Ο Κλωντέλ και ο «κλήρος»… του κοινού

Όμως προβλήματα κατανόησης και ενδείξεις δυσφορίας ήταν ήδη εμφανή από το διάλειμμα. Και αυτό για ένα όχι και τόσο εύκολο θεατρικό έργο είναι κάπως αναμενόμενο, και ειδικά για κοινό μη καθολικών. Αλλά το έργο είναι από εκείνα που σε συνεπαίρνουν ακόμα κι όταν δεν τα πολυκαταλαβαίνεις. Ούτε αυτό συνέβη. Στη στάση του λεωφορείου προς Ομόνοια ρώτησε κάποιος ηλικιωμένος κύριος την κοπέλα που στεκόταν δίπλα του εάν της άρεσε. Το θλιμμένο και απορημένο βλέμμα της πρόδιδε ότι κάνοντας τον μακρύ δρόμο ως το Γκάζι, ζήτησε να βρει κάτι αλλά ματαίως. «Το έργο ήταν καλό», απάντησε, «αλλά… οι ηθοποιοί». «Εντοπίζετε λοιπόν το πρόβλημα στους ηθοποιούς», είπε ο κύριος. «…Τουλάχιστον ξανακούσαμε τα ωραία λόγια έστω και ως απαγγελία». Τι έφταιξε;

Αναφερόμαστε στον «Κλήρο του Μεσημεριού» του Πωλ Κλωντέλ, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Ελβετού Γιόσι Βίλερ. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την πρώτη εκδοχή του 1905, που σίγουρα είναι προτιμητέα για λόγους καλλιτεχνικούς, όχι όμως επειδή, όπως θεωρεί ο Βίλερ, αφήνει το ερωτικό στοιχείο ανέπαφο από την κλωντέλεια θρησκευτικότητα της εκδοχής του 1948.

Το πρώτο λάθος: Ο Βίλερ επενδύει μονόπλευρα σ’ εκείνο το «παγανιστικό» στοιχείο που αφουγκράζεται ο ρομανιστής Κούρτιους στον Κλωντέλ και, υπερθεματίζοντας, το απομονώνει και το ανάγει σε κεντρικό άξονα της ερμηνείας του.

Το δεύτερο λάθος: Προς επίρρωσιν αυτής του της άποψης ο Βίλερ κατασκευάζει μια φράση-βοήθημα (πρόκειται για παράφραση-αναστροφή μιας φράσης του Ακινάτη): «Η φύση αφανίζει τη (θεία) χάρη» – με δυο λόγια: Ο σαρκικός και κανιβαλικός έρωτας δεν κάνει χωριό με τη θεία χάρη. Κατ’ ουσίαν ο σκηνοθέτης πολεμάει με τα σχόλιά του και τους οδηγούς ερμηνείας του τον όψιμο Κλωντέλ του προλόγου του 1948, νομίζοντας ότι έτσι υπερασπίζεται καλύτερα τον πρώιμο θεατρικό συγγραφέα του 1905. Όμως ο Κλωντέλ ως καλλιτέχνης υπερίσχυσε του εαυτού του ως διανοούμενου. Στα έργα του δεν πρεσβεύει ούτε τον δυισμό (Θεός – κόσμος) του Σαρλ Πεγκί ούτε τον πανθεϊσμό του Βίκτωρα Ουγκώ. Η φύση, η αισθητικότητα, ο αισθησιασμός είναι τα σάρκινα τοπία, όπου πέφτει απροειδοποίητα και άνευ όρων η θεία χάρη, είτε ως Μεσημέρι είτε ως Έκρηξη αποκαλυπτική: Αλληλεπίδραση εγκόσμιας αισθητικότητας και υπερβατικής θείας χάριτος, αυτή είναι η κλωντέλεια διαλεκτική. Κάτι σαν την κλωντέλεια γλώσσα, που τον ελεύθερο στίχο της «θραύουν» ιερατικοί ανάπαιστοι και ίαμβοι.

Ο «κλήρος» του κοινού ήταν ο λάθος κλήρος που τράβηξε ο Βίλερ. Η Αριέττα Μουτούση (Υζέ) επιβίωσε ως καλή ηθοποιός που είναι (όχι όμως στην πρώτη πράξη, όπου θύμιζε «Λούλου»). Ο Νίκος Κουρής (Μεζά) δεν έπεισε με την απαγγελία του. Ο μανιερισμός του Νίκου Καραθάνου (Ντε Σιζ) τον έθεσε εκτός ρόλου. Ο Λ. Γεωργακόπουλος (Αμαλρίκ) έδωσε κάτι καλό μόνο στην τελευταία πράξη.

Η μετάφραση του Σ. Πασχάλη, αν και με καλά στοιχεία, εν τέλει αδιάφορη.

Ο ηλοθέτης


Σχολιάστε εδώ