Η ελίτ της δημοσιογραφίας και το ξεθυμασμένο debate
Εξ ου και επιλέχθηκε η λύση της μη επικοινωνίας των δύο αρχηγών, κληρονομιά που έφτασε ως το 2009. Και μπορεί η αντιπαράθεση της Πέμπτης να ήταν καλύτερη αναλογικά με άλλες χρονιές, όμως τα προβλήματα εξακολουθούν να είναι τα ίδια.
Πρώτον, η διαπλοκή δημοσιογράφων και πολιτικών. Ο συντονιστής της αναμέτρησης του 1996, μεταξύ Σημίτη – Έβερτ, έγινε στη συνέχεια υπουργός Παιδείας, ενώ ο Θ. Ρουσόπουλος, έχοντας δύο φορές συμμετάσχει στη διαδικασία, έγινε υπουργός Επικρατείας. Οι πολιτικοί αρχηγοί αισθάνονται την ασφάλεια να δεχθούν ερωτήσεις από δημοσιογράφο που έχουν επιλέξει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Όμως η εξουσία των τελευταίων αυξήθηκε κατά πολύ και ανταγωνίζεται ευθέως εκείνη των πολιτικών, λειτουργώντας αποκλειστικά για τον εαυτό τους…
Φέτος η ελίτ της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας συμπεριφέρθηκε με άλλον, μάλλον απαξιωτικό, τρόπο. Αρνήθηκε να συνωστισθεί με τη «δεύτερη εθνική της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας», όπως εκείνοι την ονομάζουν, και επέλεξε τις προσωπικές συνεντεύξεις. Η στάση αυτή ερμηνεύεται από τον φόβο που αισθάνονται οι πολιτικοί έναντι ορισμένων δημοσιογράφων που αντλούν την ισχύ τους από την εισαγγελική τηλεοπτική συμπεριφορά.
Οι πολιτικοί έχασαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από την τηλεοπτική αφρόκρεμα και δεν τόλμησαν να αλλάξουν το σκηνικό και να εντάξουν στη διαδικασία της αναμέτρησής τους δημοσιογράφους των άλλων μέσων, των εφημερίδων και των ραδιοφωνικών σταθμών, ενώ σίγουρα δεν ήθελαν τη φωνή των πολιτών, όπως αυτή μπορεί να καταγράφεται στο διαδίκτυο. Και ίσως αυτήν την υπερεξουσία της τηλεόρασης και των εκφραστών της ήθελε να επισημάνει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέκος Αλαβάνος, τονίζοντας πως η συνομιλία έγινε μεταξύ των πολιτικών αρχηγών και των εκπροσώπων τηλεοπτικών σταθμών που δεν έχουν οριστικές άδειες.
Το ερώτημα είναι τι θα αντικαταστήσει το debate. Θα μπορούσε και τίποτα. Ίσως πολλά χρόνια πριν να είχε δίκιο ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν αρνιόταν να βγει στην τηλεόραση και να αντιπαρατεθεί με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.