Μια φορά και έναν καιρό

Ευτυχισμένες οικογένειες ζούσαν στα σπίτια τους, με τις κότες τους και με τους σκύλους τους, άντε και με κανένα καναρίνι στο κλουβί να τους ξεκουφαίνει. Πέθαιναν οι γέροι, παντρεύονταν οι νέοι κι όλα κύλαγαν ρολόι. Θέλει όμως πολύ για να βάλει ο διάολος το ποδάρι του; Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα που κατέφθασε στην πόλη τους ένας περιοδεύων θίασος, που κάθε Τρίτη διοργάνωνε καλλιστεία και κάθε Πέμπτη ανέβαζε Σαίξπηρ.

Σταμάτησε το πουλμανάκι με τα σκηνικά, που οδηγούσε ο Πωλ, ο θιασάρχης, μπροστά στο σπίτι της Αλέξαινας, επειδή του είχε τρυπήσει το ψυγείο και το νερό έβραζε βγάζοντας ατμούς, λες και ήτανε ατμομηχανή. Χτύπησε την πόρτα αυτοπροσώπως ευγενικά ο Πωλ, άνοιξε η Αλέξαινα ντυμένη ελαφρώς «νεγκλιζέ», όπως θα έλεγε ο Πάρις, η αδελφή που είχε ενδυματολογικές εμμονές και συνέχεια ξεφούρνιζε κάτι ακαταλαβίστικα για μαντό, τουνίκ, βελούρ σιφόν… και άλλα, και της ζήτησε λίγο νερό για το ψυγείο και κανένα λουκούμι, αν υπάρχει, για να φράξει την τρύπα. Νερό του έφερε, αλλά λουκούμι δεν είχε. Είχε όμως φοβερά ανεπτυγμένο το αίσθημα της φιλοξενίας και μάλιστα για έναν τροβαδούρο που η τύχη έφερε στην πόρτα της. Τον πέρασε μέσα και τον κέρασε βανίλια υποβρύχιο και γλυκό κεράσι με τον ασημένιο δίσκο. Τα καταβρόχθισε ο καλλιτέχνης που είχε κορακιάσει από την ταλαιπωρία και τη ζέστη, με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι, αλλά σαν ιππότης, όπως υποδήλωνε και το ξενικό του όνομα, για να ανταποδώσει, τους προσκάλεσε το βράδυ στην πρεμιέρα.

«Απόψε θ’ ανεβάσουμε ρεβί», είπε. Αυθόρμητα πήγε να τον ρωτήσει τι σημαίνει ρεβί, αλλά επειδή φοβήθηκε μην αμολήσει καμιά κοτσάνα ξεγυρισμένη και την περάσει για στούρνο, το ανέβαλε για άλλη φορά…

Αν και δεν ήταν θεατρικός κριτικός η Αλέξαινα, εντούτοις βρήκε την παράσταση τρισάθλια, όπως ευθαρσώς εδήλωσε στον θεατρώνη, κάνοντας τον άντρα της θηρίο που συνεχώς τον ρεζιλεύει με τις γκάφες της.

Όμως ο Πωλ έδειξε κατανόηση επειδή ήταν… «συνηθισμένα τα βουνά από χιόνια», όπως είπε κάνοντας χιούμορ. Λέγεται μάλιστα, πως κάποια φορά στο Άστρος Κυνουρίας, έπεσε επί σκηνής τόση ντομάτα, όση δεν βγάλανε εκείνο το καλοκαίρι τα μποστάνια του κυρ Κώτσου, του μεγαλοτσιφλικά της Αργολίδας…

Το θέατρο θα έδινε παραστάσεις επί μία εβδομάδα, αλλάζοντας καθημερινά ρεπερτόριο. Η Αλέξαινα, που το βαφτιστικό της ήτανε Γλυκερία, αλλά την αποκαλούσαν Αλέξαινα, ανακάλυψε πως χωρίς να το ξέρει ήτανε φανατική θεατρόφιλη και έτσι παρακολουθούσε ανελλιπώς τις παραστάσεις, με τις απαραίτητες επισκέψεις στα παρασκήνια για να συζητήσουν το «μήνυμα» του συγγραφέα, ενώ ο σύζυγός της χασμουριόταν. Ο Πωλ ήτανε δεινός παραμυθάς και

έπαιρνε άριστα στο «σπρέχεν», που λένε οι Γερμανοί. Οραματιζότανε το νεγκλιζέ που φόραγε τη μέρα που γνωρίστηκαν, μέχρι που το ‘βλεπε στον ύπνο του, κι άρχισε το ψηστήρι. Πρώτα, για να δει τι ψάρια θα πιάσει, ξεκίνησε με λογοπαίγνιο λέγοντάς της με νόημα:

«Γλυκερία είσαι γλύκα» κι επειδή εκείνη το έριξε στα γελάκια με νάζι χιχιχί, χιχιχί, πήρε το σοβαρό του και της ξηγήθηκε στα ίσα: «Γλυκερία», της είπε, «εσύ εδώ χάμου χαραμίζεσαι». Και της επρότεινε να τον ακολουθήσει στην τουρνέ του στη μαγεμένη ανατολή, αφού πέρναγε πρώτα απ’ την Αιτωλοακαρνανία, όπου θα έδινε πέντε παραστάσεις και μια… Σαίξπηρ. Άρχισε να της περιγράφει με έξαρση και λόγια γεμάτα λυρισμό για το Ρόδο του Ισπαχάν, το… Γκιουλ μπαξέ και το λυχνάρι του Αλαντίν. Της είπε πως θα γίνει η Σεχραζάτ και πως θα τη μάθει να χορεύει τον χορό των επτά πέπλων να πάθουν ταράκουλο οι… φελάχες. Αραπίνες λάγνες ερωτιάρες θα την ταΐζουμε χουρμάδες και θα ‘χει στη δούλεψή της βεδουίνους και καμηλιέρηδες για να της κάνουν θελήματα. Αλλά και πως δεν θέλει να ‘χει πολλά πάρε-δώσε με δαύτους επειδή ζηλεύει… Και τέλος, με έναν μοναδικό μονόλογο που με τέτοιο οίστρο δεν αξιώθηκε ποτέ ν’ αποδώσει Άμλετ, της μίλησε για τον Αλή Μπαμπά και τους 40 κλέφτες. Αυτό παραλίγο να χαλάσει τη δουλειά, επειδή θυμήθηκε τον αληταρά ανιψιό του άντρα της που της σούφρωσε ένα μενταγιόν τις Απόκριες πέρυσι. Του το ξέκοψε ορθά κοφτά:

«Αλή Μπαμπάδες και κλεφταράδες εγώ στο παλάτι μου δεν θέλω!»

Κι ο Πωλ τι να κάνει ο φουκαράς; Έβαλε την «ουρά υπό τα σκέλη» και… υποτάχτηκε.

Έτσι, ένα πρωί η Αλέξαινα εξαφανίστηκε χωρίς κανείς να πάρει πρέφα. Το βράδυ που γύρισε σπίτι ο Αλέξης και δεν βρήκε ούτε έτοιμο φαγητό ούτε τη γυναίκα του, άρχισε να εκνευρίζεται. Μουρμούριζε, έβριζε, έλεγε με όχι προσήκουσα σε κύριο φρασεολογία τι επακριβώς θα της κάνει όταν γυρίσει και βημάτιζε πέρα-δώθε.

Η ώρα όμως περνούσε και η σύζυγος ήταν

άφαντη. Βγήκε σε αναζήτησή της να τη βρει και να της ρίξει ένα μπερντάχι να συνέλθει. Πήγε πρώτα στην παλιόγρια την Αργυρώ, όπου βλέπανε το κουπάκι. Ύστερα έκανε μια ευρύτερη περαντζάδα, έριξε μια ματιά στο ψιλικατζίδικο που μαντάριζε τις κάλτσες της και ξόμπλιαζαν με τη μανταρίστρα το σύμπαν, τίποτα κι εκεί. Απορούσαν και οι γείτονες που αντελήφθησαν τα νεύρα του και άρχισε να προβληματίζεται διότι εκτός από εκείνη, έλειπαν και τα ρούχα της. Ευτυχώς βρέθηκε ο μανάβης, ο Κοσμάς, που την είδε να φεύγει με τον θίασο, και φυσικά όλοι ηρέμισαν.

Δεν την πήρε και πολύ επί πόνου την απόδρασή της επειδή το ‘χε καημό που δεν του ‘κανε παιδιά. Του ‘λεγε η μάνα του: «Εμ τη στέρφα που βρήκες και πήρες, καλά να πάθεις». Τώρα θα ξαναπαντρευόταν και θα αποκαθιστούσε το γόητρό του, διότι η λεγάμενη είχε βγάλει βρώμα πως ενώ «εκείνη… κεντάει, ο Αλέξης στερείται πυρίτιδας». Πήγανε τότε για εξετάσεις, μα η γνωμάτευση που έβγαλαν οι γιατροί με κάτι γράμματα σαν ορνιθοσκαλίσματα, δεν ήταν ό,τι το καταλληλότερο για να το κορνιζάρει. Έβρισε τους γιατρούς, τους αποκάλεσε σκιτζήδες και αλμπάνηδες, πως δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα, και πως θα τους καταγγείλει για… «διασπορά ψευδών ειδήσεων».

Έσκισε τη γνωμάτευση με τις κακοήθειες που ανέγραφε, εκδόθηκε διαζύγιο σε βάρος της για «εγκατάλειψη κλίνης και τραπέζης», ελεύθερος δε πια, βγήκε στο μεϊντάνι προς ανεύρεση καρπερής συζύγου. Έπεσαν κάτι συγγενείς στη μέση, έγιναν τα σχετικά προξενιά με μια χαρίεσσα κόρη από το Νέο Κορδελιό και η στέψις δεν βράδυνε. Τις όποιες επιστημονικές ενστάσεις τις ανέτρεψε άρδην η νεαρά, που εντός συντομότατου χρονικού διαστήματος έτεκεν αισίως στρουμπουλούτσικο αγόρι, και ο ευτυχής πατήρ καμάρωνε υπερήφανος που επιτέλους θα υπάρξει και ένας παχουλός στο σόι, επειδή για γενιές και γενιές, όλοι τους ήσαν οστεώδεις. Βέβαια υπήρχανε πολλοί κακεντρεχείς και κουτσομπόληδες στον κύκλο του, που άρχισαν να σχολιάζουν την ιατρική έκθεση που διέρρευσε, και σαν να μην έφτανε αυτό, λέγανε από πάνω πως η τσαπερδόνα που κουκουλώθηκε, και με τον κισλάραγα να παντρευότανε, δηλαδή και με τον αρχιευνούχο του σουλτάνου, πάλιν είχε τον τρόπο να του ξεπετάξει μέχρι και… πεντάδυμα. Φυσικά όλα αυτά ήσαν ακραίες υποθέσεις τελείως ατεκμηρίωτες, που παράγει ο ανθρώπινος φθόνος…


Σχολιάστε εδώ