλαβε τον λόγο τελευταίος, αλλά όχι έσχατος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, καθ’ ο δικαίωμα είχε ως πρώην πρωθυπουργός, και είπε, θυμάμαι –αφού είναι σαν να τον ακούω ΤΩΡΑ μ’ εκείνο το παρεφθαρμένο του ρο– κατά λέξη: «Άκουσα με μεγάλη προσοχή, κύριε πρωθυπουργέ, τις προγραμματικές σας δηλώσεις και διαπίστωσα ότι οι αλλαγές που προτείνετε είναι θεσμικές και όχι δομικές. Άρα, το κόμμα σας είναι σοσιαλδημοκρατικό και όχι σοσιαλιστικό». (Ποιος είχε προσέξει, άραγε, τις κρυστάλλινες και καίριες επισημάνσεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου; Ο Ανδρέας Παπανδρέου, πάντως, έκανε πως δεν τις άκουσε – και ορθώς από τη σκοπιά του.)
Οι ρωγμές της Μεταπολίτευσης άρχισαν με τον Ανδρέα. Και το λέω εγώ, που συναισθηματικά εξακολουθώ να τον θαυμάζω. Μέγιστο ολίσθημα η έμμεση νομιμοποίηση της αρπαχτής εκ μέρους κρατικών αξιωματούχων, μ’ εκείνο το… ευτελές «δωράκι» των 50.000 δρχ., αντί για τις 500.000 δρχ. που είχε ενθυλακώσει ο ανεκδιήγητος Μαυράκης. (Με σημερινά δεδομένα, όχι οι 500.000 δρχ. αλλά οι 50.000, είναι ιλιγγιώδες ποσό…) Είχε προηγηθεί, βέβαια, η καταδίκη του ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΗΘΟΥΣ και της ΕΝΤΙΜΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, όπως την εξέφραζε ο ανεπανάληπτος Σάκης Καράγιωργας, ο… κουλός για κάποιους αναίσχυντους στον στενό κύκλο του Ανδρέα…
Εις βάρος του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν και οι χειρισμοί του με τις λεγόμενες προβληματικές βιομηχανίες, όπως η Πειραϊκή-Πατραϊκή, οι οποίες ετίθεντο υπό τη διεύθυνση επιτρόπου, με αποτέλεσμα ο επίτροπος να θησαυρίζει και εκείνες, μετά την αποχώρηση του επιτρόπου (που ισχυριζόταν ψευδώς ότι είναι… αδύνατον να ορθοποδήσουν), να χρεοκοπούν!
Οι ρωγμές έγιναν ρήγμα επί Σημίτη, ο οποίος ευαγγελιζόταν βερμπαλιστικά τον «εκσυγχρονισμό», ενώ έμπρακτα η χώρα βυθιζόταν στην καθυστέρηση και τον χωρίς επιστροφή κατήφορο. Κι αυτό, με τη βοήθεια, εν γνώσει του, κλεπτών, που διασπάθιζαν αλόγιστα το δημόσιο χρήμα χωρίς ν’ αφήνουν παραπονούμενη και την τσέπη τους… Ταυτόχρονα έκανε βίαιη στροφή προς τα δεξιά, αποψιλώνοντας το κοινωνικό κράτος που είχε προστατέψει ο Ανδρέας και βγάζοντας τη… Δεξά, όπως ευφωνικότατα την αποκαλούσε, από το «χρονοντούλαπο της ιστορίας», στο οποίο την είχε στείλει ο πρώην αρχηγός του. Άνοιξε, έτσι, αληθινή λεωφόρο στη ΝΔ, η οποία γνώριζε καλύτερα από αυτόν τη δουλειά της. Γι’ αυτό, στερημένη καθώς ήταν από την εξουσία -όχι προσωπικά ο Καραμανλής, αλλά αρκετά από τα τσιράκια του- επιδόθηκε σχεδόν αμέσως σε λαφυραγωγήσεις και πάσης φύσεως ανομίες, αγνοώντας ή μάλλον περιπαίζοντας προκλητικά κάθε έννοια στοιχειώδους ηθικής. Το αλαζονικότατο και κυνικότατο απόφθεγμα Βουλγαράκη θα μείνει ανεξίτηλο στις συνειδήσεις των Ελλήνων: «Το νόμιμο είναι και ηθικό»! (Για να μην προσθέσει κανείς ότι στις μέρες μας το ηθικό κατάντησε να είναι παράνομο…)
Συμπέρασμα: Η Μεταπολίτευση και μαζί μ’ αυτήν η εναλλάξ νομή και διαχείριση της εξουσίας από τις δύο εκφάνσεις του ΜΟΝΟΚΟΜΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΥ μας εξεμέτρησε το ζην τελεσίδικα. Καιρός είναι να ξεκινήσουμε από το μηδέν, αφήνοντας τα ηνία σε νεώτερες γενιές που έχουν οράματα και ιδέες και εμφορούνται ανιδιοτελώς από αρχές και αξίες. Άλλη λύση δεν είναι ορατή.