Η «πρόκληση της Κύπρου» για την Ευρώπη
Η Αθήνα, μέσα σε μια εσωστρέφεια μιζέριας που φθάνει στα όρια της αυτοχειρίας, συζητεί και αντιπαρατίθεται στους ρυθμούς της «Δημοσκοπικής Δημοκρατίας», ενώ η Κύπρος διαλέγεται πολιτικά, συζητώντας- όπως πάντα- το εθνικό μας θέμα για τη λύση του Κυπριακού.
Ταυτόχρονα, πρέπει να πούμε ότι και η ίδια η Ευρώπη, ως θεσμικό και πολιτικό γεγονός, δεν διέρχεται και την καλύτερή της στιγμή. Η κρίση πλήττει κυρίως τις οικονομίες και τις κοινωνίες των μεγάλων βιομηχανικών κρατών της Ευρώπης και δημιουργεί εθνική εσωστρέφεια στα κράτη μέλη, πλήττοντας έτσι την Ευρώπη της κοινωνικής αλληλεγγύης, της πολιτικής συνεργασίας και των προοπτικών της πολιτικής ένωσης.
Παρά ταύτα, η Κύπρος αποτελεί και σήμερα, όπως και στις αφετηρίες του σκεπτικού για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μία μοναδική πρόκληση.
Κι αυτό γιατί η Λευκωσία ενσαρκώνει έναν εγγενή και κορυφαίο προβληματισμό, μοναδικού πολιτικού μεγέθους, όπου καταπατήθηκαν και εξακολουθούν να καταπατούνται κατά τον πλέον εξόφθαλμο τρόπο, το σύνολο των δικαιωμάτων και ελευθεριών, των αρχών και αξιών που οικοδόμησε η Ευρώπη ως Δύση από την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και εντεύθεν, ως πολιτικό πολιτισμό, αλλά και ως θεσμική κατοχύρωση ενός κεκτημένου που δεσμεύει όλους.
Πρόκειται για ένα παράδοξο, που αγγίζει τα όρια του πολιτικού παραλογισμού, αφού η Κύπρος είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας, ενώ η Τουρκία, που αιτείται ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια, κατέχει παρανόμως και προκλητικά έδαφος της χώρας που την κρίνει και αποφασίζει για την ένταξή της. Παραβιάζει δε, όλα τα δικαιώματα και ελευθερίες που η Ένωση θεωρεί πως αποτελούν τον θεμελιώδη νόμο και τον Καταστατικό Χάρτη νομιμοποίησης της ύπαρξής της.
Η Τουρκία λειτουργεί απροκάλυπτα ως επεκτατική ηγεμονική δύναμη με μια συμπεριφορά αναχρονιστικού επιθετικού θράσους, που θυμίζει τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα. Όμως, η Κύπρος και η Ελλάδα, για να μπορέσουν να υποχρεώσουν την Ένωση να αντιληφθεί την Κύπρο ως ευρωπαϊκή πρόκληση, θα έπρεπε να κάνουν καθημερινή υπόθεση την προβολή αυτής της σχιζοφρενικής πραγματικότητας που εφαρμόζει η Τουρκία έναντι της Κύπρου, αλλά και έναντι της Ελλάδας στο Αιγαίο.
Πρέπει να δηλαδή, να διεκδικήσουν πολιτικά και θεσμικά από τους ευρωπαίους εταίρους και συμμάχους των να γίνουν ενεργά αλληλέγγυοι στην Κύπρο και την Αθήνα, υποδεικνύοντας σταθερά και σε διάρκεια στην Τουρκία τις υποχρεώσεις της στο εσωτερικό κα στο εξωτερικό περιβάλλον, τόσο στο εσωτερικό όσο και στον διεθνή της περίγυρο, υποδηλώνοντας έτσι πως σέβονται τον εαυτό τους, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τον πολιτικό πολιτισμό και τις θεμελιώδεις αξίες και αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα, στα οποία δεν χωρεί τακτικισμός και ευελιξία όταν αυτά αναφέρονται και αφορούν στη βασική δομή του οικοδομήματος που χτίζουμε. Γιατί στο τέλος, οι τακτικισμοί μετατρέπονται σε στρατηγική επιλογή.
Επομένως, Λευκωσία και Αθήνα μπορούν και πρέπει να αναδείξουν, μέσα από ένα κοινό σχέδιο και στρατηγική, την Κύπρο ως πρόκληση για την Ευρώπη, αφού το διακύβευμα της πολιτικής ένωσης δεν είναι απλά μια απόφαση, αλλά είναι πραγματικότητα των κρατών και των λαών της Ευρώπης.
Οι οποίοι και έχουν μάθει να σέβονται εαυτούς και αλλήλους, πρωταρχικά δε, το ίδιο το θεμέλιο θεσμών και πολιτικών, επί του οποίου στηρίζεται η σημερινή και, κυρίως, η αυριανή Ευρώπη.
Η Λευκωσία δεν μπορεί να αποκαταστήσει τη διεθνή νομιμότητα διά πολέμου και δεν μπορεί να ελπίζει σε διαπραγμάτευση για δίκαιη και βιώσιμη λύση αν δεν εμπεδώνεται ο ευρωπαϊκός πολιτικός και νομικός πολιτισμός στο κρατικό μόρφωμα που θα σχηματισθεί ή θα μετεξελιχθεί, στο πλαίσιο και μετά την επίτευξη λύσης.
Η Ευρώπη των ελευθεριών και των δικαιωμάτων πρέπει να αποτελεί όχι μόνον τον στόχο, αλλά και την «κόκκινη γραμμή» της Κύπρου.