Μια φορά και έναν καιρό

Πρωί πρωί, σχεδόν αξημέρωτα, κατέφθασαν στη γειτονιά οι μπουλντόζες. Τις συνόδευε εκείνο το διαβολικό μηχάνημα που το αποκαλούν εκσκαφέα, με το σιδερένιο μαντζαφλάρι μπροστά, που μοιάζει με κέρατο ρινόκερου, και πίσω τα βαριά φορτηγά που θα φορτώσουν τα μπάζα.

Το κομβόι σταμάτησε μπροστά στο εγκαταλελειμμένο σπιτάκι το πνιγμένο στα αγριόχορτα και τους ξεφτισμένους σοβάδες, που επιμένει με αυθάδεια περισσή να «επιβιώνει» ανάμεσα στις πολυκατοικίες και να διαταράσσει με την ύπαρξή του την οικοδομική ομοιομορφία.

Αυτό το ερείπιο υπήρξε κάποτε το πατρικό και η προίκα της κυρά Μαριγούλας. Καθώς τα βαριά μηχανήματα μανουβράρανε πάνω στο «κατάστρωμα» και στο πεζοδρόμιο για να πάρουν την κατάλληλη θέση μάχης απέναντι στον θρασύτατο… εχθρό, δημιούργησαν κυκλοφοριακή αναστάτωση, και τα κορναρίσματα των βιαστικών γιωταχήδων, μαζί με τις φωνές, τις βρισιές και τις αντεγκλήσεις, διέκοψαν την πρωινή γαλήνη της συνοικίας.
Παράθυρα άνοιξαν, άλλοι βγήκαν στα μπαλκόνια με την τσίμπλα στο μάτι για να δουν τι συμβαίνει, ξύπνησε κι από την αντικρινή πολυκατοικία η κυρά Δόμνα, γέννημα και θρέμμα της γειτονιάς, άνοιξε τα πατζούρια και είδε τα μηχανήματα σε παράταξη και τους εργάτες να φωνασκούν σε όλες τις γλώσσες της Βαβέλ. Η εικόνα τής έδωσε τη φευγαλέα εντύπωση του κατάδικου που στέκεται στον τοίχο περήφανος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, χωρίς να δεχθεί να του δέσουν τα μάτια…

Το σπιτάκι αυτό, μια παλιά μονοκατοικία χτισμένη προ αμνημονεύτων χρόνων, με τον κηπάκο και με τους ακροκεράμους να στολίζουνε τα κεραμίδια, ήταν το τελευταίο που απέμεινε, και οι τριγύρω του πανύψηλες πολυκατοικίες του έκοψαν τον αέρα και τον ήλιο, καταδικάζοντάς το να βρίσκεται σαν στον πάτο πηγαδιού. Η περιοχή κατοικήθηκε από κάθε καρυδιάς καρύδι και οι καινούργιοι στα διαμερίσματα, λες κι έτρεφαν μίσος αδυσώπητο προς εαυτούς και αλλήλους, δεν είχαν ούτε καλημέρα μεταξύ τους. Τελικά, εκείνο που έκανε τη Μαριγούλα και την οικογένειά της να πάρουν των ομματίων τους και να πάνε να εγκατασταθούν στους… αντίποδες ήταν οι καθημερινοί καβγάδες με τους γειτόνους από τα ψηλά διαμερίσματα, που τους πέταγαν στην αυλή σκουπίδια και βρωμόνερα. Έτσι το σπιτάκι ερήμωσε, αλλά παρ’ όλα ταύτα το βλέπαν σαν κειμήλιο οι λιγοστοί επιζώντες εκείνου του καλού καιρού.

Τότε ήταν που βρέθηκε ένας πονόψυχος μηχανικός ο οποίος προθυμοποιήθηκε να το χτίσει με αντιπαροχή, να ζήσουνε κι οι ιδιοκτήτες, γέροι άνθρωποι πια, με όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Αλλά το οικόπεδο ήταν μικρό, μικρός και ο συντελεστής δόμησης. Τα υλικά πανάκριβα και, το χειρότερο, ακρίβαιναν καθημερινά. Ήταν και οι παράλογες αξιώσεις των μαστόρων, χώρια το ΙΚΑ, το ΤΣΜΕΔΕ, τα σχέδια, οι άδειες… Να τρελαίνεσαι δηλαδή. Όμως σαν καλός άνθρωπος που ήταν, έκανε τη θυσία, έστω με ζημία του, να τους προσφέρει ένα δυάρι στον πρώτο όροφο, με μπαλκόνι στον ακάλυπτο. Αρνήθηκαν. Προτίμησαν να το πουλήσουν. Με σπαραγμό ψυχής είν’ η αλήθεια πως πήραν την απόφαση, και τη στιγμή που υπέγραφαν τα συμβόλαια ένιωσαν να ξεσκίζουν κομμάτια από τη σάρκα τους… Η κυρά Δόμνα τα ήξερε όλ’ αυτά και την περίμενε αυτήν τη στιγμή που το τελευταίο απομεινάρι μιας ολόκληρης ζωής θα υπέκυπτε στη μοίρα του, όπως παλιότερα και το δικό της σπίτι με το χαγιάτι είχε υποκύψει στην ίδια μοίρα, και το ‘χε πάρει απόφαση. Τώρα όμως που τα… λαχεία κληρώνανε, αισθάνθηκε έναν κόμπο να της σφίγγει τον λαιμό και να θαμπώνουν τα μάτια της νοτισμένα από τα δάκρυα…

Με τη Μαριγούλα απέναντι γεννήθηκαν τον ίδιο χρόνο, με κάτι μήνες διαφορά, σε αυτήν εδώ την άκρη της γης, κι εδώ μεγάλωσαν με τα λιγοστά τα σπίτια και τις πολλές αλάνες, που την άνοιξη γεμίζανε παπαρούνες, μολόχες και τσουκνίδες κι αλίμονο στα γυμνά ποδάρια που θ’ ακούμπαγαν επάνω τους. Ο χωματόδρομος που περνούσε μπροστά από τα σπίτια τους οδηγώντας στον πάνω συνοικισμό ήταν τελείως αδιαμόρφωτος. Αυλακωμένος από τα νερά που κατέβαζαν οι νεροποντές, γινόταν τον χειμώνα αδιάβατος από τη λάσπη, η οποία το καλοκαίρι μεταμορφωνόταν σε μια κιτρινωπή πούδρα. Ερχόταν τότε ο «καταβρεκτήρας» του δήμου και κατάβρεχε με θαλασσινό νερό για να καταλαγιάσει η σκόνη. Έτρεχαν τα πιτσιρίκια πλατσουρίζοντας στα νερά πλάι του, ξεφώνιζαν οι μανάδες που έτρεμαν μη βρεθούν κάτω από τις ρόδες, έβριζαν και βλαστήμαγαν οι σοφεραίοι μη συμβεί ατύχημα κι έχουνε τραβήγματα… Ήταν η απογευματινή τους ατραξιόν. Εκεί ήταν και ο μόνιμος τόπος των παιχνιδιών τους.

Εκεί, πιάνονταν τα κορίτσια χέρι χέρι και έπαιζαν το «δεν περνάς κυρά Μαρία», το «ένα φράγκο η βιολέτα / τσιγκολελέτα, τσιγκολελέτα…», το «περνάει η μέλισσα με τα μελισσόπουλα» και σπανιότερα την «τυφλόμυγα» και το «γύρω γύρω όλοι». Πάρα πέρα οι αρσενικοί, που πάντα τις κορόιδευαν και τις καταδυνάστευαν πετώντας πάνω τους βατράχια και ζωύφια, κλωτσάγανε ολημερίς ένα κλωτσοσκούφι, ή αντάλλασσαν πιστολίδι κχ-κχ και «στεκαμάν» παίζοντας κλέφτες κι αστυνόμους. Τσακώνονταν κι ερχόντουσαν στα χέρια, και παλεύοντας κυλιόνταν καταγής. Όλοι τους είχανε τα γόνατα ματωμένα, ξεγδαρμένα, και μέσα στις πληγές τα ποδάρια τους. Ξεσήκωναν τη γειτονιά με τις φωνάρες τους και ήσαν… οπλισμένοι με σφεντόνα στην κωλότσεπη. Κυνηγούσανε πότε σπουργίτια και πότε καμιά λάμπα στα λιγοστά φανάρια των δρόμων. Είχαν το κεφάλι κουρεμένο «γουλί», κι οι περισσότεροι είχανε «τριχοφάγο»…

Αργότερα, όταν μεγάλωσαν κι έβαζαν μπριγιόλ στο μαλλί τους, επήλθε εκεχειρία ανάμεσα σ’ αυτούς και τα κορίτσια, και τότε το έριξαν στα… παιχνίδια συναναστροφών, δηλαδή στην… «μπουκάλα» με τα φιλιά τα συνεσταλμένα στο μέτωπο και στο μάγουλο. Δειλά δειλά ξεκίνησαν και τα πρώτα τους ραντεβουδάκια, τρέμοντας μην τους δει κανένα μάτι… Ένα από εκείνα τα αγόρια, ο πιο διαολεμένος όπως τον χαρακτήριζε ο «λατινικός» στο γυμνάσιο, παντρεύτηκε τη Μαριγούλα, κι απόκτησαν δυο παιδιά.

Χωρίς να ‘χουν τίποτα ιδιαίτερο τα σπίτια της Δόμνας και της Μαριγούλας, συνήθως εκεί συχνάζανε, εκτός από τα παιδιά, και οι κυράδες. Καθώς οι άντρες τους ήσαν ή στη δουλειά ή στο καφενείο, μαζεύονταν πότε στη μια και πότε στην άλλη για καφέ και κους κους. Η μαγεία όμως ήταν το βράδυ, που βγάζανε τις καρέκλες τους στον δρόμο για βεγγέρα υπό το σεληνόφως. Καθόντανε ολόγυρα έξω από την αυλόπορτα και μιλούσαν οι γριές για θαύματα Αγίων, όπως τους τα ‘χε πει η δικιά τους η γιαγιά, και για νεράιδες και ξωτικά που παρουσιάζονταν ξαφνικά μέσα στη νύχτα, κι όσοι έτυχε να βρεθούν μπροστά τους, χάσανε για πάντα τη λαλιά… Λέγανε συνέχεια τέτοιες απόκοσμες ιστορίες και πάντα υπήρχε κάποια στην παρέα που είχε να διηγηθεί ένα παρόμοιο συμβάν. Άκουγε η Δόμνα και κόλλαγε απ’ τον φόβο της πάνω στη μάνα της, κι έτρεμε το φυλλοκάρδι της μήπως φανεί το αερικό και την αρπάξει…

Ήρθε κι η ώρα που πήγαν με τις φίλες της για πρώτη φορά μόνες τους σινεμά. Εκεί, μπροστά στην είσοδο όπου ήταν το… σταντ με τις φωτογραφίες των έργων «Today» και «Προσεχώς», στεκόταν ο Τάσος ο στραγαλατζής με το τρίτροχο καρότσι, που πούλαγε πασατέμπους, στραγάλια και φιστίκια αράπικα. Και σε τι όμορφα χωνάκια φτιαγμένα στο χέρι από παλιά προγράμματα του σινεμά και από σελίδες περιοδικών πουλούσε τους πασατέμπους… Αλλά εκείνο που της έμεινε αξέχαστο ήταν η… μυρωδιά της ασετιλίνης που σκόρπαγε το φανάρι με την τρεμουλιαστή του φλόγα, φωτίζοντας τους ξηρούς καρπούς. Μεγάλη πια, με άντρα, παιδιά, κι εγγόνια, σ’ όσους κι αν πήγε κινηματογράφους, τον Τάσο, το καρότσι και την ασετιλίνη τα ‘σερνε ζωντανά μες στην ψυχή της. Το έργο που είδανε τότε ήταν η «Κάρμεν» με την Ιμπέριο Αρτζεντίνα. Της καρφώθηκαν στο μυαλό τα τραγούδια «Ιλ Πικονέρο» και «Αντόνιο Βάργκας Χερέδια» κι ολημερίς τα σιγοψιθύριζε τότε, και της ξανάρθαν τώρα στο μυαλό, φερμένα απ’ την κατεδάφιση. Θαρρεί πως ακούει τις καστανιέτες να κρατούνε τον ρυθμό, μα είναι, αλίμονο, ο θόρυβος από τις ερπύστριες της μπουλντόζας.


Σχολιάστε εδώ